12 Οκτ 2012

Ιδεολογία ή ιδιοτέλεια; (Ή ιδιοτελής ιδεολογία;)…Του Στάθη


Απορούσε ο ανταποκριτής της «Λιμπερασιόν» στις Βρυξέλλες κ. Ζαν Κατρεμέρ γιατί
δεν υπάρχει «γερμανοφοβική φρενίτιδα», όπως αυτή που παρατηρείται στην Ελλάδα, και σε άλλες πάσχουσες χώρες (τα ΡΙGS, όπως με γαλατική ευπρέπεια κάγχαζε η φάρα του), δηλαδή
στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στην Ιταλία!


Εν πρώτοις, αυτό που ο καλός αυτός ανταποκριτής ισχυρίζεται περί «γερμανοφοβικής φρενίτιδας» δεν τεκμαίρεται. Οι αιτιάσεις, ακόμα και η οργή των Ελλήνων (όπως κι άλλων λαών) δεν στρέφεται κατά των Γερμανών, αλλά κατά της γερμανικής κυβέρνησης. Και των τοκογλύφων ανεξαρτήτως εθνικότητος. Αυτονόητο! Oχι για την προπαγάνδα.

Και μάλιστα όχι για την οργουελιανή γλώσσα της προπαγάνδας: «γερμανοφοβική φρενίτιδα»! - δηλαδή ένας λαός φοβικός (εν προκειμένω με έναν άλλον... λαό) και τρελός εις βαθμόν φρενίτιδος!

Αυτή η γλώσσα, η γλώσσα της προπαγάνδας, είναι η ίδια που ονομάζει «μίσος» την αντίδραση στην εξουσιαστική βία, «άκρα» τους αριστερούς (στον ίδιο ντορβά με τους φασίστες), «ευέλικτη εργασία» τη σκλαβιά, «φθηνό κόστος εργασίας» την εξαθλίωση των προσώπων και των τάξεων· είναι η ίδια εφιαλτική

γλώσσα των οργουελιανών όρων «παράπλευρες απώλειες», «αυτοπροσδιορισμός», «αλήθεια του άλλου» «εξαγωγή δημοκρατίας» κι άλλων χιλίων τέτοιων που έχουν μετατρέψει τη ζωή μας σε έναν καφκικό λαβύρινθο,

όπου, εκτός απ’ τον ζόφο, το παράλογο, το ανήθικο και το αφιλοσόφητο, έχει μεγάλη πέραση και το ηλίθιο.

Διότι ο φωστήρας αυτός της «Λιμπερασιόν», που παραφράζει ή μάλλον παρενδύει τις αντιναζιστικές μνήμες των Ελλήνων σε «γερμανοφοβική φρενίτιδα», απορεί γιατί δεν ιχνηλατεί τα ίδια στην Ισπανία (που εκείνην την εποχή ήταν στον κόσμο της, τον κόσμο του Φράνκο), στην Πορτογαλία (επίσης στον κόσμο της, τον κόσμο του Σαλαζάρ!) και την Ιρλανδία, που, λόγω του αντιβρετανισμού της, έβλεπε κάθε εχθρό των Αγγλων τουλάχιστον με συμπάθεια. (Απόδειξη ότι στη χώρα αυτή βρήκαν καταφύγιο, μέσω οργανωμένων ναζιστικών δικτύων, πολλοί καταζητούμενοι για εγκλήματα πολέμου υψηλόβαθμοι ναζιστές, αμέσως μετά τον πόλεμο.)

Για την Ιταλία (τη φασιστική σύμμαχο των ναζί ώς το 1943), τι να εξηγήσει κανείς στον κ. Κατρεμέρ; ότι διαθέτει μια απ’ τις πιο πλούσιες κι εγγράμματες αντιφασιστικές παραδόσεις στην Ευρώπη; Οτι η ιταλική αντιφασιστική κληρονομιά στον πολιτισμό των Ευρωπαίων είναι ανεκτίμητη;

Πού; θα ρωτήσει κανείς, στη χώρα της Λίγκας του Βορρά και του Μπερλουσκόνι;

Αυτή ακριβώς η ερώτηση αποδεικνύει πόσο ηλίθιες είναι οι γενικεύσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί εν προκειμένω ο κ. Ζαν Κατρεμέρ για να περιγράψει ή να εξηγήσει τα πράγματα. Διότι πουθενά δεν υπάρχει μία μόνη όψη εις ουδέν.

Ακόμα και τα παραδείγματα που χρησιμοποίησε η αφεντιά μου για την Ισπανία ή την Πορτογαλία (εν σχέσει με την ανυπαρξία εμπειριών ναζιστικής κατοχής στο έδαφός τους) γενικεύσεις θα ήταν, αν έμεναν μόνον σε αυτό. Η αντιφασιστική κληρονομιά των Ισπανών και των

Πορτογάλων δεν είναι λιγότερο πολύτιμη απ’ αυτή των Ισπανών και των Ελλήνων. Των Γάλλων. Και πρώτα απ’ όλους, των ίδιων των Γερμανών.

Αν λοιπόν στις διαδηλώσεις στην Ελλάδα ο κ. Κατρεμέρ βλέπει «γερμανοφοβική φρενίτιδα», εκατοντάδες και χιλιάδες Γάλλοι διανοούμενοι, πολιτικοί, ακόμα και σώφρονες οικονομικοί κύκλοι, βλέπουν αυτό που βλέπουν κι εκατομμύρια Γάλλοι πολίτες: έναν

λαό να πάσχει,

πολλούς λαούς να πάσχουν,

μια Ευρώπη που μετατρέπεται σε Ενωση Τυραννίδων και Τυραννιών.

Ο (αριστερός κι αυτός;) ανταποκριτής της (αριστερής κι αυτής;) «Λιμπερασιόν»

μας λούζει με όλα τα κλισέ, όπως ότι: εμάς «των Ελλήνων μας φταίνε πάντα οι άλλοι», ότι «μια χώρα υψηλής διαφθοράς όπως η Ελλάδα» δεν μπορεί να δίνει μαθήματα σε «μια χώρα υποδειγματικής δημοκρατίας όπως η Γερμανία» κι άλλα συναφή

συμπίπτοντας ο (αριστερός κι αυτός;) κύριος με τις πιο κίτρινες φωνές στην Ευρώπη, όπως της «Bild» («αν θέλετε να γίνετε καλύτεροι, να γίνετε σαν κι εμάς») ή του «Focus» («μη διαμαρτύρεσθε, διότι δεν θα σας βοηθήσουμε»)...

Δεν είναι παράξενο να συγκλίνουν μέσα στο πλαίσιο της «ομογενοποιημένης σκέψης» τα στερεότυπα των απολογητών της παγκοσμιοποίησης και της νέας Τάξης,

όλες αυτές οι γενικεύσεις, δηλαδή, που υποβαθμίζουν τον δημόσιο διάλογο σε οπαδίτη μανιχαϊστικών διαιρέσεων, που με τη σειρά τους διευκολύνουν το divide et impera των κυρίαρχων τάξεων.

Δεν είναι παράδοξο ότι αυτά τα στερεότυπα και οι γενικεύσεις αποτελούν την αγαπημένη καραμέλα των παρ’ ημίν φερεφώνων, κυρίως δε των ευρωλιγούρηδων κομπλεξικών

που άλλην έγνοια δεν έχουν, παρά πώς να καθηλώνουν τον λαό υπάκουον στους Δυνατούς και υπήκοον στον φόβο

που η έλλειψη αυτοσεβασμού θρέφει.

Πρώτο μέλημα τόσα χρόνια της προπαγάνδας, μέσω των ΜΜΕ που εκφράζουν τη διαπλοκή, είναι το σπάσιμο του ηθικού του λαού.

«Δεν φταίνε οι ελληνικές κυβερνήσεις (ή δεν φταίνε μόνον οι ελληνικές κυβερνήσεις») για την καταστροφή της χώρας, «φταίει ο λαός».

Ο «τεμπέλης και διεφθαρμένος λαός» που «πάντα του φταίνε οι άλλοι», ο ίδιος που εμφανίζεται από τους ίδιους προπαγανδιστές ως «ελληνάρας» και «εθνικιστής» και «κρυπτοφασίστας» (που έστειλε, κατά Κατρεμέρ, μια «φρουρά νεοναζί στο Κοινοβούλιο», αντί, λέμε εμείς, να στείλει μια «μεραρχία Λεπενιστών ο “Πεταίν”», ώστε να μην είμαστε έθνος ανάδελφον αλλά πλήρως εξευρωπαϊσμένο) - γελοιότητες...

Η αλήθεια είναι, ότι έχουν σφίξει τα πράγματα.

Αυτοί που κοροϊδεύουν τον λαό (με την έννοια της λοιδορίας), αυτοί που κοροϊδεύουν τον λαό (με την έννοια της εξαπάτησης) έχουν δυναμώσει τη φωνή τους. Διότι αν πέσει το σύστημα που τόσα χρόνια στηρίζουν, θα πέσει και πάνω στο κεφάλι τους.

Εφημερίδες κύρους, όπως τα πάλαι ποτέ σοβαρά και λαϊκά «ΝΕΑ», έχουν μέσα σε λίγα χρόνια μετατραπεί σε άμβωνες ή μάλλον σε άντρα ακροδεξιών νεοφιλελεύθερων αρθρογράφων, που, υπό τη δορά ενός παιγνιώδους «εκσυγχρονιστικού» κυνισμού, περιπαίζουν καθημερινώς τους φτωχούς ανθρώπους, την αγωνία και τις αδυναμίες τους, τους δικάζουν και τους καταδικάζουν,

εμφανίζοντας τους τρόπους των αδύναμων ως εθνική παθολογία κι όχι τους τρόπους των φοροφυγάδων, των διαπλεκόμενων και των λαμογιομιζαδόρων.
 
Είναι αλήθεια ότι στο σύστημα που ζούμε για τη δύναμη του Δυνατού φταίει η αδυναμία του αδύναμου. Η πολιτική αδυναμία όμως. Κι αυτή, όσον ο αδύναμος δεν διεκδικεί τη δύναμη που του χρειάζεται για να ανατρέψει τη βάρβαρη ανισοκατανομή του πλούτου.

Αυτή η πολιτική αδυναμία δεν είναι βεβαίως σε καμιά περίπτωση ηθική αδυναμία - ως τέτοιαν

όμως την πλασάρουν στα μάτια του ίδιου του αδύναμου τα παπαγαλάκια. Σαν να έχτισε, δηλαδή, ο κάθε πολίτης το κελλί στο οποίο τον έχει βάλει μέσα το πολιτικό σύστημα - σαν να μην

υπήρχε, δηλαδή, αυτό το κελλί έτοιμο από καιρό να τον υποδεχθεί, πριν καν ακόμα γεννηθεί.

Και είναι τραγικά αστείο ύστερα το σύστημα να ζητά απ’ τον φυλακισμένο ευθύνες για τις κατασκευαστικές ατέλειες του κελλιού,

ατέλειες που θα επιδεινώνονται, ώσπου το κελλί να γίνει τάφος.

Αν λοιπόν υπάρχουν ηθικές ευθύνες για τον κρατούμενο, αυτές είναι πολιτικές: να γκρεμίσει το κελλί!

Κι όχι να ακούει από τα παπαγαλάκια ιερεμιάδες, ότι φταίει ο ίδιος που το κελλί δεν δουλεύει καλά.

Εχω γράψει (επιτρέψτε μου την αναφορά στην ταπεινότητά μου) πολλές φορές τα τελευταία χρόνια εναντίον εκείνων που ατιμάζουν τη δημοσιογραφία

υποσκάπτοντας το πολιτικό και ηθικό σθένος των πολιτών και καθ-ιερώνοντας τα διαρκώς αυξανόμενα προνόμια των Δυνατών. (Προ-νόμια! σκεφθείτε, παρακαλώ, τι λέει η λέξη.)

Ξεχώριζα όσους το έκαναν από ιδεολογία, από όσους το έκαναν από ιδιοτέλεια, αναγνωρίζοντας στους πρώτους τη νομιμότητα της άποψης και ψέγοντας τους δεύτερους για την ανηθικότητά τους.

Εκανα λάθος.

Βλάπτουν και οι δύο κατηγορίες το ίδιο τους πολίτες, καταστρέφουν το ίδιο και οι δύο τη χώρα, συμβάλλουν και οι δύο το ίδιο στο σκλάβωμα του λαού.

Εχουν περάσει πια πολλά χρόνια, που η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία δοκιμάζεται ως κυβερνητική πολιτική με αρμαγεδδωνικά αποτελέσματα για τους λαούς.
 Ο ιδεολόγος που δεν το βλέπει αυτό γίνεται ιδιοτελής. Οχι άκων! Εκών!

Το «τέλος της Ιστορίας» δεν ήρθε, όπως ο ίδιος ο Φουκουγιάμα πλέον παραδέχεται - το να συνεχίζουμε εμείς εδώ να ζούμε υπό την κατοχήν ενός παράλογου κι ανήθικου παραληρήματος δεν συνιστά ιδεολογία, αλλά ιδιοτέλεια.

Πολιτικοί (νεοφιλελεύθεροι), δημοσιογράφοι (νεοφιλελεύθεροι) κι άλλα επιτηδεύματα (νεοφιλελεύθερων)

συγκλίνουν καιρό τώρα

με πολιτικούς (εκσυγχρονιστές), δημοσιογράφους (εκσυγχρονιστές) κι άλλα επιτηδεύματα (εκσυγχρονιστών)

σε μία κοινή κι ενιαία πολιτική οικονομικής βαρβαρότητας και φρίκης,

που την ασκούν προπαγανδίζοντάς την με μία κοινή και ενιαία χρήση στερεοτύπων, γενικεύσεων και οργουελιανών ευφημισμών.

Για τους μεν η ιδεολογία τους έγινε ιδιοτέλεια και για τους δε η ιδιοτέλειά τους ήταν ανέκαθεν η ιδεολογία τους.

Δεν μπορεί πια κανείς να τους διαφοροποιεί, δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες...

 ΠΗΓΗ: enikos.gr