20 Δεκ 2010
Στον κήπο της λαϊκής βιοσοφίας. Tου Παντελή Μπουκάλα
Συζητάμε. Αλαφιασμένοι, αγχωμένοι, μαγκωμένοι, μελαγχολικοί, θυμωμένοι, και σίγουρα φτωχότεροι, πάντως συζητάμε. Για να καταλάβουμε και για να αμυνθούμε.
Ελπίδες πολλές δεν έχουμε, βέβαια, να εντάξουμε τα κομμάτια και τα θρύψαλα των πληροφοριών, των φημών και των σεναρίων σε κάποιο συνεκτικό «αφήγημα»· αυτή την πατέντα έσπευσαν να την....
οικειοποιηθούν οι μυθοπλάστες που κυβερνούν, ιδιαίτερα η κ. Διαμαντοπούλου και ο κ. Χρυσοχοΐδης, οι δύο πλέον επίμονοι αφηγηματολόγοι του πάντοτε λεξιμαγικού ΠΑΣΟΚ.
Οσα συμβαίνουν πάντως ούτε φήμες είναι ούτε σενάρια που αφορούν κάποιους μακρινούς και αδιάφορους τρίτους· ο ορίζοντας των γεγονότων, των απογοητευτικών γεγονότων, ζώνει όλο και πιο στενόχωρα, όσους γεννήθηκαν για να δουλεύουν «βαριά κι αποσταμένα», κατά τον λαϊκό λόγο, και να ζουν με τη δουλειά τους και μόνο. Η μια μέρα μετά την άλλη φέρνει κατά εκατοντάδες ή χιλιάδες τις απολύσεις, τις «εθελούσιες εξόδους» («ή δέχεσαι να δουλεύεις με μειωμένο μισθό και εκ περιτροπής ή φεύγεις», λέει το ευγενικό τελεσίγραφο).
Μέρα με τη μέρα, ή και με την ώρα, λιγοστεύουν ραγδαία οι οικογένειες που δεν έχουν πληγεί, που δεν έχουν τραυματιστεί σοβαρά, και βλέπουν να ανατρέπεται ο τρόπος και οι συνήθειες δεκαετιών. Και όσα συνθλιπτικά συμβαίνουν, κλονίζουν και απειλούν να τσακίσουν αυτό που παραμυθητικά θεωρούμε άτρωτο πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας: την οικογένεια.
Δεν καταλαβαίνουμε όλοι όλες τις παραμέτρους του προβλήματος, πολιτικού πρώτα κι ύστερα οικονομικού· αυτές οι σκοτεινές «Αγορές», λόγου χάρη, ώρες ώρες έχουν την ίδια σημασία στο κεφάλι μας, με τη σημασία που είχε η έκλειψη του ήλιου ή της σελήνης για τους ανθρώπους στις προ επιστήμης εποχές.
Αλλά και δεν συμμεριζόμαστε όλοι τα μαζικώς ενοχοποιητικά (άρα δολίως απαλλακτικά για την ίδια την εξουσία) δόγματα του είδους «όλοι τα φάγαμε», τα οποία δεν διακινούνται μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ιρλανδία και, αργότερα, στην Πορτογαλία ή την Ισπανία.
Και, φυσικά, δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό, προσποιητό στα όρια της ειρωνείας, που εκδηλώνουν για τη «γενναία προσπάθεια των Ελλήνων πολιτών» ή για το «κουράγιο μας» οι διεθνείς ελεγκτές που έρχονται, βαθμολογούν αυστηρά, προβαίνουν σε ιατρικοπολιτικού τύπου διαγνώσεις, «επικαιροποιούν» το Μνημόνιο, δηλαδή το επιδεινώνουν θαρρείς και οι ψυχοπνευματικές και οικονομικές αντοχές μας είναι ανεξάντλητες, και μετά τη συνταγογράφηση απέρχονται.
Το συνηθίζουμε, στις κουβέντες που κάνουμε αναζητώντας εξηγήσεις (το συνηθίζουν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα ακόμα, όπως μας διδάσκουν και οι τραγωδίες των Αθηναίων ποιητών, που θυμούνται και μνημονεύουν τον πυκνωμένο και έμπειρο λαϊκό λόγο), να αρπαζόμαστε από τη μια ή την άλλη παροιμία, αυτά τα «παλαιάς σοφίας εγκαταλείμματα, περισωθέντα διά την συντομίαν και δεξιότητα», κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», λένε λοιπόν κάμποσοι τώρα, πεπεισμένοι ότι πρέπει να υποστούμε ταυτόχρονα, με συνοπτικές διαδικασίες και υπό ξένη καθοδήγηση και έλεγχο, πρώτον τον κατά Σημίτη «εκσυγχρονισμό», δεύτερον την κατά Κώστα Καραμανλή «επανίδρυση» και τρίτον την κατά Γιώργο Παπανδρέου «αναμόρφωση»· για να γίνουν μάλιστα πειστικότεροι όταν μιλούν για το «τότε που χρεωνόμασταν» άνευ ορίων και όρων και καλοζούσαμε με δανεικά και πιστωτικές, παραπέμπουν σε όποιο από τα συνοπτικά ευαγγέλια της λαϊκής βιοσοφίας έχει πρόχειρο η μνήμη τους, για παράδειγμα «Οποιος μεθύσει βερεσέ, δυο φορές πληρώνει» ή πάλι, «Οσα δύνασαι να βγάζεις κι απ’ τα ίδια να ξοδιάζεις, να μη βγάζεις δύο-τρία και ξοδιάζεις δεκατρία».
