*«Το κάστρο της αγνότητας» («El Castillo de la Pureza»,
Πριν από αρκετό καιρό, όταν ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου παιζόταν στις αίθουσες σε Α' προβολή, είχε αρχίσει να κυκλοφορεί έντονα η φήμη ότι πρόκειται για «αντιγραφή» της ισπανικής ταινίας... «Το κάστρο της αγνότητας» («El Castillo de la Pureza», 1973, Μεξικό) του Αρτούρο Ριπστάιν.
Σήμερα, όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να συγκρίνουν τις δυο ταινίες και από μόνοι τους να κρίνουν. Η ταινία του Ριπστάιν προβάλλεται από την Πέμπτη 3 Μαρτίου στις αίθουσες για πρώτη φορά μετά την προβολή της στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (σε ένα αφιέρωμα στον Ριπστάιν). Προφανώς η διανομή της αυτή την εποχή δεν έγινε τυχαία, αφού ο «Κυνόδοντας» ήταν υποψήφιος για Οσκαρ. Ωστόσο, το καλό με την παρουσίαση της μεξικανικής ταινίας είναι ότι ανοίγει έναν διάλογο.
Δεν μπορώ να ξέρω αν πρόκειται περί απίστευτης συμπτώσεως ή εσκεμμένης αντιγραφής, πάντως, είναι σαφές ότι αν και πρεσβεύουν εντελώς διαφορετικά κινηματογραφικά στιλ, οι δυο ταινίες έχουν ομοιότητες σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά αλλά και στον γενικότερο προβληματισμό τους. Ενδεικτικώς: και στις δυο θα βρούμε μια πενταμελή οικογένεια κλεισμένη σε ένα σπίτι από το οποίο μόνον ο πατέρας βγαίνει στον έξω κόσμο. Και στις δυο ο πατέρας φέρεται καταπιεστικά προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Και στις δυο τα παιδιά συμπεριφέρονται σαν «φυτά». Κάποιες σκηνές μάλιστα, όπως εκείνη όπου τα βλέπουμε να παίζουν τυφλόμυγα, δεν θα μπορούσαν να μοιάζουν περισσότερο.
Ο Ριπστάιν στηρίχθηκε σε ένα αληθινό γεγονός της δεκαετίας του 1950 (όπου ένας άντρας, ο Ραφαέλ Περέζ Χερνάντεζ, κρατούσε την οικογένειά του κλειδωμένη στο σπίτι) για να κάνει ένα αλληγορικό σχόλιο για τον φασισμό κάτι που εν μέρει κάνει και ο Λάνθιμος, αν και στην περίπτωση της ελληνικής ταινίας, το σχόλιο έχει να κάνει λιγότερο με την πολιτική και περισσότερο με την ασφυξία στην οικογένεια.
Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει, είναι αν ο Λάνθιμος όφειλε να αναφέρει την πηγή της έμπνευσής του. Δεν μπορώ να είμαι 100% σίγουρος. Όταν ο Κουέντιν Ταραντίνο σκηνοθέτησε το «Reservoir dogs» ήταν ολοφάνερο ότι το «Χρήμα της οργής» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ανήκε στις ταινίες που τον έχουν επηρεάσει. Πουθενά στους τίτλους της ταινίας του Ταραντίνο δεν είδα να αναφέρεται η ταινία του Κιούμπρικ. Βέβαια, ο Ταραντίνο δηλώνει απερίφραστα ότι «κλέβει» διαρκώς από άλλες ταινίες, κάτι που δεν έκανε ο Λάνθιμος αφού ποτέ δεν αναφέρθηκε στον Ριπστάιν. Από την άλλη πλευρά βέβαια, σημασία έχει το τι κάνεις με αυτό που σε εμπνέει. Ο Λάνθιμος έκανε μια πολύ δυνατή ταινία που σοκάρει και προβληματίζει και δεν φεύγει εύκολα από το μυαλό σου, πράγμα που δεν συμβαίνει με την ταινία του Ριπστάιν. Σε δέκα χρόνια από σήμερα τον «Κυνόδοντα» θα τον συζητάμε. Τριάντα χρόνια από την εποχή του «Κάστρου της αγνότητας» ελάχιστοι το θυμούνταν.
Η ειρωνεία πάντως είναι ότι αν ο «Κυνόδοντας» δεν έμοιαζε στο «Κάστρο της αγνότητας», ενδεχομένως το «Κάστρο» να μην παιζόταν ποτέ στην Ελλάδα. Μπορεί ο Λάνθιμος όντως να δανείσθηκε από τον Ριπστάιν πάντως ο Ριπστάιν έγινε γνωστός χάρη στον Λάνθιμο.
