17 Ιαν 2011
«Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα». Tου Παντελη Μπουκαλα
Δεν είναι καινούργιο το ερώτημα του τίτλου. Και δεν πρόκειται καν για ερώτημα. Εμφανίζεται σαν απόλυτη βεβαιότητα που μόνο εξηγήσεις επιδέχεται και όχι αμφισβήτηση.
Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή του, πρέπει να επιστρέψουμε στο 1964. Τότε, ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν, με αφορμή την παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιππόλυτος» που, με δική του σκηνοθεσία, θα ανέβαζε...
το Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης τον Ιανουάριο του 1965, υπέβαλε στον Γιώργο Σεφέρη το ερώτημα που μας απασχολεί, με τη συνοδεία του εξής κειμένου:
«Η σημερινή Ελλάδα δεν κατέχει ηγετική θέση στα πολιτισμικά πράγματα. Η παρακμή ενός πολιτισμού αυτή καθεαυτή δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο. Είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξακολουθεί να επιβιώνει σε κάθε προοδευτική κοινωνία. Τα ιδανικά που χαρακτήριζαν την αρχαία Αθήνα εξακολουθούν να είναι η βάση για ό,τι αποκαλούμε σήμερα δημοκρατία, επιστήμη και τέχνη. Που οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το γεγονός ότι είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της σημερινής Ελλάδας στα πολιτισμικά θέματα;»
«Το ερώτημά σας δεν είναι εύκολο», απαντά ο Σεφέρης, που μόλις ένα χρόνο νωρίτερα είχε τιμηθεί με το Νομπέλ, «γιατί δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Είναι όμοιο με άλλα προβλήματα που κάθε στοχαστικός άνθρωπος πρέπει να έχει θέσει στον εαυτό του: λ.χ. γιατί η Αγγλία γέννησε έναν μονάχα Σαίξπηρ ή γιατί η Ιταλία γέννησε έναν μονάχα Ντάντε;»
Η κατ' ανάγκην «πρόχειρη και βιαστική απάντηση» του Ελληνα ποιητή (που υπάρχει στον τρίτο τόμο των «Δοκιμών» του, εκδ. Ικαρος) «περιορίστηκε σε τρία σημεία»:
«α) Μπορεί ο σύγχρονος κόσμος, εννοώ στο σύνολό του, να έχει ανοίξει στον αστροναύτη τους αστρικούς δρόμους, μπορεί να έχει συσσωρεύσει, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ένα υπέρογκο -και πιθανότατα επικίνδυνο- όγκο επιστημονικών γνώσεων, αλλά από πολλές πλευρές δεν έφτασε τη στάθμη των αρχαίων. Δεν μπόρεσε να παρουσιάσει έναν Ομηρο ή έναν Αισχύλο, έναν Ηράκλειτο ή έναν Πλάτωνα.
β) Τη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να την κρίνουμε μέσα στις αναλογίες του σύγχρονου κόσμου (ιστορικές, πλουτοπαραγωγικές, πληθυσμικές κ.λπ.) και, για να είμαι πολύ σύντομος, πρέπει να μην ξεχνούμε πως είναι ένας τόπος που δοκιμάστηκε επί τέσσερις αιώνες από τη χειρότερη ξένη σκλαβιά που γνώρισε λαός της γης, και με τις πιο καταστρεπτικές συνέπειες.
γ) Από τον καιρό που ελευθερώθηκε ένα μικρό μέρος της (μόλις το τρίτο του σημερινού εδάφους) με πληθυσμό, στα 1828, 750 χιλιάδες ψυχές, η Ελλάδα είχε να υπομείνει ατέλειωτους πολέμους, χωρίς να λησμονήσω τον τελευταίο».
Στην τελευταία παράγραφο της σύντομης, πάντως περιεκτικής απάντησης του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να λείπει ένας τόνος ευγενικής ειρωνείας: «Και τώρα συλλογίζομαι τη Σουηδία που από τα 1813 χαίρεται χωρίς διακοπή τα αγαθά της ειρήνης. Και συλλογίζομαι ακόμη τον Αγγλο ιστορικό που παρατήρησε ότι οι ιστορικοί που έζησαν σε καιρούς ευημερίας και ειρήνης δεν είναι συνήθως επιτυχείς όταν κρίνουν περιόδους πολέμων και δυστυχίας».
Σε λιγότερο διπλωματική γλώσσα, θα μπορούσε να θυμίσει κανείς εδώ το παροιμιώδες «απ' έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρεις», με την έννοια ότι, αν ζεις σε χώρα ομαλής διαδρομής, δυσκολεύεσαι να αξιολογήσεις την πορεία τόπων που η ιστορία δεν τους αφήνει να ειρηνεύσουν. Στα χρόνια, λ.χ., που ακολούθησαν τον διάλογο Μπέργκμαν - Σεφέρη, για μεν τη Σουηδία είχαν γραφτεί οι ίδιοι χοροί «ειρήνης και ευημερίας», για δε την Ελλάδα, μια επτάχρονη δικτατορία που την πήγε δεκαετίες πίσω.
Η περίοδος που διανύουμε, αιχμάλωτοι της πίστης πως όσο οδυνηρές κι αν είναι οι προσπάθειές μας, θα παραμείνουμε Τρώες ως προς το αποτέλεσμα, μάλλον δεν είναι η καταλληλότερη για να υποστηρίξει κανείς πως η Ελλάδα δεν είναι ασήμαντη. Δεν λείπουν άλλωστε, χρόνια τώρα, όσοι μηδενίζουν τη σημασία της όχι μόνο στον πολιτιστικό τομέα, όπως τότε ο Μπέργκμαν, αλλά σε οτιδήποτε· γι' αυτό και υποκορίζουν το όνομά της, αποκαλώντας την Ελλαδίτσα ή Ελλαδούλα (με ονειδιστική διάθεση, όχι από τρυφερότητα) ή παραλλάσσοντάς το σε Ελλαδολάνδη, για να τη μειώσουν έτσι στο επίπεδο μιας μικροαποικίας που σήμερα υπάρχει κι αύριο αλλάζει όρια και όνομα, αν δεν φεύγει από τον χάρτη.
Το κρίσιμο εδώ, αυτό που καθορίζει και το συμπέρασμα που θα εξαχθεί, είναι με ποιον δεύτερο όρο συγκρίνουμε την Ελλάδα για να υπολογίσουμε την αξία της, ποια μέτρα και σταθμά επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε. Αν, σωστά, συνεκτιμήσουμε τις «ιστορικές, πλουτοπαραγωγικές, πληθυσμικές κ.λπ. αναλογίες του σύγχρονου κόσμου», όπως έγκαιρα υποδείκνυε ο Σεφέρης, αν δηλαδή θέσουμε το ερώτημα με ιστορικούς όρους και δοκιμάσουμε να το διερευνήσουμε απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, ίσως αποφύγουμε τον πειρασμό της σχεδόν μαζοχιστικής υποτίμησης της αξίας του τόπου στον οποίο ζούμε, ονειρευόμαστε, αγχωνόμαστε, υπάρχουμε. Αν, αντίθετα, τοποθετήσουμε στο ένα τάσι της ζυγαριάς τις ακλόνητες βεβαιότητές μας (που όμως ισχύουν αποκλειστικά στη φαντασία μας) και στο άλλο την πραγματικότητα, οι βεβαιότητές μας, μολονότι προϊόντα πνευματικής ελαφρότητας, θα βαρύνουν περισσότερο και η Ελλάδα θα «αποδειχθεί» ασήμαντη.
Ενα παράδειγμα: Εσχάτως πάει να επιβληθεί σαν αυτονοήτως ισχύον το μηδέποτε αποδειχθέν· ότι δηλαδή το Αιγαίο είναι πλουσιότερο και από την Αραβική Χερσόνησο σε πετρέλαιο, μόνο που οι κακοί (ο καθείς διαλέγει ανάμεσα σε Αμερικανούς, Τούρκους, Εβραίους, Αραβες κ.ά.) δεν μας αφήνουν να τα εντοπίσουμε και να εκμεταλλευτούμε, για να μας κρατούν πολιτικά δεσμευμένους και οικονομικά ημιχρεοκοπημένους. Το σενάριο αυτό διακινήθηκε καταρχάς από μερίδα ΜΜΕ, για να βρει τελικά στέγη και σε ορισμένα κόμματα. Και πια, πολλοί είναι τόσο βέβαιοι ότι και πετρέλαιο διαθέτουμε (αλλά και χρυσάφι περισσότερο από του Μίδα, και λευκόχρυσο και τιτάνιο), και ότι μας αδικούν όσο βέβαιοι είναι οι οπαδοί ότι και καλύτερη ομάδα διαθέτουν και σφαγιάζονται συστηματικά από τη διαιτησία. Αυτά λοιπόν μπαίνουν στο ένα τάσι.
Στο άλλο μπαίνουν τα πραγματικά, τα πιστοποιημένα, λ.χ. όσα αντλώ από ρεπορτάζ της Νεφέλης Τζανετάκου στην «Ελευθεροτυπία», 8.1.2011: Η Ελλάδα πρωτεύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε παραγωγή βωξίτη, μαγνησίου, ψευδαργύρου και χρωμίτη, είναι η μοναδική χώρα παγκοσμίως που διαθέτει χουντίτη (όχι, δεν έχει να κάνει με τη χούντα, για ορυκτό πρόκειται), πρώτη παγκοσμίως σε παραγωγή περλίτη, δεύτερη σε πρόβειο γάλα και ελαφρόπετρα (να φταίει αυτή για την αβάσταχτη ελαφρότητα των αυτολατρικών μας εμμονών;), τρίτη σε ελιές και κρόκο, τέταρτη σε ακτινίδια κτλ. Ποιο τάσι θα πάει προς τα κάτω, το μαντεύουμε.
Σύμφωνοι. Με βωξίτη και περλίτη δεν γίνεσαι υπερδύναμη και με ελιές και κρόκο δεν θησαυρίζεις. Αλλά δυνατό και πλούσιο σε κάνει η εναρμόνιση με την πραγματικότητα, όχι η παράδοση στη φαντασιοκοπία. Το θέμα είναι μεγάλο.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr