2 Φεβ 2012

Περί τελικών λύσεων, κρίσιμων συνόδων και εκβιασμών


Άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου*
Πόσες «τελικές» λύσεις, πόσες «κρίσιμες σύνοδοι» της ευρωζώνης, πόσοι ακόμα εκβια­σμοί θα χρειαστούν για να δούμε κά­ποιο φως στο τέλος του τούνελ; 

Ένα ερώτημα που δεν έχει πιο αισιόδοξη απάντηση σήμερα από...
ό,τι θα είχε το περασμένο καλοκαίρι, όταν συζη­τήθηκε η πρώτη ιδιωτική συμμετοχή για το ελληνικό χρέος. 

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ τον Οκτώβριο ήταν, ότι, κάτω από συγκεκριμένες υποθέσεις, ένα κούρεμα θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε ένα βιώσιμο χρέος του 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. 
Μόνο που οι προβλέψεις ήταν φαντασιακές, γιατί οι υποθέσεις ήταν ανυπόστατες.
 

Το πόσο θα βοηθήσει το PSI (η ιδιω­τική συμμετοχή) δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί, την ώρα που γράφεται αυ­τό το κείμενο, μια και δεν είναι ακόμα καν σίγουρο ότι θα βρεθεί συμφωνία. Επιπλέον, και να κλείσει η συμφωνία, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε την έμπρακτη συμμετοχή ύστερα από τη στιγμή που η κυβέρνηση θα καλέσει τους ιδιώτες να προσέλθουν με βάση τη συγκεκριμένη συμφωνία. Αλλά και στην καλύτερη περίπτωση, και παρά τις θριαμβολογίες και τις φανφάρες που θα ακολουθήσουν (για λίγες μέρες τουλάχιστον – όπως έγινε και τον Ιούλιο, όπως έγινε και τον Οκτώβριο), η ιδιω­τική συμβολή θα είναι μικρή. 
Και αυτό γιατί στο καθαρό κέρδος θα πρέπει να υπολογίσουμε τα χρήματα που θα δο­θούν για τις προβληματικές μας τράπε­ζες και την επίδραση της συνεχόμενης ύφεσης. 
Η αρχική πρόβλεψη του ΔΝΤ ήταν ότι, ενώ χωρίς κούρεμα το χρέος μας στο τέλος του 2012 θα έφτανε το 161% του ΑΕΠ, με το κούρεμα αυτό θα μπορούσε να μειωθεί στο 150%. Αυτό το κέρδος υπολογίζεται από 40% (ή, καλύτερα, 40 ποσοστιαίες μονάδες) του κουρέματος μείον 20% για την ανα­κεφαλαίωση των τραπεζών, μείον άλλα 10% από την επίδραση της ύφεσης (ή, για να ακριβολογούμε, την επίδραση μεταξύ επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυ­ξης). Ένα καθαρό κέρδος της τάξης του 10% (40-20-10).
 

Πριν στεγνώσει η μελάνη…
 

Αυτά τα νούμερα θα παίξουν λίγο, ανάλογα με το επιτόκιο που θα συμ­φωνηθεί (αν συμφωνηθεί), την περί­οδο ωρίμανσης των νέων ομολόγων κ.λπ. Αλλά οι διαφορές δεν θα είναι μεγάλες και για αυτό βλέπουμε να πιέζει το ΔΝΤ και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. για όσο μικρότερο επιτόκιο. Γιατί καταλαβαίνουν ότι και μετά τη συμφωνία, το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Δηλαδή, όχι πριν στε­γνώσει η μελάνη, αλλά πριν μπουν καν οι υπογραφές, έχουν αρχίσει οι αμφισβητήσεις από τις πιο επίσημες πηγές.  
Μπορεί τα hedge funds, που σπεύσανε να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα σε πολύ χαμηλές τιμές, όταν μυρίστηκαν ότι θα προωθηθεί ένα σχέδιο PSI, να βγουν κερδισμένα, αλ­λά δεν αλλάζει σελίδα η Ελλάδα.
 

