Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Μια μόνον νέα ταινία, η «Μαύρη Αφροδίτη» ανοίγει από την Πέμπτη 21 Απριλίου στις αίθουσες και έξι ακόμα κάνουν πρεμιέρα από την... Κυριακή του Πασχα.
Ντοκιμαντέρ που σε στέλνει σε άλλη διάσταση
«Εβλεπε τα πάντα, ακόμα και με κλειστά τα μάτια» ακούμε να λέει μία από τις συνεργάτιδες της πρωτοπόρου χορογράφου και χορεύτριας Πίνα Μπάους στο σπουδαίο ντοκυμαντέρ «Πίνα Μπάους 3D» («Pina 3D», Γερμανία, 2011) του Βιμ Βέντερς.
«Προσπαθώ να τη φανταστώ στον πόνο της και στη μοναξιά της ενώ βρίσκομαι πάνω στη σκηνή. Κανείς δεν με διάβασε όπως η Πίνα». Κάποιος άλλος την παρομοιάζει με τεράστιο σπίτι του οποίου η σοφίτα είχε πολλούς κρυμμένους θησαυρούς. Οσοι όμως περιμένουν από το τρισδιάστατο ντοκυμαντέρ του Βέντερς στοιχεία ακαδημαϊκής βιογραφίας για την Μπάους (γεννήθηκε τότε, μεγάλωσε έτσι κ.ο.κ.) μάλλον θα μείνουν με άδεια χέρια.
Ο σκηνοθέτης περιορίστηκε 100% στο έργο της και είναι τόσο μεγάλος θαυμαστής της Μπάους που θεωρεί ότι ακόμη και ο όρος «μοντέρνος χορός» δεν της ταιριάζει.
«Η δουλειά της σχετίζεται με αυτά που όλοι μας λέμε στον εαυτό μας μέσω των κινήσεων» είπε στην παρουσίαση της ταινίας του στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου. Η τεχνική της ήταν σχεδόν επιστημονική: πώς μπορούμε να διαβάσουμε το ποιοι είμαστε από το πώς κινούμαστε;».
Εδώ και 25 ολόκληρα χρόνια ο γερμανός σκηνοθέτης είχε στα σχέδιά του να γυρίσει κάποτε μια ταινία για την Μπάους. Μιλά ακόμη για το πολιτισμικό σοκ που είχε πάθει όταν είδε για πρώτη φορά το έργο της «Cafe Muller».
Οσο για το 3D ήταν η λύση των προβλημάτων του στην έκφραση που αναζητούσε. Η ιδέα να γυρίσει την ταινία τρισδιάστατη του ήρθε το 2009 όταν είδε ένα ντοκυμαντέρ τριών διαστάσεων για τους U2.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ακριβώς τη χρονιά που αποφάσισε να αρχίσει τα γυρίσματα της ταινίας και ενώ η Μπάους είχε συμφωνήσει, εκείνη πέθανε. Αν οι συνεργάτες της δεν επέμεναν, παρά τον θάνατό της, να τη γυρίσει, ο σκηνοθέτης θα είχε εγκαταλείψει το σχέδιο.
Σεβόμενος το έργο της καλλιτέχνιδας ο Βέντερς απέφυγε ακόμα και τις συνήθεις εγκωμιαστικές (και βαρετές) συνεντεύξεις που συνήθως ακούμε στα ντοκυμαντέρ. Αντιθέτως, έδωσε βήμα στους χορευτές της Μπάους να μιλήσουν με το σώμα τους για τη δασκάλα και το έργο της. Ο,τι λέγεται στην ταινία (λόγια ποιητικά και ποτέ ξύλινα) δεν λέγεται απευθυνόμενο στην κάμερα. Βλέπουμε τους χορευτές να κοιτούν τον φακό και ακούμε off την αφήγησή τους.
Για τις σόλο εμφανίσεις τους οι χορευτές άφησαν τον περιορισμένο χώρο της σκηνής και τις εκτέλεσαν σε δημόσιους χώρους και βιομηχανικά τοπία. Μένεις, στην κυριολεξία, με την τρίχα κάγκελο.
Καιρό είχα να δω ταινία του Βέντερς που πραγματικά να με ενθουσιάσει - για την ακρίβεια, η τελευταία ταινία του που είχα αγαπήσει ήταν το «Buena Vista Sociual Club». Φαίνεται ότι τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, το ντοκυμαντέρ αλλά και οι πειραματισμοί με τη γλώσσα του κινηματογράφου του ταιριάζουν περισσότερο.