Βαθμολογία: 2
*«Πως τελείωσε αυτό το καλοκαίρι» («How Ι ended this summer» / «Kak ya provyol etim letom», 2010, Ρωσία).
Δυο άνθρωποι, ένα μεγάφωνο και η απίστευτη ομορφιά του χιονισμένου τοπίου της Αρκτικής έτσι όπως αποτυπώνεται από τον φακό του κορυφαίου διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Πάβελ Κοστομάροφ, είναι τα υλικά του Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι για την δημιουργία της ταινίας «Πως τελείωσε αυτό το καλοκαίρι» («How Ι ended this summer» / «Kak ya provyol etim letom», 2010, Ρωσία).
Ταινία που με άνεση ξεχωρίζει στην σοδειά της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας που αρχίζει από την Πέμπτη.
Φόντο της ιστορίας ένας απομονωμένος μετεωρολογικός σταθμός σε κάποιο νησί της Αρκτικής. Το πλήρωμά του αποτελείται από δυο μόνον άντρες οι οποίοι ακολουθούν τις εντολές μιας φωνής προερχόμενης από τον ραδιοφωνικό πομπό της βάσης (η φωνή είναι τόσο επιβλητική που είναι από μόνη της ένας ρόλος).
Ο ένας, ο μεγαλύτερος και πιο έμπειρος (Σεργκέι Πουσκέπαλις) αντιμετωπίζει την δουλειά του με άκρατο σεβασμό, κυριολεκτικά εθισμένος σε αυτήν, τόσο που δεν βλέπει τίποτε άλλο στον κόσμο. Ο μικρότερος (Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν) που δουλεύει μόνον για την θερινή σεζόν, είναι απόφοιτος πανεπιστημίου και συμπεριφέρεται κάπως χαλαρότερα όπως άλλωστε το περιμένεις λόγω της ηλικίας του.
Η εμπειρία που θα ζήσουν οι δύο άντρες στην Αρκτική, θα διαμορφώσει ριζικά και θα απογειώσει την ταινία σε ένα πραγματικά σπουδαίο έργο τέχνης, ένα υπαρξιακό δράμα που δεν με άφησε σε ησυχία. Η επιτυχία του Πομπογκρέμπσκι (σκηνοθέτης της εξίσου πανέμορφης ταινίας «Ο δρόμος προς το Κοκτεμπέλ») βρίσκεται στον συνδυασμό του ανθρώπινου στοιχείου με το φυσικό τοπίο. Με το χιόνι, την ομίχλη, τον αέρα και τα πρόσωπα των ηρώων του, ο Ποπογκρέμπσκι δημιουργεί εικόνες που χαράσσονται βαθιά στην ψυχή σου.
Βαθμολογία: 4
*«Drive angry»
Οι επιρροές από τον κινηματογράφο σκηνοθετών όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ είναι εμφανείς στο «Drive angry» του Πάτρικ Λουσιέρ, μια καρτουνίστικης βίας περιπέτεια στην οποία ο Νίκολας Κέιτζ σκοτώνει αβέρτα κόσμο, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ίχνη της απαχθείσας εγγονής του. Αντίπαλοί του μια ομάδα σατανιστών και ο Λογιστής (Ντέιβιντ Φίχτνερ), ένας σούπερ cool τύπος με κοστούμι που μοιάζει με τον διάβολο και πολύ πιθανόν να είναι.
Καθότι η ταινία είναι γυρισμένη σε τρισδιάστατο φόρμα, το αίμα, τα κομμένα χέρια, τα κομμένα πόδια και τα χυμένα σπλάχνα πετάνε διαρκώς στην οθόνη με προορισμό τα μούτρα σου.
Το «μαύρο» χιούμορ σώζει κάπως την κατάσταση, αρκεί να έχεις το στομάχι και την διάθεση. Χάιλαιτ σε αυτό το 1000% trash movie η σκηνή στην οποία ο Κέιτζ κάνει σεξ με μια γκαρσόνα, πυροβολώντας αυτούς που του επιτίθενται με ένα μπουκάλι στο άλλο χέρι και ένα πούρο στο στόμα.
Α και να μην το ξεχάσω. Το νέο ξανθό look του Κέιτζ ο οποίος, ως γνωστόν, επιμένει να εμφανίζεται με διαφορετικό Μάλι από ταινία σε ταινία θυμίζει πια κακή εκδοχή του Τζόνι Χάλιντεϊ.
