21 Αυγ 2011

Τι θα κερδίσουν κοινωνία και πανεπιστήμια; Του Θεόδωρου Παπαθεοδώρου


Το σχέδιο νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση αναμένεται να εισαχθεί προς συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, εν μέσω κρίσιμων οικονομικών και πολιτικών γεγονότων για τη χώρα και την Ευρώπη.
Στο διάστημα που προηγήθηκε, δημοσιεύτηκαν δεκάδες σχετικά άρθρα...
ενώ δεν έλειψαν οι υπερβολές και οι αφορισμοί εναντίον όσων αμφισβήτησαν τη διαδικασία και το περιεχόμενο της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, κατατάσσοντάς τους συλλήβδην σε «συντεχνίες βολεμένων πανεπιστημιακών», «εξαρτημένους με ιδιοτελείς προσωπικούς σχεδιασμούς», έως και σε «συνδικαλιστές τύπου ιδιοκτητών ταξί».

Απορίας άξιον μεν το επίπεδο των «επιχειρημάτων», αναμενόμενες δε οι υπερβολές. Σε κάθε περίπτωση, αυτά αποτελούν μια «μικροϊστορία» στην υπόθεση της μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. Νομίζω, ότι πλέον πρέπει να παραμερίσουμε αυτές τις επικοινωνιακές εκδηλώσεις ενός ορισμένου ύφους και ήθους και να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα.

Το κυρίαρχο και τελικό διακύβευμα του όλου εγχειρήματος είναι ένα: 
«τι θα κερδίσουν τα πανεπιστήμια και η κοινωνία από το νόμο που θα ψηφιστεί;»

Είναι δεδομένο ότι ένας νόμος δεν επιφέρει αυτόματα αλλαγές, ούτε μεταμορφώνει διά μαγείας την πραγματικότητα. Αν αποδειχθεί ικανός να διαμορφώσει ευρύτερες ακαδημαϊκές, πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, τότε θα λειτουργήσει καταλυτικά για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου στο πανεπιστήμιο, στηριζόμενου στη συμβολή της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αντίθετα, ένας νόμος που θα βασισθεί σε μία συγκρουσιακή αναμέτρηση δυνάμεων υπουργείου, πανεπιστημίων και- εν τέλει- κοινωνίας είναι εξαρχής καταδικασμένος να κινηθεί στην κατεύθυνση του μηδενικού κέρδους.

Θέλω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει πανεπιστημιακός, υπεύθυνος πολιτικός ή εχέφρων πολίτης που να επιθυμεί χαοτικές καταστάσεις στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ιδιαίτερα την κρίσιμη αυτή περίοδο που διανύει η χώρα, ας σκεφθούμε ότι όταν ανατρέπονται όλες οι ισορροπίες, το εκκρεμές του χάους ανασυγκροτεί δυνάμεις και ομαδώσεις σε άλλα, παράξενα, σημεία ισορροπίας, συχνά εκτός κοινωνίας.  
Επομένως, ο πειραματισμός του μηδενικού κέρδους πρέπει να αποκλειστεί ως επικίνδυνος για το πανεπιστήμιο και την κοινωνία.

Είναι επίσης δεδομένο ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο χρειάζεται ουσιαστικές αλλαγές, ικανές να ανατρέψουν τις υστερήσεις, τις παθογένειες και τις αγκυλώσεις που παρήγαγαν τα σημερινά προβλήματα.
Αυτά, εξαρχής, ορισμένοι τα απέδωσαν στις «κακές» διοικήσεις των ιδρυμάτων, στην «αμαρτωλή» συνδιοίκηση με τους φοιτητές, στην αναξιοκρατία, στις πελατειακού τύπου εξαρτήσεις, στην εξουσιομανία μίας κάστας πανεπιστημιακών με ύποπτα συμφέροντα κλπ.
 