Το πρόβλημα, όμως, εδώ, δεν έχει να κάνει μόνο με την ταχύτητα και τη βία της, ένα πρόβλημα που η λύση του διχάζει ακόμα και τη λαϊκή θυμοσοφία, όπως δηλώνεται και από τις γνωστές εναντιούμενες φόρμουλες, «το γοργόν και χάριν έχει» από τη μια, «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» από την άλλη, που κάπως συμφιλιώνονται με το παραδεδομένο πλην δυσεπίτευκτο «σπεύδε βραδέως».
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο γιατί συνδέεται και με το γεγονός ότι μαζί με τα ξερά, ορισμένοι επείγονται να κατακάψουν και τα χλωρά, ή μάλλον, με το πρόσχημα των ξερών (των «παθογενειών της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας» καταπώς λέγεται), βιάζονται να διαλύσουν και τους υγιείς ιστούς.
Οταν λοιπόν ακούς και διαβάζεις για καλοστεκούμενες δημόσιες επιχειρήσεις και για κερδοφόρες ιδιωτικές, που αναγγέλλουν και ετσιθελικά επιβάλλουν προγράμματα «εξυγίανσης» (δηλαδή «εθελούσιες» απολύσεις ή εξίσου εθελούσιες περικοπές μισθών), δεν μπορείς, μέσα στη θυμωμένη αμηχανία σου, παρά να σπεύσεις στον κήπο με τις παροιμίες και να κόψεις όποια διαθέτει την πιο ταιριαστή για την περίσταση πικροχολία της· ας πούμε, «στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται» ή «τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πεντέξι». Διότι αυτό ακριβώς γίνεται, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, ανακάλυψαν όλοι ότι δεν βγαίνουν.
Αλήθεια, από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 24 δισεκατομμυρίων ευρώ που διαγράφονται με το μνημονιακό πολυνομοσχέδιο επειδή, άκουσον άκουσον, χαρακτηρίζονται επισήμως «ανεπίδεκτες είσπραξης», και οι οποίες υπολογίζεται ότι ισούνται με το ασήμαντο 10% του ΑΕΠ, πόσες είναι χρέη επιχειρηματιών που φρόντισαν να χρωστούν στο Δημόσιο με τη σιγουριά (θεμελιωμένη και στη σχετική παράδοση μεροληπτικής ή χοντροκομμένα διαπλεκόμενης γενναιοδωρίας του κράτους) ότι θα κληθούν να πληρώσουν «του αγίου ποτέ», όπως και πάλι ο λαϊκός λόγος αποφαίνεται;
Και πόσο ισχύει εν προκειμένω το παροιμιώδες πλέον πάγκαλον πόρισμα «μαζί τα φάγαμε»; «Αφέντης είν’ εκειός που δεν χρωστάει» λέει βέβαια ο λαός, αλλά εδώ πέφτει εν μέρει έξω, γιατί το συμπέρασμά του ισχύει μόνο για τις χώρες που χρωστούν, όπως η Ελλάδα, κι όχι για τους προύχοντες που οφείλουν στην κάθε χρεοκοπημένη χώρα και οι οποίοι μετρούν την ισχύ τους ευθέως ανάλογη των χρεών τους.
Με τον στωικισμό της, αποκτημένο από τη μια απογοητευτική εμπειρία στην άλλη, η λαϊκή βιοσοφία έχει καταλήξει στη πίστη πως και το κακό, σαν αναπόφευκτο, είναι καλοδεχούμενο αλλά με κάποια προϋπόθεση. «Καλώς τηνε τη συμφορά κι αν έρθει μοναχή της, μην έρθει με τον άντρα της και με την αδερφή της» συμπεραίνει λοιπόν.
Και βλέπουμε τώρα τη συμφορά να έχει καταφτάσει με όλη την πολυμελή οικογένειά της, γιατί το έργο της κατεδάφισης δεν αφορά μόνο τα εργασιακά δικαιώματα, τους μισθούς, τις συντάξεις και τις συμβάσεις, αλλά επεκτείνεται σε οποιαδήποτε μορφή του κράτους πρόνοιας, από τη δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον έως τον Πολιτισμό και την Παιδεία, σε ό,τι συνιστά την καθημερινότητά μας.
Ακούμε βέβαια πως «αν όλα πάνε κατά το πρόγραμμα», θα υπάρξουν επιστροφές και κάποιου είδους αποζημίωση των μνημονιοπλήκτων.
Μόνο που «το αν εσπάρθη πολλές φορές, αλλά δεν εφύτρωσε». Αυτό, μας λένε οι λαογράφοι μας, το έλεγε ανάμεσα σε πολλούς άλλους και ο Κολοκοτρώνης.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr