30 Μαΐ 2011

ΔΡΟΜΟΙ. Του Ρούσσου Βρανά


Ο Κανένας υπάρχει. 
Και είναι κι αυτός ένας απλός άνθρωπος σαν κι εµάς. 
Το πολιτικό σύστηµα είχε µέχρι τώρα συνηθίσει στην απρόσωπη παρουσία του, στα δισδιάστατα διαγράµµατα των δηµοσκοπήσεων που µετρούσαν την αποχή, όπου κατοικούσε εδώ και πολύ καιρό.
Μόλις, όµως, αυτός ο Κανένας απέκτησε... ξαφνικά τρισδιάστατη υπόσταση, µε πρόσωπο, σάρκα και οστά και µε τον δικό του ιδιόρρυθµο τρόπο διεκδικείτη συµµετοχή του στα κοινά, το πολιτικό σύστηµα στέκεται µπροστά του µε αµηχανία.

«Ταξίδεψα σε κάθε γωνιά της χώρας», έλεγε ο Τζον Στάινµπεκ, που στα «Σταφύλια της οργής» περιέγραφε τα πάθη των ανθρώπων της αµερικανικής υπαίθρου µετά την καταστροφή τους από την οικονοµική κρίση της δεκαετίας του 1930. «Και όλοι µε ρωτούσαν το ίδιο πράγµα: πού πηγαίνει αυτή η χώρα;».
Αυτή η απορία, αυτή η αγωνία, αυτή η επίγνωση πως τα πράγµατα δεν πηγαίνουν καλά, θα µπορούσε να αποτελέσει από µόνη της ένα πολιτικό πρόγραµµα ή έστω την απαρχή του. 

Αυτή ακριβώς είναι η κινητήρια δύναµη που βγάζει σήµερα τους νέους στις πλατείες των ευρωπαϊκών µεγαλουπόλεων. Ενα µέρος του πολιτικού συστήµατος, αυτό που κυβερνά, τους αντιµετωπίζει τουλάχιστον για την ώρα µε ανοχή. Και ένα άλλο, αυτό που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, τους βλέπει µε δυσπιστία.

Τη στάση των κυβερνώντων έχει, ήδη, εξηγήσει ο Γκράµσι, όταν έγραφε για την «παθητική επανάσταση», δηλαδή για την εξουσία που επιτρέπει µικρές συµβολικές κινήσεις εκτόνωσης, µε την ελπίδα πως θα µπορέσει έτσι να αποφύγει τη µαζική δυσαρέσκεια του λαού. ∆εν µπορούµε να πούµε µε σιγουριά αν αυτή η ελπίδα θα επαληθευτεί για µία ακόµη φορά, όπως και στο παρελθόν.

Η στάση όµως του αντιπολιτευόµενου µέρους του πολιτικού συστήµατος είναι ανεξήγητη. Μολονότι δυσκολεύεται να επικοινωνήσει µε την κοινωνία (αυτοί που µαύρισαν τον Θαπατέρο, ψήφισαν µαζικά τη ∆εξιά), δείχνει απροθυµία να χορηγήσει πιστοποιητικό «πολιτικής νοµιµοφροσύνης» σε ένα µεγάλο τµήµα της – και µάλιστα κυρίως νεανικό – που σήµερα πληµµυρίζει τις ευρωπαϊκές πλατείες. 
Επικρίνει την πολιτική ασάφεια των διαδηλώσεων. Και δεν τις θεωρεί ένδειξη λαϊκής ισχύος. Ετσι, αυτό που έλεγε ένας ισπανός διαδηλωτής στο πρακτορείο Ρόιτερ πως, «∆εν έχω πολιτική κατεύθυνση, αλλά αυτό ακριβώς θέλω να αλλάξω», δεν εκλαµβάνεται σαν κάτι ελπιδοφόρο, αλλά σαν µια αδυναµία. 

Η αγανάκτηση των νέων για τις κοινωνικές ανισότητες, οι φόβοι τους µπροστά στις δυσκολίες της καθηµερινής τους ζωής, η επίγνωση πως θα είναι οι πρώτοι νέοι στην Ιστορία που θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο της πολιτικής ένα µεγάλο τµήµα της κοινωνίας που µέχρι τώρα έµενε στο περιθώριο.
Αν δεν έχει (ακόµη) οργανωµένη πολιτική έκφραση, το φταίξιµο γι’ αυτό δεν πέφτει στους νέους, αλλά σε εκείνα τα κόµµατα που µολονότι, θεωρητικά και ιστορικά, τους έπεφτε αυτό το χρέος, απέτυχαν να εκφράσουν τις προσδοκίες τους. 

Ας µην ψάχνουν λοιπόν τη λύση µακριά τους, όταν βρίσκεται µπροστά τους.

ΠΗΓΗ: tanea.gr