21 Οκτ 2010

Η Ελλάδα σε αποσύνθεση


Με τα διασταυρούµενα περιστατικά των «Στιγµιότυπων» του Ρόµπερτ Ολτµαν. Με τη σάρκα της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαµιανού. Και µε την ανήσυχη µηχανή της «Οικογενειακής γιορτής» του Τόµας Βίντερµπεργκ. Και τα τρία µαζί στη «Χώρα προέλευσης» made in Greece...
Οπως έλεγε ο Αισχύλος, «Ιτε παίδες Ελλήνων». Ο Σύλλας Τζουµέρκας, ένα από τα άριστα και δηµιουργικά!

Οπως ο Φετφατζίδης του Ολυµπιακού, µια κλάση πάνω απ’ όλους τους Ελληνες στα γήπεδα. Ετσι και ο πιτσιρικάς Σύλλας Τζουµέρκας. Που δεν έχει πατήσει τα τριάντα, αλλά το θράσος του σε κάνει να χάσκεις σαν να απολαµβάνεις βιρτουόζο του µπάσου, του πιάνου, των πνευστών και των κρουστών. Μωρέ, τι είναι τούτος! Παιδί-ορχήστρα. Ανυπόµονος. Πληθωρικός. Παρορµητικός. Χαοτικός. Ενίοτε ακατανόητος. Οπως κάθε φουριόζος και ταραγµένος εικοσάρης που το µοναδικό πράγµα που οδηγεί τις επιθυµίες του είναι να «γαµ... τα λύκεια». Εγώ και όλοι σας. Και ορµάει ακάθεκτος. Να τα πει όλα. Μα όλα, σας λέω. Μονοκοπανιά. Ετσι, από την ασυγκράτητη ταραχή του, η µία φράση πέφτει πάνω στην άλλη. Ετσι, η µία σκηνή κλωτσάει την άλλη. Ετσι, σε δύο αντίθετα άκρα χορεύει, γκρεµοτσακίζεται και φτου κι απ’ την αρχή πάλι τα καταφέρνει. Από τη µια, η απίστευτη για τα ελληνικά δεδοµένα δραµατουργία των χαρακτήρων από τους οποίους αποσπά µερικές ερµηνείες που θα γράψουν χρυσή σελίδα. Από την άλλη, να σκαρώνει (παρέα µε τη Γιούλα Μπούνταλη) µια ιστορία που µπαινοβγαίνει µεταξύ παρελθόντος και παρόντος, να ανακατεύει χρόνους, πρόσωπα, συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις, διαδηλώσεις, βοµβιστικές επιθέσεις, επιχειρώντας σχεδόν το ακατόρθωτο. Να συγχρονίσει την αποσύνθεση µιας πολυµελούς οικογένειας µε την κατιούσα της µεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δηλαδή ο καρκίνος που ροκανίζει τα κύτταρα της οικογένειας, η αντανάκλαση της παρακµής της κοινωνίας. Ουφ!

Στο κέντρο αυτών των ενδοοικογενειακών πολεµικών χαρακωµάτων, µια υιοθεσία. Ενα από τα παιδιά της Τζίνας (Ιωάννα Τσιριγκούλη) αλλάζει χέρια και καταλήγει στη Στέλλα (Αµαλία Μουτούση). Ενδιαµέσως δύο άνδρες. Ο Αντώνης (Ερρίκος Λίτσης) και ο Νικήτας (Ιερώνυµος Καλετσάνος). Γύρω και µέσα σε αυτούς, τρία τα παιδιά. Ο καταραµένος Στέργιος (Θάνος Σαµαράς) και ο Θάνος (Χρήστος Πασσαλής) που φλερτάρει µε την εξαδέλφη του Αννα (Γιούλα Μπούνταλη). Πάνω απ’ όλους, ο Παππούς. Στην πραγµατικότητα, δύο τα άκρα. Το πρώτο, οι αριστερές αξίες του Παππού. Της γενιάς του Εµφυλίου αυτός. Το άλλο, ο εγγονός. Της γενιάς των ταραχών του Δεκεµβρίου 2008. Η κρυστάλλινη καθαρότητα του Παππού κόντρα στο ταραγµένο, αυτοκαταστροφικό και εσωτερικό αδιέξοδο του νεαρού. Εχει σηµασία αυτό. Γιατί ενδιαµέσως των δύο αυτών _ της πρώτης και της τρίτης γενιάς _ υπάρχει άφθονη εσωστρέφεια, άφθονη µούχλα, άφθονο µικροσυµφέρον. Με ένα λόγο η µεσαία γενιά, αυτή που έχει βάλει τη σφραγίδα της σε κάθε µικρή και µεγάλη εξουσία και σε κάθε γωνιά, είναι ένα µεγάλο τίποτα!

Δηλαδή, η Αριστερά του Παππού ηττηµένη αλλά ακλόνητη να περιµένει. Δηλαδή, η ενδιάµεση γενιά εντελώς χαλασµένη, Και δηλαδή, η νεώτερη ταραγµένη, ανυπάκουη, να τα γκρεµίσει όλα ακόµα και τον εαυτό της να καταστρέψει. Αυτή, η ανθρώπινη τοιχογραφία του Τζουµέρκα. Αυτή, η σηµερινή Ελλάδα. Τρία πρόσωπα κουβαλάνε το βάρος της αφήγησης. Ο Στέργιος, η Στέλλα, η Τζίνα. Τρεις άξονες. Ο ένας µέσα στον άλλον και πάνω στον άλλον. Μπέρδεµα. Ο Θάνος τα κάνει όλα. Και αυνανίζεται. Και βοµβιστικές επιθέσεις οργανώνει. Και την Αννα γουστάρει. Και µε την αυτοκτονία φλερτάρει. Τουτέστιν κοινωνική ανυπακοή, αιµοµιξία, αδιέξοδο, αυτοκαταστροφική µανία. Γιατί όλα αυτά; Επειδή υιοθεσία; Δεν πείθει. Είπαµε... Ο σκηνοθέτης µπουκώνει όλους και όλα. Τα πάντα στη διαπασών. Η Στέλλα είναι δασκάλα. Φιλόλογος. Οσο η ενδοοικογενειακή αντιπαράθεση τόσο οι ταραχές του Δεκεµβρίου κλιµακώνονται. Και όσο όλα µαζί φουντώνουν τόσο η Στέλλα διαβάζει, αναλύει, ρωτάει και διδάσκει τα παιδιά ενός σχολείου για το νόηµα του Εθνικού Υµνου του Διονυσίου Σολωµού. Η Τζίνα, ο πυρήνας του πυρήνα. Η Μάνα. Η µήτρα. Η αρχαία τραγωδία. Το πιο ζωντανό, µε σάρκα, ιδρώτα και αίµα, πρόσωπο αυτής της οικογενειακής εποποιίας.

Πολλά τα πλεονεκτήµατα, άλλα τόσα τα µειονεκτήµατα. Τη µια στιγµή πάνω. Την επόµενη κάτω. Ο Σύλλας Τζουµέρκας εντελώς ταυτισµένος µε τον Στέργιο. Ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Πάνω η δραµατουργία των περισσότερων χαρακτήρων.

