21 Αυγ 2011

Η Ευρώπη δεν χρειάζεται να περιμένει τη Γερμανία


Του Μάρτιν Σαντμπού
Το μέγεθος μετράει. 
Αυτό είναι το μάθημα που πρέπει να πάρουμε από τη συζήτηση που έλαβε χώρα στο Κογκρέσο, αναφορικά με το ανώτατο όριο του δημοσίου χρέους και την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από την...
Standard & Poor, που δεν αύξησαν τις αποδόσεις των ομολόγων.


Είναι το ίδιο μάθημα που πρέπει να πάρουμε και από την Ιαπωνία, που συνδυάζει τις χαμηλότερες αποδόσεις ομολόγων και ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια χρέη.


Το μάθημα αυτό έχει μία και μόνο επίπτωση για τις χώρες της Ευρωζώνης: θα πρέπει να ενώσουν τα χρέη τους - με ή χωρίς τη συμμετοχή της Γερμανίας. Τα πλεονεκτήματα του να δημιουργηθεί μία αγορά χρέους αντίστοιχου μεγέθους - ικανή να συναγωνιστεί τις αγορές χρέους της ΗΠΑ και της Ιαπωνίας - θα υπερέβαιναν σαφώς τα κόστη.


Το μέγεθος αποτελεί τη βάση της δυνατότητας δανεισμού που διαθέτει ένα κράτος.
Το συνολικό απόθεμα των αμερικανικών τίτλων του Δημοσίου σε εκκρεμότητα είναι 9.500 δισ. δολάρια. Για την Ιαπωνία είναι 875.000 δισ. γιέν (7.000 δισ. ευρώ). Ακόμη και με την αφαίρεση των εμπορεύσιμων μετοχών που διαθέτουν οι δημόσιοι τομείς των δύο χωρών (κυρίως της Ιαπωνίας), το εμπορεύσιμο απόθεμα είναι τεράστιο.
Πράγματι, είναι σχεδόν αδύνατο για τους επενδυτές να αποφύγουν αυτά τα ομόλογα.
Έτσι, απλά, δεν τα αποφεύγουν: εν προκειμένω είναι μάλιστα πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν την Ουάσινγκτον για 10 χρόνια με επιτόκιο 2,3% και το Τόκιο με 1% ετησίως.

Συγκρίνεται αυτό με το τεμαχισμένο ανά χώρα ευρωπαϊκό χρέος;
  Στο τέλος του 2010, η Ιταλία είχε 1.500 δις ευρώ ομόλογα σε εκκρεμότητα, η Γερμανία 1.400 δισ. ευρώ, η Γαλλία 1.300 δισ. ευρώ (τα χρεόγραφα της Βρετανίας κυμάνθηκαν στις 960 δισ. λίρες ή 1.100 δισ. ευρώ). Οι συγκεκριμένες αγορές είναι ακόμη μετρήσιμες.
Έτσι οι επενδυτές μπορούν να τα εγκαταλείψουν πολύ ευκολότερα, απ' ό,τι μπορούν να κάνουν με τα αμερικανικά ή τα ιαπωνικά ομόλογα. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η αποχώρηση ενός δεδομένου μεγέθους επενδυτών από την αγορά ομολόγων μιας ευρωπαϊκής χώρας θα λειτουργήσει πολύ περισσότερο διασπαστικά από ό,τι θα λειτουργούσε σε μία μεγαλύτερη αγορά.