Βαθμολογία: 4
Black magic woman
Βασισμένη σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, η «Μαύρη Αφροδίτη» (Venus noire, Γαλλία, 2010) του Αμπντελατίφ Κεσίς («Κους Κους και φρέσκο ψάρι») αναφέρεται στην περίπτωση της Σααρτζί, μιας υπέρβαρης γυναίκας από τη Νότια Αφρική που στις αρχές του 19ου αιώνα μεταφέρθηκε σκλάβα από την πατρίδα της στην Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκε σε σόου του Παρισιού παριστάνοντας, κυρίως, το άγριο ζώο. Αλυσοδεμένη μέσα σε κλουβί, η Σααρτζί (την υποδύεται μια αποκαλυπτική ερασιτέχνις ηθοποιός, η Γιαχίνα Τόρες) ήταν αναγκασμένη να περπατά στα τέσσερα και να υποκύπτει στις διαταγές των αφεντικών της, που εκμεταλλευόμενοι το ασυνήθιστο σώμα της το εξαντλούσαν με κάθε τρόπο. Τη βασάνιζαν χτυπώντας τη με καμτσίκι και μαστίγια και δεν την άφηναν να βγει από το κλουβί.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι ότι δείχνει τα φρικώδη αυτά σόου να βγάζουν στην επιφάνεια τα σαδιστικά απωθημένα ανθρώπων από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ενώ στην αρχή η Σααρτζί είναι το θέαμα των φτωχών και αγραμμάτων, αργότερα «προάγεται» και γίνεται θέαμα της αστικής τάξης αλλά και της αριστοκρατίας.
Ο τρόπος κινηματογράφησης αυτών των σκηνών έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι ο Κεσίς εστιάζει στα πρόσωπα και στις εκφράσεις τους με πολύ κοντινά, σχεδόν ασφυκτικά πλάνα. Προσωπική ένστασή μου, ωστόσο, είναι ότι οι σκηνές αυτές επαναλαμβάνονται τόσο πολύ, που κάποια στιγμή εξαντλούνται, αφού ως θεατής δεν υπάρχει κάτι περισσότερο που χρειάζεται να δει κανείς για να καταλάβει τα πάθη αυτής της γυναίκας.
Αν ο Μελ Γκίμπσον στα «Πάθη του Χριστού» εξουθένωσε τον θεατή γεμίζοντας την οθόνη με τις κομμένες σάρκες και το αίμα του Ιησού από τον ξυλοδαρμό του, ο Κεσίς κάνει το ίδιο με τον εξευτελισμό της Σααρτζί για να δείξει τα αρρωστημένα πάθη των θαμώνων των σόου, που εξωτερικεύονται όποτε βλέπουν τη Σααρτζί να δεινοπαθεί χωρίς να λέει τίποτε.
Τα αληθινά ζώα, μας λέει ο Κεσίς, είναι τελικά οι θαμώνες, αφού το «έκθεμα» αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα δείχνει και, κυρίως, διατηρεί αλώβητη την αξιοπρέπειά του.
Βαθμολογία: 3
Ανέκδοτα, φαΐ και αραλίκι στη βρετανική επαρχία
Το «Ταξίδι» («The journey»), τελευταία ταινία του παραγωγικότατου (και διαρκώς ανήσυχου) βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Γουιντερμπότομ, μοιάζει με αυτοσχέδια περιήγηση στη Βόρεια Αγγλία και την... κουζίνα της.
Ξεναγοί μας σε αυτή τη διαδρομή, δυο δημοφιλείς κωμικοί της Αγγλίας, ο Στιβ Κούγκαν και ο Ρομπ Μπράιντον οι οποίοι παίζουν με τα πραγματικά τους ονόματα. Υποτίθεται ότι για λογαριασμό του ενθέτου μαγειρικής μιας κυριακάτικης εφημερίδας, πρέπει να κάνουν κριτική σε μια σειρά εστιατορίων της Βόρειας Αγγλίας.
Ολη η ταινία λοιπόν είναι οι εμπειρίες τους από το ταξίδι στη βρετανική ύπαιθρο, την οποία διασχίζουν μέσα σε ένα τζιπ.