Ο κόσμος στο στόχαστρο
 

Πόσω μάλλον ο κόσμος της εργασί­ας εντός Ελλάδας, που έχει βρεθεί στο στόχαστρο όλων των πακέτων «διάσω­σης». Το κούρεμα έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής, πριν το χρέος φτάσει στα με­γέθη που έχει φτάσει αυτήν τη στιγμή. Και βεβαίως έπρεπε να προωθηθεί, για να μην επιβληθεί η λιτότητα. Αλλά το πολιτικό σύστημα δεν σκέφτηκε ποτέ αυτό το ενδεχόμενο και ποτέ δεν το πάλεψε. Όχι, βέβαια, γιατί είναι υποτακτι­κό στο γερμανικό κεφάλαιο, αλλά γιατί τα διάφορα μνημόνια αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για το ελληνικό κε­φάλαιο να περάσει μέτρα που οραμα­τιζόταν εδώ και χρόνια. Όταν ο Παπανδρέου (ή η Μπακογιάννη ή ο Φλωρίδης ή ο Αλέκος Παπαδόπουλος) μιλάνε για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έπρε­πε να γίνουν έτσι και αλλιώς, αυτό εν­νοούν. 
Και όχι μόνο για το μεγάλο κε­φάλαιο. Γιατί ενώ η τρόικα, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, επέμενε από την αρχή για την ανάγκη να αντιμετω­πιστεί η φοροδιαφυγή, οι δικοί μας δεν έκαναν τίποτα. Για τους δικούς μας η Ελ­λάδα αποτελεί ειδική περίπτωση, που πρέπει να δεχτεί ένα νεοφιλελεύθερο σοκ, όπως αυτά που υπέστησαν, με τό­ση επιτυχία, οι οικονομίες της Ανατο­λικής Ευρώπης τη δεκαετία του ενενή­ντα. Και σε αυτό το σοκ, οι στρατιωτικές δαπάνες, η φοροασυλία της Εκκλησίας, η μικρή (και όλο μικρότερη) φορολο­γία του μεγάλου κεφαλαίου και η φο­ροδιαφυγή κάποιων μικρομεσαίων δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος. Το πρόβλημα αποτελούν οι μισθοί, οι συ­ντάξεις, το κοινωνικό κράτος και γενικότερα τα δικαιώματα της (μισητής) με­ταπολίτευσης.
Μόνο που δεν είναι μόνο η Ελλάδα σε κρίση, και η ιδιαιτερότητά της δεν προκύπτει από πουθενά. Τις τελευ­ταίες μέρες οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί μάς προειδοποιούν ξανά για τους κινδύνους μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης. Σε αυτήν τη συγκυρία, το μόνο που κάνει η Ε.Ε. είναι να κα­ταστρώνει σχέδια για τη συστηματο­ποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας, της λιτότητας δηλαδή! Συγχρόνως, στην ευρωζώνη το πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν έχει αντιμε­τωπιστεί. 

Όσο οι ελίτ της ευρωζώνης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την κάθε χώρα ξεχωριστά και δεν προω­θούν υπερεθνικές λύσεις για υπερε­θνικά προβλήματα, οδηγούμαστε στη διάλυση του ευρώ. Όχι από τους «λαϊκιστές» της Ελλάδας και των άλλων χωρών, που αντιστέκονται στην κυρί­αρχη πολιτική, αλλά ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.
Οι ελίτ δεν θα πειστούν να αλλά­ξουν κατεύθυνση, υιοθετώντας το ευρωομόλογο ή δημιουργώντας έναν μεγάλο ομοσπονδιακό προϋπολογι­σμό, για παράδειγμα, χωρίς μεγάλες πιέσεις από τα κάτω. Αυτές οι πιέσεις είναι αναγκαίες είτε μπορεί να αλλά­ξει η ατζέντα στο ευρωπαϊκό επίπεδο (που εγώ εύχομαι) είτε όχι. 

Για αυτόν τον λόγο το κυρίαρχο είναι να πειστεί ένας κόσμος να παλέψει για την αναδι­ανομή του εισοδήματος, για τον έλεγ­χο των χρηματαγορών και την κοινωνι­κοποίηση των τραπεζών, για την ανά­γκη νέων παραγωγικών και καταναλω­τικών προτύπων, για ένα νέο Δημόσιο που θα συνδυάσει την αποτελεσματι­κότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη
Μόνο με την επιστροφή του δήμου, της δημοκρατίας, μπορούμε να ελπί­σουμε σε μια αλλαγή ατζέντας. Χωρίς αυτό σε λίγους – μάλλον πολύ λίγους – μήνες θα μιλάμε ξανά για νέες τε­λικές λύσεις, για νέες κρίσιμες συνό­δους και, προπαντός, για νέους εκβι­ασμούς.

 * Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 http://topontiki.gr/article/29077
ΠΗΓΗ: παρέμβαση