Αυτό έχει δύο συνέπειες.
Η μία έχει να κάνει με το ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, αν όχι όλα, πληρώνουν μεγαλύτερες αποδόσεις απ' αυτές που θα πλήρωναν ως μεμονωμένη οντότητα.
Η άλλη, έχει να κάνει με το ότι είναι πολύ πιο ευάλωτα στον πανικό της αγοράς, όταν οι επενδυτές ανησυχούν για τους κινδύνους αναχρηματοδότησης. Στη συγκεκριμένη συνέπεια, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, οφείλεται και η αστάθεια της αγοράς χρέους της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και η μετάδοση "της επιδημίας" στα ισπανικά και ακόμη και στα ιταλικά και γαλλικά ομόλογα.
Όταν αυτός ο πανικός απειλεί, μόνο δρακόντεια δημοσιονομικά μέτρα μπορούν να καθησυχάσουν τις αγορές, παρόμοια με αυτά που έλαβε προληπτικά η Βρετανία πέρυσι και που οι ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζονται να λάβουν από τότε. Αλλά έχοντας ως δεδομένο πως τέτοια μέτρα καταστέλλουν την οικονομία, κάθε άλλο παρά χρήσιμα είναι. Η παρατεταμένη στασιμότητα ολοένα και εντείνεται, το δημόσιο χρέος επιβαρύνεται και υποτιμάται η αξιοπιστία τόσο αποτελεσματικά όσο και η δημοσιονομική ασωτία.

Αν όμως είσαι αρκετά ευμεγέθης, αυτή η αυτοεκπληρούμενη δυναμική μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία διατηρούν δημοσιονομικό χώρο, για όταν υπάρχει βραχυπρόθεσμη ζήτηση. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον χώρο για επανεκκίνηση της ανάπτυξης, που με τη σειρά της θα βελτιώσει τη δημοσιονομική εικόνα.

Αυτή η επιλογή είναι υπαρκτή και για τις χώρες της Ευρωζώνης αν επιλέξουν να την χρησιμοποιήσουν και να επωφεληθούν από αυτήν.  
Η αντικατάσταση όλων των εθνικών ομολόγων (όχι όμως των δανείων) με κοινά ευρωομόλογα θα δημιουργούσε μία αγορά ύψους 5.500 δισ. ευρώ. Θα στηριζόταν από κυβερνήσεις που έχουν μικρότερο χρέος, μικρότερο έλλειμμα και μεγαλύτερη φορολογική δυνατότητα από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Οι μικρότερες αποδόσεις, ειδικά σε σύγκριση με το τρέχον μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα ήταν σχεδόν σίγουρες και θα αποκλειόταν η πιθανότητα αρνητικής αντίδρασης των αγοραστών ομολόγων.


Οπότε, τι ακριβώς περιμένει η Ευρωζώνη;
Η επίσημη απάντηση είναι, πως, αφού τα ευρωομόλογα απαιτούν αρκετές κοινές εγγυήσεις, είναι πολιτικά ανέφικτα. Επίσης - βάσει του ίδιου επιχειρήματος - είναι οικονομικά παρακινδυνευμένα, αφού συνετές και σπάταλες χώρες θα πληρώνουν τις ίδιες αποδόσεις και μειώνεται την αξιοπιστία των χωρών του πυρήνα που ακόμη χρήζουν μεγαλύτερης ασφάλειας. Αλλά οι συγκεκριμένες ενστάσεις είναι λιγότερο εντυπωσιακές από όσο φαίνονται.

Υπάρχουν πολλών ειδών τρόποι να περιοριστεί η επικινδυνότητα των κοινών εγγυήσεων.
Η έκδοση του Συνολικού Ευρωομολόγου, θα μπορούσε να αποφασισθεί με ψήφο πλειοψηφίας.
Θα μπορούσε να κατοχυρωθεί η προτεραιότητα των υποχρεώσεων αναφορικά με το Ευρωομόλογο μέσω νομοθετικής μεταρρύθμισης των συνταγμάτων των χωρών.
To απόθεμα του κοινού χρέους θα μπορούσε να καλυφθεί, για παράδειγμα με τη λογική των "μπλε" (κοινών) και "κόκκινων" (εθνικών) ομολόγων, όπως προτείνεται και από το βελγικό ινστιτούτο, Bruegel.
Tα κόστη εξυπηρέτησης των χρεών θα μπορούσαν εύκολα να διαφοροποιηθούν, χρεώνοντας τις χώρες με βάση το μερίδιο δανεισμού τους.

