22 Δεκ 2010

Ταινίες της εβδομάδας: (Ξανα) ζητείται ψεύτης


 Γιάννης Ζουμπουλάκης

Το «Ζητείται ψεύτης» του Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Ναι, σωστά διαβάσατε. Αυτή η ταινία, μια ξύπνια διασκευή του έργου του σπουδαίου Δημήτρη Ψαθά, δείχνει τρομερά επίκαιρη σε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Και βγαίνει την....

κατάλληλη εποχή.

Τα ψέματα των πολιτικών, οι κομπίνες, τα λαμόγια. Οι ρουφιάνοι, οι απατεώνες image makers, οι πολυθεσίτες. Τα πονηρά τηλεφωνήματα, οι καταγραφές, οι μεσάζοντες. Όλα βρίσκονται μέσα στο σενάριο και ισορροπούν με το δικό τους στιλ, με πειστικούς διαλόγους και –κυρίως- με μετρημένες ερμηνείες.

Ο ίδιος ο Μιχαηλίδης υποδύεται με άνεση τον Θεόφιλο, έναν πολιτικό μηχανικό που έχει την ατυχία να είναι υπουργός υγείας. Είναι παντρεμένος με μια όμορφη, νεότερή του γυναίκα (Ζέτα Μακρυπούλια) που θέλει το καλό του, αλλά θέλει και τα λούσα της, έχει βοηθούς έναν σωματοφύλακα που παίρνει μαθήματα για την δουλειά του βλέποντας DVD και την βαφτιστήρα του για γραμματέα.

Όλα θα αλλάξουν, όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Θόδωρος (Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος) ένας επαγγελματίας ψεύτης που αναλαμβάνει τις βρώμικες δουλειές του υπουργού, αλλά και την ανάδειξη του σωστού προφίλ του.

Ο Μιχαηλίδης φρόντισε να διατηρήσει ζωντανή την κεντρική ιδέα του έργου του Ψαθά, δουλεύοντας με επιμέλεια τα επιμέρους στοιχεία ώστε το έργο να τοποθετηθεί με λειτουργικότητα στην σύγχρονη εποχή μας. Το καλό με την ταινία είναι ότι τίποτε δεν γίνεται με κραυγαλέο τρόπο. Το ακόμα καλύτερο είναι, ότι όλοι πιστεύουν σε αυτό που κάνουν. Ομολογώ ότι γέλασα με την καρδιά μου, έτσι όπως είχα γελάσει πριν από αρκετά χρόνια με μια αντίστοιχη κωμωδία του Νίκου Περάκη, το «Βίος και πολιτεία». Το «Ζητείται ψεύτης» με ώθησε να αφήσω για λίγο τις σκοτούρες πίσω μου, παρότι τελικά, αυτό που έβλεπα, ήταν μια σάτιρα των αιτιών που έχουν προκαλέσει αυτές τις σκοτούρες.

Εκπληξη από την Βουλγαρία

Με τον δραματουργικό χρόνο μοιρασμένο ανάμεσα στο σκοτεινό παρελθόν του κομμουνισμού στη Βουλγαρία και το αβέβαιο παρόν των σύγχρονων καιρών μας, ο σκηνοθέτης Στέφαν Κομαντάρεφ δημιούργησε την ταινία με «Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία» (ο ελληνικός τίτλος –σιδηρόδρομος την αδικεί κάπως).
Ενα βαθιά ανθρώπινο, σκληρό μα και εξαιρετικά αισιόδοξο φιλμ που μιλά κατευθείαν στην καρδιά αναζητώντας απαντήσεις απλών υπαρξιακών ερωτημάτων. «Ποιος είμαι;» «Από πού κρατά η σκούφια μου;» «Γιατί βρίσκομαι σ’ αυτήν την ζωή;»

Ένα τροχαίο δυστύχημα που κόστισε την ζωή των γονιών του, προκαλεί αμνησία στον Αλεξ (Κάρλο Λιούμπεκ), ο οποίος πλέον ούτε το όνομά του δεν μπορεί να θυμηθεί. Το δυστύχημα συνέβη στην εθνική οδό, ενώ η οικογένεια του Αλεξ επέστρεφε στην πατρίδα της την Βουλγαρία, από την Γερμανία όπου είχε μεταναστεύσει. Ο παππούς του νεαρού, που έχει το μαγικό πρόσωπο του σέρβου ηθοποιού Μίκι Μανόλοβιτς, θα προσπαθήσει να του ξαναβρεί την μνήμη και από εκεί ξεδιπλώνεται ο κόσμος της ταινίας.

Ο παππούς, όπως μαθαίνουμε, είναι το αστέρι του ταβλιού στο χωριό του αλλά και ένας αντικαθεστωτικός μποέμ, που ποτέ δεν συμφώνησε με τις ενέργειες του Κομμουνιστικού Κόμματος, γεγονός που πλήρωσε με τον πιο άδικο τρόπο, όταν το Κόμμα ζήτησε από τον γαμπρό του να τον κατασκοπεύει.

Όμως «σημασία δεν έχει η ζαριά, αλλά το πώς θα ρίξεις τα ζάρια» ακούμε τον παππού να λέει με πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό. Κατά έναν περίεργο τρόπο το τάβλι είναι που καθοδηγεί το πεπρωμένο του και αυτό του αρέσει. Ο Μανόλοβιτς, η σάρκα αυτής της ταινίας, μοιάζει με φιλόσοφο, που έχει στο τσεπάκι τις απαντήσεις των ερωτημάτων αλλά προτιμά να μην τις πει, αφήνοντάς σε να τις ανακαλύψεις μόνος.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ένας από τους παραγωγούς της ταινίας είναι ο δικός μας Θανάσης Καραθάνος, βάση του οποίου είναι η Γερμανία, ότι η ελληνίδα ηθοποιός Αννα Παπαδοπούλου κρατά έναν μικρό ρόλο. Το φιλμ υπήρξε πέρσι η επίσημη πρόταση της Βουλγαρίας στην Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, προκειμένου να διεκδικήσει το ξενόγλωσσο Οσκαρ.



Διασκεδαστικό ερωτικό γαϊτανάκι με φόντο την βρετανική ύπαιθρο,
η «Επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» («Tamara Drew», Αγγλία, 2010) επανέφερε τον βετεράνο πλέον στα 70 του Στίβεν Φρίαρς στα κινηματογραφικά πράγματα λίγα χρόνια μετά την «Cheri», που ποτέ δεν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες.

Κεντρικό πρόσωπο η Ταμάρα (Τζέμα Αθερτον), ένα όμορφο κορίτσι που επιστρέφει στο πατρικό του ύστερα από αρκετά χρόνια απουσίας, κατά την διάρκεια των οποίων έχει κάνει πλαστική εγχείρηση στη μύτη και επιτυχημένη καριέρα δημοσιογράφου στο Λονδίνο. Η επιστροφή της θα σημάνει μια σειρά από απρόβλεπτα επεισόδια ανάμεσα σε έναν κύκλο διανοούμενων, καθώς στο χωριό της ένας συγγραφέας (Ρότζερ Αλαμ) διατηρεί παραθεριστικό θέρετρο για συγγραφείς που αναζητούν ησυχία για έμπνευση.

Η Ταμάρα θα φέρει μαζί της την φασαρία (για κάποιους την έμπνευση) σε αυτό το δροσερό φιλμ χαρακτήρων, που στηρίζεται σε εικονογραφημένο μυθιστόρημα της Πόζι Σίμοντς και που θα ήταν πολύ καλύτερο, αν στην πορεία δεν μπουρδουκλωνόταν μέσα σε πολλές παράλληλες ιστορίες αποκτώντας μια τραγική χροιά που τελικά δεν του ταιριάζει (συμπρωταγωνιστούν οι Ρότζερ Αλαμ, Ντόμινικ Κούπερ, Λουκ Εβανς κ.α.).

 
Με τους «Γονείς της συμφοράς» («Little fockers», ΗΠΑ, 2010) του Πολ Βάις, η ομάδα των συντελεστών των ταινιών «Ο γαμπρός της συμφοράς» και «Τα πεθερικά της συμφοράς» ενώνεται για μια ακόμη φορά προκειμένου να …βγει από την μύγα ξύγκι. Ολοι θυμόμαστε πόσο όμορφα είχε δέσει ο «κακός» πεθερός Ρόμπερτ ντε Νίρο με τον αμήχανο νοσοκόμο γαμπρό του, τον Μπεν Στίλερ στην πρώτη ταινία, παραγωγής 2001. Η δεύτερη ταινία στην οποία γνωρίσαμε τους χίπηδες γονείς του Στίλερ (Ντάστιν Χόφμαν, Μπάρμπρα Στράιζαντ) είχε την πλάκα της αλλά ήταν σαφώς πιο αδύναμη.

Στην τρίτη ταινία, τα σημάδια του χρόνου είναι εμφανή και το χιούμορ έχει πια ξεθυμάνει.

Ο μεν πεθερός έχει «μαλακώσει» (να μην πω ξεμωραθεί), ο δε γαμπρός, ενώ παραμένει ο ορισμός του ανθρώπου που μπλέκει άθελά του σε φασαρίες, έχει πια σοβαρέψει επικίνδυνα.

Εφόσον ο ξένος τίτλος της ταινίας είναι «Litte fockers», περιμένεις ότι θα έχει δοθεί έμφαση στην παρουσία των δυο παιδιών του Στίλερ, όμως εν τέλει, τα παιδιά ελάχιστη σημασία παίζουν και το μόνο ξύπνιο ανέκδοτο της ταινίας είναι η παρουσία της Τζέσικα Αλμπα στον ρόλο μιας πλανεύτρας ονόματι… Αντι Γκαρσία η οποία λιμπίζεται τον Στίλερ. Κακά τα ψέματα, παρά τα γέλια που ενδεχομένως βγάζει στην πορεία, η ταινία αφήνει πίσω της μια αίσθηση απογοήτευσης.

ΠΗΓΗ: το βημα on-line