Ανεκδοτολογικού χαρακτήρα ταινία, με εύστροφες ατάκες ανάμεσα στους δυο κωμικούς (ο ένας σνομπ, ο άλλος φουκαράς) οι οποίοι χωρίς ακριβώς να είναι μια καινούργια εκδοχή του Χοντρού και του Λιγνού, έχουν απίστευτη χημεία μεταξύ τους. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο ίδιος σκηνοθέτης τούς είχε φέρει κοντά στην ταινία του «Tristram Shandy: A Cock and Bull Story».
Τέλος, το «Ταξίδι»« είναι επίσης μια ταινία που θες δεν θες σου ανοίγει την όρεξη. Και το εννοώ!
Βαθμολογία: 3
Βρώμικο χιούμορ αλλά γελάς
Οι αδελφοί Πίτερ και Μπόμπι Φαρέλι έχουν κάνει μόδα το χυδαίο, ακραίο και βρώμικο χιούμορ που μπορεί μεν ενίοτε να ενοχλεί, αλλά θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα, ότι δεν με κάνει να γελώ.
Οσο θυμάμαι κάποιες σκηνές από το «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη», για παράδειγμα, δεν κρατιέμαι. Ιδίως εκείνη όπου το πέος του Μπεν Στίλερ μαγκώνει στο φερμουάρ του.
Οι Φαρέλι ξαναχτυπούν με την κωμωδία «Εργένηδες για μια εβδομάδα» («Hall Pass», ΗΠΑ, 2011) όπου σκηνές σιχασιάς θα βρούμε αρκετές.
Το ξαφνικό φτάρνισμα αναγκάζει μια πολύ όμορφη γυναίκα να αφοδεύσει χωρίς να το καταλάβει.
Ενας άντρας λιποθυμά μέσα στο τζακούζι και όταν ξυπνά βλέπει δίπλα του το τεράστιο πέος ενός μαύρου και το μικρό σαν μπάμια ενός κοκκινοτρίχη.
Από τέτοιες σκηνές είναι γεμάτη η ταινία, η οποία όμως έχει τελικά τρυφερότητα (ναι, δεν αστειεύομαι), ενώ περιγράφει την προσπάθεια δυο φίλων (Οουεν Γουίλσον, Τζέισον Σεϊντάκις) να το ρίξουν έξω στη μία εβδομάδα «άδειας γάμου» που έχουν στη διάθεσή τους έπειτα από έγκριση των συζύγων τους.
Βαθμολογία: 2
Μπερδέματα στον χωρο-χρόνο
Οπως και το «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν, τα «Τελευταία οκτώ λεπτά» («Source code», ΗΠΑ, 2011) του Ντάνκαν Τζόουνς έχουν μια ιστορία που δεν περιγράφεται εύκολα μέσα σε λίγες γραμμές, αφού και οι δύο φλερτάρουν με τη «μεταφορά» στον χωρο-χρόνο και με παράλληλα σύμπαντα.
Εδώ, ένας πιλότος ελικοπτέρου του αμερικανικού στρατού (Τζέικ Τζίλενχααλ) βρίσκεται σε ένα τρένο, έχει άλλο πρόσωπο από αυτό που ξέρει και όταν το τρένο εκρήγνυται, μεταφέρεται σε έναν άλλο χωρο-χρόνο, όπου μαθαίνει ότι αποστολή του είναι να ξαναπάει πίσω στο τρένο και να βρει τη βόμβα που θα προκαλέσει την έκρηξη.
Η «μεταφορά» θα γίνει αρκετές φορές, αλλά η ταινία δεν είναι κωμωδία και έτσι το τρικ της «Μέρας της μαρμότας» εδώ δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Οπως καταλαβαίνετε, με τέτοιο σενάριο, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, θα πρέπει να είσαι πολύ μεγάλος μετρ για να κρατήσεις το ενδιαφέρον αμείωτο. Οπως είναι ο Τέρι Γκίλιαμ, ας πούμε. Θυμηθείτε τους «12 πιθήκους».
Ο Ντάνκαν Τζόουνς, που έχει στο ενεργητικό του το «Moon» (το ντεμπούτο του), αγαπά το σινεμά και ξέρει τι σημαίνει ατμόσφαιρα α λα Χίτσκοκ. Εδώ όμως άφησε την ταινία να του ξεφύγει, με αποτέλεσμα μόνον κάποιες σκηνές μέσα στο τρένο να σε κρατούν σε αγωνία.
Βαθμολογία: 2
ΠΗΓΗ: το βημα on-line