Η αλήθεια είναι, ότι τίποτα φαύλο από το υφιστάμενο καθεστώς δεν είναι υπερασπίσιμο. Μπορεί να μην υπάρχει συλλογική ευθύνη για το φαύλο, αλλά υπάρχει, ιδιαίτερα σήμερα, ευθύνη της πανεπιστημιακής κοινότητας για την καταπολέμησή του.

Αλήθεια είναι, επίσης, ότι αν και η κριτική που ασκείται είναι επικοινωνιακά εύληπτη, και χονδροειδώς απλουστευτική, αποδεικνύεται τελικά ανεπαρκής για να συγκαλύψει την επιστημονική παραγωγή των ελληνικών πανεπιστημίων, τα οποία, σε συνθήκες υποχρηματοδότησης και ελλειμματικής ερευνητικής υποστήριξης, έχουν κατακτήσει ανταγωνιστικά, την τελευταία εικοσαετία, μία αναγνωρίσιμη και σε ορισμένους τομείς ισχυρή θέση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Επομένως, ο κοινός στόχος σήμερα πρέπει να είναι η ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη αυτής της παραγωγής προς όφελος της παιδείας και της κοινωνίας και όχι η απαξίωσή της.

Στόχος όλων μας πρέπει να είναι, να ξαναφέρουμε τους φοιτητές στα αμφιθέατρα και στα εργαστήρια, να δώσουμε μέσα και κίνητρα στους ερευνητές για παραγωγή νέας γνώσης, να εφαρμόσουμε σταθερά διαδικασίες αξιολόγησης, ελέγχου και αξιοκρατίας και να επενδύσουμε στα πανεπιστήμια για την έξοδο από την κρίση. 
Από μια τέτοια πολιτική θα κερδίσουν το πανεπιστήμιο και η κοινωνία.

Είναι δεδομένο, τέλος, ότι το προς συζήτηση νομοσχέδιο χρήζει σημαντικών αλλαγών για να σηματοδοτήσει μία ουσιαστική μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση και να διαμορφώσει συνθήκες σύμπραξης της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Επιγραμματικά θα αναφέρω την ανάγκη:
α) διατήρησης του τμήματος ως ακαδημαϊκής μονάδας βάσης, υπεύθυνης για το περιεχόμενο των σπουδών και την ισχύ των πτυχίων,
β) ενίσχυσης της έρευνας, 
γ) απόδοσης αποκλειστικά ελεγκτικών και εποπτικών αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο Ιδρύματος και αποφυγής της διαρχίας στη διοίκηση,
δ) εκλογής του πρύτανη από το σώμα της πανεπιστημιακής κοινότητας (σύστημα στάθμισης, αντιπροσώπευσης),
ε) εκλογής του κοσμήτορα από τα μέλη ΔΕΠ της οικείας σχολής,
στ) απόδοσης αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στη σύγκλητο,
ζ) σύνδεσης της χρηματοδότησης με τις πραγματικές αναπτυξιακές ανάγκες των Ιδρυμάτων, με βάση την αξιολόγηση και το στρατηγικό σχεδιασμό τους και
η) πρόβλεψης ικανής μεταβατικής περιόδου για την υλοποίηση των βασικών ακαδημαϊκών και διοικητικών αλλαγών.

Τις επόμενες μέρες, η ευθύνη για την ορθή νομοθέτηση της μεταρρύθμισης στην ανώτατη εκπαίδευση επαφίεται στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Απαιτείται συναίσθηση της δημόσιας οφειλής προς την παιδεία και βούληση υπέρβασης των αντιθέσεων, από την οποία θα εξαρτηθεί τελικά το όφελος για το πανεπιστήμιο και την κοινωνία.

Οσοι, δε, φαντασιώνονται φθινοπωρινές «μπάχαλες» λύσεις-άλλοθι ή επενδύουν υστερόβουλα σε διαλυτικές εντάσεις, θα βρουν συντεταγμένο το πανεπιστήμιο απέναντί τους.

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Π. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
ΠΗΓΗ: enet.gr