Η πραγματική απάντηση, ωστόσο, είναι, πως η Ευρώπη περιμένει τη Γερμανία, της οποίας οι πολίτες είναι αλλεργικοί σε οτιδήποτε έχει να κάνει με "ενοποίηση", της οποίας οι ηγέτες πιστεύουν πως η χώρα θα πρέπει να πληρώνει υψηλότερες αποδόσεις με τα ευρωομόλογα, από αυτές που πληρώνει με τα bunds (γερμανικά ομόλογα).


Η λύση είναι να αφεθεί το Βερολίνο πίσω. Ας πάρουμε την Ευρωζώνη χωρίς τη Γερμανία και τους ομοϊδεάτες της - τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, τη Φινλανδία και την Σλοβακία.
Επίσης, αποκλείεται η Ελλάδα, που σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ειδική μεταχείριση.
Οι υπόλοιπες 11 χώρες μπορούν να δημιουργήσουν μία αγορά ομολόγων ύψους 3.500 δισ. ευρώ με μακροοικονομικά στοιχεία οριακά χειρότερα από εκείνα του συνόλου της Ευρωζώνης.

Δεν υπάρχει κανένα οικονομικό εμπόδιο, που να μπορεί να κερδίσει τα πλεονεκτήματα του μεγέθους, ούτε κάποιο ανυπέρβλητο νομικό εμπόδιο. Οι χώρες που είναι πρόθυμες θα πρέπει να υπογράψουν μία νέα συνθήκη, συμβατή με τα ήδη υπάρχοντα καθήκοντα τους σε ό,τι αφορά τη νομισματική ένωση όπως αυτή ορίστηκε στη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Αυτό δεν χρειάζεται να γίνει σε σύγκρουση με την ρήτρα " της μη-διεξόδου", άλλωστε η συμφωνία για από κοινού δανεισμό δεν σημαίνει υιοθέτηση του χρέους μιας άλλης χώρας.


Έτσι τίθεται μόνο θέμα πολιτικής. Θα είναι σφαλιάρα για το πρωτόκολλο των Βρυξελλών η διαφορετική πορεία ενός υποσυνόλου της Ευρωζώνης.
Μία τέτοια πρωτοβουλία είναι τόσο αντίθετη στο ευρωπαϊκό πνεύμα, όσο αντίθετη είναι σε αυτό και η γερμανική ιδιοτροπία.
Είναι απόλυτα δικαιολογημένο για τις χώρες που θέλουν να προστατεύσουν την ευημερία τους, να ενώσουν τις κυριαρχίες τους.
Η Γερμανική ιδιοτροπία άλλωστε θα ήταν δικαιολογημένη, αν το Βερολίνο θα έπρεπε να πληρώσει για το πόνημα, αλλά το όλο θέμα είναι ότι δεν θα πρέπει να το κάνει.

Πώς θα καταπινόταν μια τέτοια κίνηση από τη Γερμανία;
Οικονομικά, το Βερολίνο μπορεί να δει το οικονομικό του πλεονέκτημα να διαβρώνεται, αν οι επενδυτές δουν μια εναλλακτική ευρωπαϊκά εκφρασμένη αγορά ομολόγων, που είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και οικονομικά ελκυστική.
Πολιτικά, οι ψηφοφόροι μπορεί να φοβηθούν πως έχασαν το τρένο της ευρωπαϊκής "τελείωσης" πολύ περισσότερο από ό,τι φοβούνται πως θα γίνουν οι "χορηγοί" της Ευρώπης.
Αν είναι έτσι, τότε η δύναμη βρίσκεται στα χέρια των άλλων μελών της Ευρωζώνης. Και θα πρέπει να την χρησιμοποιήσουν.

Από τους Financial Times
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή
ΠΗΓΗ: tvxs.gr