Πάνω η συντριπτική, εσωτερική ερµηνεία της Ιωάννας Τσιριγκούλη αλλά και (δευτερευόντως) της Αµαλίας Μουτούση. Πάνω το soundtrack µε «La forza del destino» του Γκιουζέπε Βέρντι και µε τη µουσική από συνθέσεις Drogatec. Πάνω η παντελής απουσία κλισέ µε νατουραλιστικές, µουχλιασµένες γραφικότητες. Πάνω η αεικίνητη χρήση της µηχανής. Και πάνω το διαρκές σφυροκόπηµα εντάσεων και υπόγειων δονήσεων. Ο Τζουµέρκας µεγάλη µαστοράντζα στις συνθέσεις συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Ταυτόχρονα, κάτω το χάος. Κάτω το µπούκωµα. Κάτω το ανακάτεµα. Κάτω η φλυαρία. Γιατί, ουκ εν τω πολλώ το ευ. Οµως, για να τελειώνω, του τα συγχωρώ όλα. Γιατί µε καθήλωσαν το ταλέντο, η δύναµή του και η ακατάπαυστη επιθετική ανάσα του. Και γιατί αν στα είκοσι δεν πάρεις όλα τα ρίσκα σου, τότε στα τριάντα συνταξιούχος να καλλιεργείς τον κήπο σου!
 «Χώρα προέλευσης»
  Μικροµεσαία οικογένεια σε διάλυση Μικροµεσαία Ελλάδα σε αποσύνθεση Χαοτική ιστορία Υποδειγµατική δραµατουργία Εξαιρετικές ερµηνείες
   Βαθµοί = 7

Ισπανική φινέτσα και βρετανικό «χασάπικο»

«Στην πόλη της Σίλβια» (Εn la ciudad de Sylvia) του Χοσέ Λουί Γκερέν. Παραγωγής 2007. Νεαρός (µάλλον) ισπανός τουρίστας σκοτώνει την ώρα του πίνοντας µπίρες και τάχα µου ζωγραφίζοντας στο µπαλκόνι του Cafe του Conservatoir Τεχνών στο Στρασβούργο. Ο τύπος επιδίδεται σε καµάκι υψηλού επιπέδου. Ετσι στήνει ένα οργιαστικό χορό βλεµµάτων µε πλήθος από αυθεντικά γαλλικά και πεντάκοµψα µανούλια και την καλύτερη που θα προτιµήσει, θα την ακολουθήσει περιπλανώµενος µε τα πόδια σε κάθε γωνιά της πόλης. Η υποψήφια γκόµενα τον ξεθεώνει. Στην πραγµατικότητα ο ισπανός (από τη Βαρκελώνη) σκηνοθέτης, µε µαεστρία που σπάνια µπορείς να συναντήσεις στον σύγχρονο κινηµατογράφο, παίζει µε τα βλέµµατα, σαρώνει την πόλη, σε τυφλώνει µε την αναγεννησιακή οµορφιά των κοριτσιών και µε το τίποτα υπογράφει µία από τις πιο καλόγουστες και φινετσάτες ταινίες των τελευταίων χρόνων. Το είδα δύο φορές και το φχαριστήθηκα! Βαθµοί=7

Ο καλύτερος ήχος µετά τη σιωπή

Για να πω όλη την αλήθεια, ταινιάρα της εβδοµάδας και εξ όσων έχω δει µέσα στις δέκα καλύτερες της χρονιάς το «Βal», Μέλι, του Σεµίχ Καπλάνογλου από τη Σµύρνη - Τουρκία. Η ραφιναρισµένη κοµψότητα στη σκηνοθεσία, η χειροποίητη κατασκευή του και ο µελωδικός ήχος της σιωπής του στάζουν µέλι σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής σου! Ο Καπλάνογλου λοιπόν, σχεδόν άγνωστος εν Ελλάδι, ηλικίας 47 ετών. Μια ανάσα πίσω από τον κορυφαίο ποιητή Νουρί Μπίλγκε Τσεϊλάν. Τον εγκέφαλο τριών αριστουργηµάτων: «Usak», «Κλίµατα αγάπης» και «Τρεις πίθηκοι». Από κοντά και ο Καπλάνογλου. Με τριλογία και αυτός: «Μurta», «Sut» και τώρα «Βal». Τα δύο πρώτα δεν τα είδαµε. Κρίµα. Και τα τρία µε τον ίδιο χαρακτήρα. Τον Γιουσούφ. Με αντίστροφη πορεία. Σαν ατελείωτο φλας µπακ. Ο Γιουσούφ µεγάλος, ύστερα νέος και στο «Μέλι» µικρός. Τρεις ιστορίες µε τρεις λέξεις: Γάλα, Αυγό, Μέλι. Σα να λέµε Ψωµί και Αλάτι. Τα πρωταρχικά. Τα στοιχειώδη. Τα µοναδικά!

