Στη συζήτηση που έλαβε χώρα στη Βουλή για την ψήφιση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος για τη βιοποικιλότητα, η βουλευτής κυρία Κατερίνα Φαρμάκη, υποστήριξε την αναγκαιότητα ύπαρξης –όσο το δυνατόν γρηγορότερα –των ειδικών μελετών για τις περιοχές Natura, ώστε να διασφαλιστεί ...
η προστασία του φυσικού πλούτου της χώρας μας. Τα βασικά σημεία της ομιλίας είναι τα εξής:
«...Η αναγκαιότητα για την προστασία της πλούσιας βιοποικιλότητας της χώρας μας είναι εν πολλοίς αυτονόητη όχι για λόγους συναισθηματικούς, αλλά από την ανάγκη σωστής και αειφόρου διαχείρισης των φυσικών πόρων. Πρέπει να εκτείνεται δε σε όλα τα επίπεδα, μιας και η προστασία κάθε επιπέδου εξαρτάται από την προστασία του προηγούμενου και του επόμενου επιπέδου. Η προστασία και η διατήρηση του τοπίου εξαρτάται από τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των οικοσυστημάτων που τα συνθέτουν, τα οικοσυστήματα από την προστασία και την επιβίωση των ειδών και τα τελευταία από τη διατήρηση της γενετικής τους βιοποικιλότητας.
Ο ν.1650/1986, που ισχύει μέχρι σήμερα, ήταν ένας πραγματικά πρωτοποριακός νόμος για την εποχή του, που στη βάση μιας περιβαλλοντικής μελέτης υποχρέωνε κάθε δημόσια και ιδιωτική δραστηριότητα να λειτουργεί και να αναπτύσσεται μέσα σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς νόμους. Προέβλεπε συγχρόνως και ειδικά σχέδια διαχείρισης, δηλαδή συγκεκριμένες δράσεις και πλαίσια λειτουργίας για τις προστατευόμενες περιοχές, τις περιοχές Natura 2000. Αυτά τα πλαίσια, όμως, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν υλοποιήθηκαν με αποτέλεσμα από τις τετρακόσιες δεκαεννέα περιοχές που έχουν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura, για ελάχιστες από αυτές, μόλις είκοσι , έχουν βγει Προεδρικά Διατάγματα.
Η ολιγωρία, λοιπόν, αυτή στην υλοποίηση των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών και στην έκδοση των σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων, λειτούργησε ανασταλτικά στην αποτελεσματική διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και συνετέλεσε στην περαιτέρω υποβάθμιση των περιοχών αυτών. Δυστυχώς για ένα πάρα πολύ σοβαρό νομοσχέδιο, όπως αυτό της βιοποικιλότητας, η συζήτηση που έγινε στην αρμόδια Επιτροπή εστίασε σε μεγάλο βαθμό στο ζήτημα της εκτός σχεδίου δόμησης και του άρθρου 9. Πρέπει, όμως, να πούμε, ότι αυτή η διάταξη, το άρθρο 9 και ό,τι αυτό προβλέπει είναι μόνο για τις περιοχές Natura.
Επιλέξαμε να θεσμοθετήσουμε δέκα στρέμματα σαν το κατώτερο όριο κατάτμησης για να μπορέσουμε να προστατεύσουμε αυτές τις περιοχές. Παράλληλα, όμως, αναγνωρίζοντας ότι κάποιοι συμπολίτες μας, έχουν ένα εμπράγματο δικαίωμα και έχουν κάνει έναν προγραμματισμό, κρατάμε τα τέσσερα στρέμματα κατά παρέκκλιση οικοδομήσιμα.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μπορούμε να κρατάμε μόνο το εμπράγματο δικαίωμα για τα τέσσερα στρέμματα και να καταργούμε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, τις παρεκκλίσεις, των επτακοσίων πενήντα μέτρων, των χιλίων διακοσίων μέτρων, της δόμησης στη ζώνη των οικισμών των πεντακοσίων μέτρων. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε όλους τους πολίτες με τον ίδιο τρόπο και από την άλλη πλευρά είναι πολύ πιθανόν κάποια περιοχή να χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προστασία και να απαγορεύεται ακόμα και η οικοδομησιμότητα.
Παράλληλα καλό είναι να μπαίνουν όλα τα ζητήματα στη σωστή τους διάσταση, γιατί αυτά που ακούγονται στη Βουλή έχουν μεγάλη σημασία για τους πολίτες και δεν πρέπει να προκαλείται σύγχυση. Γιατί το λέω αυτό; Αναφέρθηκε ότι δεν επιτρέπεται η οικοδόμηση σε οικόπεδα τα οποία έχουν κλίση 35%. Αυτό είναι λάθος! Βεβαίως και επιτρέπεται η οικοδόμηση στα οικόπεδα με κλίση 35%. Όμως, όταν επιλέγουμε να προστατεύσουμε μία περιοχή με ειδικές διατάξεις, δεν θα πρέπει αυτές οι ειδικές διατάξεις να υπερισχύουν των γενικών διατάξεων; Αυτό δεν έχει καταδειχθεί από όλες τις συζητήσεις που έχουμε κάνει στην αρμόδια Επιτροπή;
Πάνω, λοιπόν, σε αυτό εντάσσεται και η τροπολογία αυτή, όπως και η επόμενη για τη γη υψηλής παραγωγικότητας. Ας συμφωνήσουμε ότι εξακόσια μέτρα ένθεν και ένθεν των εθνικών οδών, δεν θα απαγορεύεται συλλήβδην ο χαρακτηρισμός ως γη υψηλής παραγωγικότητας. Θα μπορεί να χαρακτηρίζεται ή και όχι. Δεν μπορεί, όμως, κανένας νόμος να το απαγορεύει. Ας αφήσουμε τους αρμόδιους να κρίνουν αν αυτές οι περιοχές χρειάζονται ειδική προστασία. Κι αν ναι, πρέπει αυτές οι εδικές διατάξεις να υπερισχύουν έναντι οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων.
Οι προστατευόμενες περιοχές, δεν αποτελούν τοποθεσίες βαλμένες σε μία γυάλα, όπου απαγορεύεται συλλήβδην η οποιαδήποτε δραστηριότητα. Υπάρχει συγκεκριμένη διαβάθμιση και πλαίσιο ανάπτυξης δραστηριοτήτων ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εντάσσεται η κάθε προστατευόμενη περιοχή. Επομένως, με το σημερινό νομοσχέδιο δεν επιδιώκουμε, ούτε ευαγγελιζόμαστε κάποια υπερβολική φοβία για τις προστατευόμενες περιοχές. Πρέπει, όμως να γίνει κατανοητό ότι οι περιοχές αυτές αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας και πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλιστεί η προστασία τους.
Ο καθένας από εμάς έχει παραδείγματα από το Νομό του αναφορικά με το πως το περιβάλλον μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας. Επιτρέψετε μου να αναφερθώ στο νομό Κορινθίας. Το οροπέδιο του Φενεού, η λίμνη Δόξα, αλλά και τα ορεινά χωριά του Δήμου Ξυλοκάστρου είναι ένα μωσαϊκό τόπων με σπουδαία γεωλογική και αρχαιολογική σημασία. Συνδυάζουν με αρμονία τη μοναδικότητα του περιβάλλοντος με την παράδοση, τον πολιτισμό και την ανάπτυξη που συμπλέει και συνυπάρχει με το φυσικό πλούτο.
Η περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας με τον έντονο μυθολογικό και γεωλογικό χαρακτήρα αποτελεί τοποθεσία σπάνιας βιοποικιλότητας. Παράλληλα, η έναρξη λειτουργίας του Μουσείου Παραδοσιακών Επαγγελμάτων και Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης στην περιοχή ενέχει έναν έντονα συμβολικό χαρακτήρα: αφενός, ενημερώνει τον επισκέπτη για τη γεωλογική ιστορία της Λίμνης, συντηρεί τη μνήμη της Ελλάδας του χθες και αφετέρου, απεικονίζει την Ελλάδα του μέλλοντος, του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης, αυτής της Ελλάδας που θέλουμε.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι η αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, σε άμεση σύμπλευση με τον ανθρώπινο παράγοντα, μόνο κέρδη έχει να δώσει σε όλους μας.»