Πέντε µήνες προτού εισβάλλει µαζί µε τις ΗΠΑ στο Ιράκ, η Βρετανία είχε καθήσει στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων µε µερικές από τις µεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσµο.
Αντικείµενο των συζητήσεων, σύµφωνα µε απόρρητα...
κυβερνητικά έγγραφα τα οποία αποκάλυψε χθες η βρετανική εφηµερίδα «Ιντιπέντεντ», ήταν η εκµετάλλευση των πετρελαϊκών αποθεµάτων του Ιράκ.
Τα ντοκουµέντα που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δηµοσιότητας, εγείρουν νέα ερωτήµατα όσον αφορά τον ηγετικό ρόλο της Βρετανίας κατά την εισβολή στο Ιράκ· ένα ζήτηµα που δίχασε το υπουργικό συµβούλιο του Τόνι Μπλερ και µία απόφαση που ελήφθη µετά τους ισχυρισµούς του βρετανού πρωθυπουργού ότι ο Σαντάµ Χουσεΐν είχε στην κατοχή του όπλα µαζικής καταστροφής.
Τον Μάρτιο του 2003, λίγο πριν αρχίσει η επιχείρηση, η εταιρεία Shell χαρακτήριζε ανακριβείς τις πληροφορίες που την ήθελαν να βρίσκεται σε συζητήσεις µε την Ντάουνινγκ Στριτ για το πετρέλαιο του Ιράκ. Σε ανάλογο µήκος κύµατος, η BP αρνιόταν κάθε «στρατηγικό ενδιαφέρον» στο Ιράκ και ο Τόνι Μπλερ χαρακτήριζε τη θεωρία περί συνωµοσίας για το πετρέλαιο ως την «πλέον ανόητη».
Ωστόσο, τα τουλάχιστον 1.000 απόρρητα έγγραφα, τα οποία η εφηµερίδα απέκτησε έπειτα από αίτηµα του ακτιβιστή και συγγραφέα Γκρεγκ Μάτιτ, βασισµένο στον νόµο περί ελευθερίας της ενηµέρωσης, δηµιουργούν µία εντελώς διαφορετική εικόνα.
Χαρακτηριστική είναι µία συνοµιλία που φέρεται να είχε η βαρόνη Σάιµονς, τότε υπουργός Εµπορίου, µε αξιωµατούχους της BP. Σύµφωνα µε τα στοιχεία που προέκυψαν, η Σάιµονς τους διαβίβασε την άποψη της κυβέρνησης, ότι οι βρετανικές εταιρείες ενέργειας θα έπρεπε να µοιραστούν τα τεράστια αποθέµατα πετρελαίου και αερίου του Ιράκ, ως ανταµοιβή για τη στρατιωτική δέσµευση του Μπλερ στα αµερικανικά σχέδια για ανατροπή του καθεστώτος.
Απο τα απορρητά έγγραφα προκύπτει επίσης, ότι η Σάιµονς συµφώνησε να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση Μπους εκ µέρους της BP.
Και αυτό διότι, ο πετρελαϊκός γίγαντας φαίνεται πως φοβόταν ότι η Ουάσιγκτον τον είχε αποκλείσει από µυστικές διαπραγµατεύσεις που είχε µε τις κυβερνήσεις Γαλλίας και Ρωσίας, καθώς και µε τις εταιρείες ενέργειας των χωρών αυτών. Στις 6 Νοεµβρίου 2002, σύµφωνα µε το δηµοσίευµα της «Ιντιπέντεντ», το Φόρεϊν Οφις κάλεσε εκπροσώπους της BP να µιλήσουν για τις ευκαιρίες στο Ιράκ, «µετά την αλλαγή του καθεστώτος».
«Στο Ιράκ βρίσκεται το µέλλον του πετρελαίου. Η BP επιθυµεί απεγνωσµένα να βρεθεί εκεί και ανησυχεί µήπως πολιτικές συµφωνίες της στερήσουν αυτήν την ευκαιρία», αναφέρεται στα πρακτικά της συζήτησης.
Σε άλλη συνάντηση του πρώην διευθυντή του Φόρεϊν Οφις, υπεύθυνου για τη Μέση Ανατολή, µε πετρελαϊκούς οµίλους, στις 2 Οκτωβρίου 2002, ο Εντουαρντ Τσάπλιν φέρεται να προχώρησε στην εξής δήλωση: «∆εν γίνεται η Shell και η BP να µην έχουν µερίδιο στο Ιράκ για το καλό του µέλλοντός τους. Είµαστε αποφασισµένοι να πάρουµε ένα δίκαιο κοµµάτι της δραστηριότητας για τις βρετανικές εταιρείες στο Ιράκ µετά τον Σαντάµ».
Τα 20ετή συµβόλαια που υπογράφτηκαν ακριβώς µετά την εισβολή, θεωρούνται από τα µεγαλύτερα και πλέον σηµαντικά στην ιστορία της πετρελαϊκής βιοµηχανίας, δεδοµένου ότι καλύπτουν περίπου τα µισά αποθέµατα του Ιράκ: 60 εκατοµµύρια βαρέλια, τα οποία εξαγόρασαν όµιλοι όπως η BP και η Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρεία της Κίνας (CNPC).
ΠΗΓΗ: τα νεα on-line