Η ιστορία στο χωριό, το βουνό, το δάσος, τις µέλισσες και στη σιωπή. Μια ιστορία δύο προσώπων, του πατέρα και του γιου. Η πορεία του µεγάλου, η κληρονοµιά του µικρού.

Η αόρατη σκυταλοδροµία του µόχθου, της διακριτικής δηµιουργίας, της συµφιλίωσης, της ανιδιοτέλειας και της παράδοσης. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι.

Ολα συµβαίνουν σε µια αποµονωµένη ορεινή γωνιά της Τουρκίας.

Θα µπορούσε και της Ελλάδας. Μοναχοπαίδι ο Γιουσούφ. Μελισσοκόµος ο πατέρας του. Δυσλεκτικός ο Γιουσούφ. Ο χλευασµός των συµµαθητών του. Οπως ο πιτσιρικάς δυσκολεύεται µε τη Γλώσσα έτσι και ο πατέρας του µε τις µέλισσες. Γι’ αυτό κατασκευάζει και τοποθετεί κυψέλες στις πιο ψηλές κορυφές των δένδρων. Οσο όµως περνάει ο καιρός τόσο οι µέλισσες αποµακρύνονται. Ετσι αποφασίζει να διασχίσει µια µεγάλη απόσταση και να εγκαταστήσει τις κυψέλες του σε ένα µακρινό δάσος. Οσο πιο µακριά από το αγριεµένο και αλλοτριωµένο πλήθος τόσο η αρµονική κοινωνία των µελισσών πολλαπλασιάζεται και βγάζει µέλι καθαρό.

Επειδή όµως οι ηµέρες περνούν και ο πατέρας δεν επιστρέφει, ο Γιουσούφ αποφασίζει να τον αναζητήσει διασχίζοντας πρωτόγνωρες περιοχές και επικίνδυνα µονοπάτια.

Μια τόση δα «παλιοµοδίτικη» ιστορία, στην ανάπτυξή της και τον ποιητικό, δωρικό ρεαλισµό της καταλήγει να λέει τόσα όσα η Ποίηση ενός Ναζίµ Χικµέτ (1902 - 1963). Γιατί ο Γιουσούφ δυσλεκτικός; Επειδή πρώτα το βλέµµα, η παρατήρηση, η γλώσσα του σώµατος και η βαθύτερη ουσία των σχέσεων. Γιατί µελίσσια; Μα επειδή οργανωµένη, εκ του φυσικού, η δική τους κοινωνία. Γιατί µελισσοκόµος ο Γιακούπ; Μα φυσικά, επειδή αυτός ο µοναδικός άνθρωπος, ξεχωριστός που εκ του φυσικού του είναι συµφιλιωµένος µε το περιβάλλον και τη φύση. Γιατί η πορεία µέσα από το δάσος; Μα επειδή από αυτή τη δοκιµασία ο µικρός Γιουσούφ θα ωριµάσει και το πρόβληµά του θα ξεπεράσει. Είπαµε. Τα στοιχειώδη. Τα πρωτογενή. Τα πρωταρχικά. Τα τόσο δυσεύρετα και τόσο απλά.

Ψιλοβελονιά η εικαστική επεξεργασία της σκηνοθεσίας. Σαν ο Κισλόφσκι να έχει εγκατασταθεί στο δάσος. Σαν ο Ταρκόφσκι να ξανασκηνοθετεί σε µια ειρηνική περίοδο «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν».