Βαθμολογία: 2
* Ο «Τρόπος του Μπάρνεϊ» («Barney’s version», ΗΠΑ, 2010)
Βασισμένος στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του Μόρντεκαϊ Ρίχλερ, ο «Τρόπος του Μπάρνεϊ» («Barney’s version», ΗΠΑ, 2010) είναι το χρονικό ενός όχι και τόσο συμπαθητικού και σίγουρα ανιαρού ανθρώπου (Πολ Τζιαμάτι) που, όλως παραδόξως, θα περάσει πολλά στην ζωή του, προτού φτάσει στο δυσάρεστο σημείο να ξεχάσει τα πάντα εξαιτίας της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Η ταινία ακολουθεί τα βήματά του στην Ευρώπη και στην Αμερική από την δεκαετία του ’70 μέχρι τις μέρες μας. Γάμοι, θάνατοι, έρωτας, απιστία αλλά και μια κατηγορία για δολοφονία συνθέτουν ένα σενάριο, που χωρίς ποτέ να καταλήγει σε κάτι συναρπαστικό, μπορεί να γαργαλήσει την περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω. Η ερμηνεία του Τζιαμάτι τον οδήγησε στις Χρυσές Σφαίρες, όχι όμως και στα Οσκαρ (όπως κανείς θα περίμενε, λόγω του ότι ο ήρωάς του πάσχει από κάτι και αυτό, συνήθως, σημαίνει …Οσκαρ).
Καταπληκτικός όμως είναι και ο Ντάστιν Χόφμαν που υποδύεται τον πατέρα του Τζιαμάτι σε έναν ρόλο - έκπληξη καθώς επαγγέλεται αστυνομικός και μάλιστα από τους σκληρούς!
Βαθμολογία: 3
*Οι «Ρυθμιστές» («The adjustement bureau», ΗΠΑ, 2011)
Οι «Ρυθμιστές» («The adjustement bureau», ΗΠΑ, 2011) του Τζορτζ Νόλφι είναι μια ακόμη περίπτωση αλλόκοτης ταινίας φαντασίας, που προσπαθεί να υλοποιήσει μια, τάχα μου δήθεν, πρωτότυπη ιδέα, με ένα σενάριο που έχει τόσες τρύπες όσο το ελβετικό τυρί.
Νεαρός πολλά υποσχόμενος πολιτικός που προορίζεται για γερουσιαστής της Νέας Υόρκης (Ματ Ντέιμον), χάνει τις εκλογές όταν μια κιτρινοφυλάδα ξεσκεπάζει αμαρτίες του παρελθόντος του. Με το που χάνει τις εκλογές, ο πολιτικός γνωρίζει μια γυναίκα (Εμιλι Μπλαντ) και την ερωτεύεται σφόδρα.
Ως εδώ ακούγεται ενδιαφέρον. Δηλαδή μέχρι το πρώτο τέταρτο. Όταν όμως ο τύπος χάνει την γυναίκα (για τρία ολόκληρα χρόνια), επειδή στην ζωή του έχουν εισέλθει οι Ρυθμιστές, τότε το πράγμα σκαλώνει. Και δυστυχώς οι Ρυθμιστές είναι η ταινία! Τι εστί Ρυθμιστές; Μια υπηρεσία που για να το θέσω όσο πιο κατανοητά μπορώ, ορίζει το μέλλον.
Τι ακριβώς είναι οι ρυθμιστές δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αγγελοι είναι; Θα σας γελάσω. Διάβολοι είναι; Μακάρι να’ ξέρα. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ντύνονται σαν πράκτορες του FBI επί εποχής Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, ότι ακινητοποιούν το μυαλό των ανθρώπων και ότι όταν ανοίγουν την «χ» πίσω πόρτα ενός εστιατορίου, μπορούν να βγουν σε κάποιο διαφορετικό σημείο της Νέας Υόρκης σύμφωνα με ένα τετράδιο που κουβαλούν σαν την Βίβλο.
Ο Ντέιμον (που παραμένει ένας καλός ηθοποιός ακόμα και όταν το σενάριο είναι μούφα) θα καταφέρει να τους βραχυκυκλώσει, αλλά το πρόβλημα είναι ότι μαζί τους βραχυκυκλώνει ο εγκέφαλος του θεατή, μπροστά σε ένα απίστευτο αλαλούμ που φλερτάρει με το θρίλερ, το αισθηματικό δράμα, ακόμα και με την κωμωδία, χωρίς να είναι απολύτως τίποτε.
Αν το είχαν κάνει μόνον θρίλερ, τουλάχιστον θα βλεπόταν γιατί θα είχε λίγη δράση. Όμως δεν έχει ούτε αυτό.
Βαθμολογία: 1
ΠΗΓΗ: το βημα on-line