«Άλλαξε τον κόσμο, το χρειάζεται! Και όταν τον αλλάξεις, άλλαξε τον αλλαγμένο κόσμο»: το πρόταγμα του διαρκούς κοινωνικού μετασχηματισμού που θέτει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, πρόταγμα που θέτει ο ποιητής και ταυτόχρονα...
ο πολίτης, αφορά, ευθέως, τη, μάλλον πολύπαθη, σχέση της τέχνης και της πολιτικής.
Εκκινώντας, έτσι, από την παραδοχή πως δεν υπάρχει πράξη (και μάλιστα δημόσια) χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, θα έλεγε κανείς, πως η περιβόητη καθαρότητα της καλλιτεχνικής δράσης είναι μια ουτοπία. Μάλλον αντιδραστική.
Δεν είναι τυχαίο, πως εκείνοι/ες που κόπτονται, πως ο καλλιτέχνης μπορεί να στέκει υπεράνω του κοινωνικού, να μην λαμβάνει υπ’ όψιν δηλαδή τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων, ανήκουν στον αντίποδα, εκείνων που εκπροσωπεί ο Μπρεχτ. Βούτυρο στο ψωμάκι της καπιταλιστικής συνθήκης, οι κύκλοι του πολιτικού κατεστημένου ταυτίζουν την καλλιτεχνική πρωτοπορία με την κοινωνική αλλαγή, τη φοβούνται, και μάλλον καλά κάνουν.
Κι επειδή διαθέτουν μαχαίρι και καρπούζι, μετατρέπουν τη δημιουργία σε μηχανισμό καταστολής: αφού δώσουν κατά το συμφέρον τους τον ορισμό του “έντεχνου”, το μετατρέπουν σε προϊόν, με διανοητικές εκπτώσεις και αγνοώντας τις κοινωνικές συνθήκες. Συζούν μια χαρά και δίχως ενοχές με την ανθρώπινη οδύνη, εκείνη που δημιουργεί η βαρβαρότητα της ανέχειας και, κυρίως, πορεύονται με γνώμονα το κέρδος.
Η οπτική των διαφόρων ιδρυμάτων “πολιτισμού”, ιδιοκτησία πολυεθνικών επιχειρηματικών κολοσσών, είναι ο μόνος δρόμος, με τον οποίον ο καλός καπιταλιστής μπορεί να αντιληφθεί το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Και ο μόνος τρόπος να το ανεχτεί, αφού πια το θέτει υπό τον πλήρη έλεγχο των συμφερόντων του. Το φιλοθεάμον κοινό γίνεται μια χαρά “πελατάκι”, πρόθυμο να αγοράσει ό,τι του σερβίρεται. Όσοι δε, ως δημιουργοί, βιοπορίζονται από την τέχνη τους, ελέγχονται: τα φρονήματα, πολλάκις, καθορίζουν τις καριέρες. Η παντοδυναμία των “μαικήνων” εκβράζει ότι δεν μπορεί να εμπορευματοποιήσει. Ο κύκλος του κέρδους είναι ο μοναδικός ορίζοντας.
Αν, λοιπόν, το καλλιτεχνικό πάθος είναι κατεξοχήν αναρχικό και αντιεξουσιαστικό, να το τσιμεντώνεις, μαζί με όλα τα κοινωνικά συμπαρομαρτούντα, είναι η συνήθης πρακτική της εξουσίας. Η κυβέρνηση της δεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Δεν είναι μοναχά που που δεν θέλει, είναι και που δεν μπορεί: για τον/ην καθαρόαιμο/η δεξιό/α, τίποτε, μα τίποτε, δεν κατανοείται έξω από τη συνθήκη του πουλάω–αγοράζω, έξω από τη συνθήκη του κέρδους από κάθε προσφορά, έξω από τη συνθήκη της αναπαραγωγής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Μπορεί να καταργεί ως άχρηστο, ότι ακόμη δεν κατέστη εμπόρευμα, μπορεί και να καταστρέφει ότι φοβάται, μπορεί και τα δύο μαζί.
Ο οραματικός χαρακτήρας ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου πολιτισμού, όπως το Εμπρός, που δίνει τη δυνατότητα μιας άλλης, συνολικής οπτικής και προοπτικής, ως προεικόνιση μιας κοινωνίας ισότιμης συμμετοχής, δεν είναι μόνο φαινόμενο ακατανόητο, είναι και εχθρικό. Το τσιμεντώνουμε λοιπόν εδώ και τώρα, για να μην βρει μιμητές.
Σήμερα, 21η Μαΐου, Παγκόσμια Ημέρα για την Πολιτισμική Διαφορετικότητα, τον Διάλογο και την Ανάπτυξη, Παγκόσμια Ημέρα Πολιτισμού, κοντολογίς, θα είχε ενδιαφέρον ο πρωθυπουργός και η υπουργός Πολιτισμού, λάτρες αμφότεροι του τσιμέντου, να εκδιπλώσουν τις απόψεις τους περί του θέματος.
ΠΗΓΗ: artinews.gr