27 Ιουλ 2011

Τι πρέπει να κάνουμε;


Απαντά ο συγγραφέας, Τέος Ρόμβος
Για μιαν άλλη πολιτεία μεταξύ ουρανού και γης. 
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις, αναγνώσεις και πάμπολλες οικονομικές αναλύσεις για το πώς φτάσαμε ως εδώ, υπάρχουν όμως και κάποιες μελέτες που επικεντρώνονται στην ιστορική...
πορεία της χώρας και ενθυμούμενός τες αγανακτώ.

Αγανακτώ, λοιπόν, με τα ιστορικά ψέματα, με τα οποία μας γαλούχησαν οι πνευματικοί μας ταγοί στήνοντας ένα ολόκληρο σύστημα ψευδών αξιών με την αποσιώπηση πολιτικών και γεγονότων όπως, για παράδειγμα, της μαζικής σφαγής δεκάδων χιλιάδων γυναικών, ανδρών, παιδιών από τον ήρωα Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά
Αγανακτώ διαβάζοντας για τη δολοφονία του Καποδίστρια, πριν καταφέρει να βάλει τις βάσεις για τη συγκρότηση ενός ελληνικού κράτους με ευρωπαϊκό προσανατολισμό
Αγανακτώ με τον ήρωα της επανάστασης Μακρυγιάννη, που έγινε μεγαλοκτηματίας και τοκογλύφος

Αγανακτώ με τους ομοεθνείς μου που κατάφεραν να εκμαυλίσουν τους Βαυαρούς, πριν εκείνοι καταφέρουν να οργανώσουν στοιχειωδώς τη χώρα
Αγανακτώ με το Βενιζέλο, που αφέθηκε στη γοητεία μιας Ελλάδας των πέντε θαλασσών
Αγανακτώ με τις ραδιουργίες του Παλατιού

Αγανακτώ και με τον Κ. Καραμανλή, που διέλυσε οικιστικά τη χώρα με την αντιπαροχή και τη λοκομοτίβα της ανάπτυξης –την οικοδομή
Κι αγανακτώ ακόμη με τα δέντρα που τον ψήφισαν το 1961
Αγανακτώ με τη χούντα των ηλίθιων στρατιωτικών και την 7ετία τους που μας έβαλε στο γύψο
Αγανακτώ με τον Α. Παπανδρέου και το ιστορικό «Τσοβόλα δώστα όλα»
Αγανακτώ και με τον Κ. Καραμανλή τον Β΄, που έβγαλε την τάπα από τη βάρκα

Αγανακτώ γενικώς με την πολιτική εξουσία, που πάντα διαπλεκόταν στενά με μια κομπραδόρικη αστική τάξη που επωφελούμενη από τους δεσμούς της με το κράτος πλιατσικολογούσε το δημόσιο κορβανά
Αγανακτώ επίσης σφόδρα και με όλους εκείνους που στριμώχνονταν στα βουλευτικά γραφεία για διορισμούς
Αγανακτώ και με τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και λοιπούς παραγωγούς, που ξέχασαν την ενασχόληση με το αντικείμενό τους και κατάντησαν επιδοτούμενοι επαίτες

Αγανακτώ με τους απίθανους μισθούς σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ, που προέκυπταν μέσα από υπόγειες διαπραγματεύσεις
Αγανακτώ με τους φοροφυγάδες
Αγανακτώ με τους μεγαλογιατρούς, φορτηγατζήδες, φαρμακοποιούς, ταξιτζήδες και, και, και…

Αγανακτώ με τη δικαιοσύνη που δεν ήταν τυφλή, ήταν όμως κουφή
Αγανακτώ…

Από παιδί με ενοχλούσε ο πολιτισμός της ανταγωνιστικότητας. Με ενοχλούσε αφόρητα το ότι ζούσαμε σε περιβάλλοντα όπου έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύουμε την ικανότητά μας στο κυνήγι του κέρδους, στην πίστη πως το χρήμα είναι υπέρτατη αξία και τέλος στην ανέλιξη στην εξουσία.  
Οι άνθρωποι γύρω μου ρίχνονταν με πάθος στην αρένα με τα λιοντάρια και στη συνέχεια προετοίμαζαν και τους επιγόνους τους για το στίβο.

Αυτός ο Πολιτισμός της Βαρβαρότητας δεν μου έκανε. Έμοιαζε με το παιχνίδι που παίζαμε μικροί, τότε που βγάζαμε έξω τα τσουτσούνια μας και τα μετράγαμε για το ποιος τον έχει πιο «μεγάλο».


Καταλάβαινα ότι αποζητούσα κάποιον άλλο πολιτισμό χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις. Ένα πολιτισμό της συμφωνίας και της συντροφικότητας. Και όπως συμβαίνει με όλα τα πλάσματα που κυριεύονται από εκείνη την παρόρμηση που σπρώχνει τα πουλιά και τα έντομα να δημιουργούν σμήνη, τα θηλαστικά αγέλες και τα ψάρια να γίνονται κοπάδια, έτσι κι εγώ ακολούθησα το μαγεμένο αυλό της εποχής μου και βρέθηκα με πλάσματα παρόμοια με εμένα και εισχώρησα σε ομάδες και σε κοινότητες. Ένιωθα επιτακτική την ανάγκη συνύπαρξης και επικοινωνίας και γι’ αυτό το λόγο αναζήτησα ανθρώπους φίλιους για να συμφωνήσουμε και να προχωρήσουμε μαζί στη σύνθεση.

Στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπου έζησα, συμμετείχα στα κινήματα των καταλήψεων και έζησα σε κοινόβια. Βρέθηκα με ανθρώπους που φλέγονταν από ιδέες, που οραματίζονταν έναν κόσμο αρμονικό, χωρίς βία, χωρίς ανταγωνισμούς, ανθρώπους ξένους στις θλιβερές λογικές του κέρδους. Δημιουργούσαμε τρόπους ζωής με μικρές ομάδες και δουλειάς σε μικρές κοινότητες μακριά από «τις αγορές εργασίας». Αποφασίζαμε από κοινού και μοιραζόμασταν τις μέρες μας, συζητούσαμε τους προβληματισμούς μας, τις ιδέες, τις αξίες.
Όραμά μας η απελευθέρωση του ανθρώπινου μυαλού από την κυριαρχία θρησκειών και δογμάτων, η απελευθέρωση από την κυρίαρχη λογική της ιδιοκτησίας, η απελευθέρωση από τη λογική ότι κάποιοι ειδικοί της εξουσίας πρέπει να μας κυβερνούν και να αποφασίζουν για όλους και όλα.
Μοιραζόμασταν τα πάντα, τα λίγα ή τα πολλά, όσα καθένας μας κατείχε βάζοντας ρεφενέ τον ενθουσιασμό μας, τον ερωτά μας, την αθωότητα, την ανεμελιά μας. Κάποιοι σίμωναν επιφυλακτικοί στην αρχή αλλά σιγά σιγά όλο και ξανοίγονταν, άλλοι κουβαλούσαν ένα τεράστιο εγώ κι άλλοι πάλι γίνονταν παρανάλωμα προσφοράς χωρίς προσχήματα, απλώς γενναιόδωρα.

Αυτά για τότε…

Σήμερα, βυθισμένοι πια στην κατάθλιψη της οικονομικής κρίσης, παρακολουθούμε τους έχοντες και κατέχοντες να εξάγουν τα χρήματά τους στις ελβετικές τράπεζες ποντάροντας στη χρεοκοπία της χώρας, ώστε να μπορέσουν να την αγοράσουν κοψοχρονιά.

Πού είναι άραγε εκείνοι οι «ευεργέτες», στους οποίους έκανε έκκληση ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος για να βοηθήσουν την οικονομία;

Πού είναι άραγε οι φωτισμένοι μεγιστάνες, που θα ιδρύσουν κάποιους εναλλακτικούς χρηματοπιστωτικούς φορείς στα πρότυπα μιας «Τράπεζας των Φτωχών» ή μιας «Ηθικής Τράπεζας»;

Δεν θα μπορούσαν άραγε τα παιδιά εκείνων που επενδύουν στην αθλιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου αγοράζοντας ΠΑΕ και ΚΑΕ και χρηματοδοτώντας στρατιές ηλιθίων, να επενδύσουν τα χρήματά τους στη δημιουργία τέτοιων εναλλακτικών χρηματοπιστωτικών φορέων, όπου σαν στόχο δεν θα έχουν τα υπέρογκα κέρδη, αλλά τη στήριξη, με χαμηλότοκα δάνεια, ατόμων και ομάδων που αποκλείονται από το παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Σήμερα βιώνουμε τα αποτελέσματα μιας κρίσης, που δεν είναι απλώς μια κρίση οικονομική αλλά μια βαθύτατη ηθική κρίση ενός ολόκληρου λαού που, τα τελευταία χρόνια, κομπάζοντας λόγω μιας πλαστής οικονομικής ευμάρειας, βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην εξατομίκευση, στην ιδιώτευση, στην έλλειψη αξιών και ιδεών, στο απόλυτο έλλειμμα πνευματικότητας και περιεχομένου ζωής.

Όλοι εμείς χαμένοι στην καθημερινότητα δεν αντιληφθήκαμε ότι βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στα προσωπικά μας προβλήματα χάνοντας την κοινωνική μας υπόσταση.

Προσπαθήσαμε να λύσουμε τα προσωπικά μας αδιέξοδα κατά μόνας ξεχνώντας ότι η διέξοδος βρίσκεται στη συνεργασία, στην ανταλλαγή σκέψεων, στη συλλογικότητα.

Δεν αντιληφθήκαμε ότι υπάρχουν λύσεις. Ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το τέλμα αν γίνουμε μεγάλες οικογένειες, αν δημιουργήσουμε μικρές, αταξικές, παρεΐστικες ομάδες που θα στηρίζονται στην αλληλεγγύη, την αυτοοργάνωση και θα αποφασίζουν σε ελεύθερες συναθροίσεις και με ελεύθερη βούληση για ένα άλλο ποιοτικότερο τρόπο ζωής, μακριά από την κατανάλωση σκουπιδιών, σε αρμονία με τη φύση και τον εαυτό μας.

Ελπίδες δημιουργεί η κίνηση «Τοπική Ανταλλαγή Αγαθών και Υπηρεσιών» (Local Exchange Trading Systems) που ξεκίνησε σε κάποιες χώρες της Ευρώπης, στην Αυστραλία, στον Καναδά, αλλά τελευταία και στην Ελλάδα. Μια κοινότητα, μια ομάδα ανθρώπων, που θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν από το χρήμα και την αγορά φτιάχνουν ένα ανεξάρτητο σύστημα ανταλλαγής υπηρεσιών. Σε αυτό ο καθένας δηλώνει τι μπορεί να προσφέρει και τι έχει ανάγκη. Η ανταλλαγή αφορά αγαθά, υπηρεσίες ή γνώσεις.
Όλοι προσφέρουν και όλοι έχουν κάποια στιγμή ανάγκη. Δεν αγοράζουν, όμως, ούτε πουλούν. Ανταλλάσσουν. Και γι’ αυτό μπορούν να χρησιμοποιήσουν και ένα νόμισμα.

Στη Μαγνησία οι κάτοικοι - μέλη της αντίστοιχης ομάδας «Τοπικής Ανταλλαγής Αγαθών και Υπηρεσιών» χρησιμοποιούν µια εναλλακτική μονάδα αντί του ευρώ και αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες πληρώνοντας µε ΤΕΜ (Τοπική Εναλλακτική Μονάδα). Η ΤΕΜ δεν τυπώνεται και δεν κυκλοφορεί σε χάρτινη μορφή ούτε κόβεται σε νόμισμα. Οι κάτοχοί της όμως τη χρησιμοποιούν ως µέσο για να αγοράσουν και να πουλήσουν. Θεωρητικά έχει ίση αξία µε το ευρώ, ενώ οι συναλλαγές γίνονται μόνον μεταξύ των μελών του Δικτύου Ανταλλαγών και Αλληλεγγύης. Καλύπτει ανάγκες, όχι την επιβίωση. Μεταξύ των µελών υπάρχουν αγρότες, υδραυλικοί, δικηγόροι, λογιστές, ηλεκτρολόγοι, γιατροί και καταστηματάρχες.

Δίκτυα σαν κι αυτό λειτουργούν εδώ και χρόνια σε πολλές χώρες. Στη Γερμανία υπάρχουν δεκάδες τοπικά νομίσματα που κυκλοφορούν. Ένα από τα πιο επιτυχημένα εσωτερικά νομίσματα είναι το chiemgauer στη Βαυαρία µε σταθερή ισοτιμία ένα προς ένα µε το ευρώ. Το chiemgauer δημιουργήθηκε το 2003 και σήμερα χρησιμοποιείται ως µέσο συναλλαγής µεταξύ 3.000 ατόμων και 600 επιχειρήσεων.
Στο χωριό Μαριναλέντα της ισπανικής Ανδαλουσίας, μια κοινότητα 2,5 χιλιάδων κατοίκων, διεκδίκησαν με το σύνθημα: «η γη δεν ανήκει σε κανέναν, η γη δεν αγοράζεται, η γη ανήκει σε όλους» και κατάφεραν να πάρουν από ένα γαιοκτήμονα 12.000 στρέμματα γης και δημιούργησαν έναν αγροτικό συνεταιρισμό από τον οποίο ζει σήμερα σχεδόν όλο το χωριό. Στη Μαριναλέντα, η στέγαση, η εργασία, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η υγεία θεωρούνται δικαίωμα. Μια θέση στον παιδικό σταθμό με όλα τα γεύματα κοστίζει 12 ευρώ τον μήνα. «Εφαρμόζουμε μια συμμετοχική δημοκρατία, αποφασίζουμε για όλα, από τους φόρους ως τις δημόσιες δαπάνες, σε μεγάλες συνελεύσεις. Πολλά κεφάλια δίνουν πολλές ιδέες», λέει ο δήμαρχος.
«Ξέρουμε πως οι άνθρωποι μπορούμε να δουλεύουμε και για άλλες αξίες, όχι μόνο για το χρήμα».

Εμείς, σήμερα στην Ελλάδα, απελπισμένοι από την οικονομική δυσπραγία, από τις κοινωνικές αδικίες, από τη μεροληπτική δικαιοσύνη, αγανακτισμένοι από τους κυβερνώντες και τους έχοντες, αρπάζοντες και κατέχοντες, ας ανυψωθούμε στα ουράνια και στις Νεφέλες του Αριστοφάνη και ας ιδρύσουμε μιαν άλλη πολιτεία μεταξύ ουρανού και γης μαζί με τα πουλιά.

Και στην κατεύθυνση αυτή υπάρχουν και στη χώρα μας διάσπαρτες πολλές πρωτοβουλίες πολιτών που σηματοδοτούν άλλες προτάσεις ζωής που μέχρι πρότινος φάνταζαν ανέφικτες…

Τέος Ρόμβος – Συγγραφέας
http://romvos.wordpress.com/
ΠΗΓΗ: tvxs.gr