Και σαν ο Νουρί Μπίλγκε Τσεϊλάν να στήνει µια ιστορία για τα χρόνια της αθωότητας. Σας βεβαιώ, βλέποντας τον µόχθο του µελισσοκόµου σε αυτό το ορεινό χωριό αισθάνθηκα στο πετσί µου τη διαδικασία της χειροποίητης κατασκευής και την ανάσα του Γιουσούφ. Λύτρωση βλέµµατος. Ανάταση ψυχής. Οσο υπάρχουν άνθρωποι τόσο και µεγαλώνει η ελπίδα για τη σωτηρία της Γης!
   «Μέλι»
    Πατέρας και γιος Μέλισσες σε ορεινό χωριό Ποίηµα εικαστικό
   Βαθµοί = 9

   Ο ξεχωριστός Μπεν Αφλεκ

Ρισκάρω προφητεία. Ο Μπεν Αφλεκ, αυτό το ηθοποιάκι που πουλάει τη µούρη του σε διάφορες χαλκοµανίες, θα αποδειχτεί στο τέλος της καριέρας του ο καλύτερος επίγονος του (σκηνοθέτη) Κλιντ Ιστγουντ. Μέτριος ως ηθοποιός, πρωτοκλασάτος ως σκηνοθέτης!

Παράδειγµα το «Gone baby Gone» (Χωρίς Ιχνη), ένα ιδιαίτερο και «βιωµένο» φιλµ νουάρ που σκηνοθέτησε πριν από τρία χρόνια. Παράδειγµα το Οσκαρ σεναρίου που το µοιράστηκε µε τον κολλητό του Ματ Ντέιµον για τον «ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ» µε σκηνοθέτη τον Γκας Βαν Σαντ του 1997. Μέχρι τότε έπαιζε σε δευτεράντζες και τηλεοπτικές σειρές. Ωσπου το 1997 ο Κέβιν Σµιθ, ο σκηνοθέτης των «Clerks» (Υπάλληλοι), που το 1994 µε προϋπολογισµό µόλις 230.000 δολάρια καταφέρνει µόνο από τα ταµεία της Αµερικής να αποσπάσει 3 εκατοµµύρια δολάρια και κάτι ψιλά, τον επιλέγει για το «Chasing Αmy» (Ακολουθώντας την Εϊµι). Από τότε η µία επιτυχία µετά την άλλη. Οµως ο Μπέντζαµιν Γκέζα Αφλεκ - Μπολντ γουστάρει να σκηνοθετεί παρά να παίζει τον εραστή!

Μετά λοιπόν την εξαιρετική υποδοχή – από την κριτική – του «Gone Βaby Gone», επανέρχεται µε ένα σενάριο γραµµένο από τρεις (µεταξύ τους και αυτός) που φέρει τον τίτλο «Τhe Τown» και που περιέχει ορατά ίχνη παλιάς, σκληρής γκανγκστερικής ιστορίας. Οnly for men.

Από τη µία αναφέρεται στην «Ενταση» (Ηeat - 1995) του Μάικλ Μαν µε τη θρυλική µονοµαχία Ρόµπερτ Ντε Νίρο - Αλ Πατσίνο. Και από την άλλη στη «Χαριστική βολή» (State of Grace - 1990) του Ελληνοαµερικανού Ρhil Joanou µε Σον Πεν, Γκάρι Ολντµαν, Τζον Τορτούρο, Εντ Χάρις, Ρόµπιν Ράιτ. Από την «Ενταση» δανείστηκε τους χαρακτήρες ληστών και µπουκαδόρων. Από το «State of Grace» την κλειστή κοινωνία Ιρλανδών. Δηλαδή τον ΙRΑ. Στον δρόµο – δυστυχώς – ξέχασε να συµπεριλάβει τη «Μικρή Οδησσό» (Little Οdessa) του Τζέιµς Γκρέι µε Τιµ Ροθ. Δεν του πήγαινε ο µινιµαλισµός. Τον προσπέρασε και πορεύτηκε θορυβωδώς. Wrong!

Τέσσερις ιρλανδέζικες σκατόφατσες, µασκαρεµένοι για να µην τους αναγνωρίσουν, µπουκάρουν σε τράπεζα, τα κάνουν όλα λίµπα, γλείφουν το χρηµατοκιβώτιο και καλού - κακού απάγουν τη διευθύντρια ως ασπίδα για ενδεχόµενα πυρά της Αστυνοµίας. Επειτα ελευθερώνουν την όµηρο και µοιράζονται τη λεία. Οµως επειδή µια άλλη σκατόφατσα, πράκτορας του FΒΙ αυτός, έχει πεισµώσει και τα κάνει όλα άνω - κάτω, ένας από την τετραµελή συµµορία διπλαρώνει τη διευθύντρια, τη φλερτάρει, την ερωτεύεται και µαζί της πέφτει στο κρεβάτι. Από εδώ αρχίζει ο εκτροχιασµός. Γιατί µαθαίνουµε ότι η µάνα του τον είχε εγκαταλείψει όταν ήταν µωρό και ότι ο πατέρας του (Κρις Κούπερ) είναι φυλακή. Κάπου εδώ µπαίνει ο Φρόυντ της προσχολικής ηλικίας. Ετσι ο Νταγκ (Μπεν Αφλεκ) αν και κλέφτης, δεν είναι killer όπως ο «αδελφός» του ο Τζίµι (Τζέρεµι Ρένερ).

Στον οποίο Τζίµι τα πάντα οφείλει.

Γιατί η οικογένειά του τον περιέθαλψε, αλλά και γιατί µε την αδελφή του την Κρίστα (Μπλέικ Λάιβλι) τα έφτιαξε. Ο εκτροχιασµός από το gangster story συνεχίζεται ολοταχώς. Ετσι ο Νταγκ κοµµένος στα δύο. Από τη µια άοπλος, αφοπλισµένος µε την Κλερ (Ρεµπέκα Χολ), τη διευθύντρια ντε, ερωτευµένος. Από την άλλη ο Τζίµι και η Κρίστα να τον τραβάνε από το µανίκι. Τώρα ένα τελευταίο κόλπο σχεδιάζει. Πίσω του την ιρλανδέζικη, µαφιόζικη οικογένεια θέλει να παρατήσει. Και µπροστά του ορθώνεται θολό τοπίο που πρέπει να διασχίσει. Οµως πριν προχωρήσει, πρέπει έναν γέρο ιρλανδό µαφιόζο (Πιτ Ποστλεθγουέιτ) να ξεπληρώσει και τα χρέη του να ξοφλήσει.

Με έναν λόγο όλα µέσα. Και ληστείες και ροµάντζο και µαφία και ψυχανάλυση και ΙRΑ. Ο,τι πρέπει για να αποδοµήσεις µια γκανγκστερική ιστορία. Τέλος πάντων.

Οµως και παρ’ όλα αυτά τρία τα επιτεύγµατα αυτού του εγχειρήµατος που εκτροχιάζεται από το σενάριο και την ιστορία: οι ερµηνείες. Κυρίως του Τζέρεµι Ρένερ, του Τζον Χαµ (πράκτορας Φρόλι) και του Πιτ Ποστλεθγουέιτ. Αλλά και του Μπεν Αφλεκ που «τσαλακώνει» τη γοητεία του και ανορθώνει τη σκληρότητά του.

Η σκηνοθεσία του δεύτερου µέρους.

Και η δραµατουργική σύνθεση των αποφασισµένων Ιρλανδών µε τον ΙRΑ. Τουτέστιν nice try Βen!

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ on-line.ΔΗΜ.ΔΑΝΙΚΑΣ