Άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου*
Πόσες «τελικές» λύσεις, πόσες «κρίσιμες σύνοδοι» της ευρωζώνης, πόσοι ακόμα εκβιασμοί θα χρειαστούν για να δούμε κάποιο φως στο τέλος του τούνελ;
Ένα ερώτημα που δεν έχει πιο αισιόδοξη απάντηση σήμερα από...
ό,τι θα είχε το περασμένο καλοκαίρι, όταν συζητήθηκε η πρώτη ιδιωτική συμμετοχή για το ελληνικό χρέος.
Οι προβλέψεις του ΔΝΤ τον Οκτώβριο ήταν, ότι, κάτω από συγκεκριμένες υποθέσεις, ένα κούρεμα θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε ένα βιώσιμο χρέος του 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Μόνο που οι προβλέψεις ήταν φαντασιακές, γιατί οι υποθέσεις ήταν ανυπόστατες.
Το πόσο θα βοηθήσει το PSI (η ιδιωτική συμμετοχή) δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί, την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, μια και δεν είναι ακόμα καν σίγουρο ότι θα βρεθεί συμφωνία. Επιπλέον, και να κλείσει η συμφωνία, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε την έμπρακτη συμμετοχή ύστερα από τη στιγμή που η κυβέρνηση θα καλέσει τους ιδιώτες να προσέλθουν με βάση τη συγκεκριμένη συμφωνία. Αλλά και στην καλύτερη περίπτωση, και παρά τις θριαμβολογίες και τις φανφάρες που θα ακολουθήσουν (για λίγες μέρες τουλάχιστον – όπως έγινε και τον Ιούλιο, όπως έγινε και τον Οκτώβριο), η ιδιωτική συμβολή θα είναι μικρή.
Και αυτό γιατί στο καθαρό κέρδος θα πρέπει να υπολογίσουμε τα χρήματα που θα δοθούν για τις προβληματικές μας τράπεζες και την επίδραση της συνεχόμενης ύφεσης.
Η αρχική πρόβλεψη του ΔΝΤ ήταν ότι, ενώ χωρίς κούρεμα το χρέος μας στο τέλος του 2012 θα έφτανε το 161% του ΑΕΠ, με το κούρεμα αυτό θα μπορούσε να μειωθεί στο 150%. Αυτό το κέρδος υπολογίζεται από 40% (ή, καλύτερα, 40 ποσοστιαίες μονάδες) του κουρέματος μείον 20% για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, μείον άλλα 10% από την επίδραση της ύφεσης (ή, για να ακριβολογούμε, την επίδραση μεταξύ επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυξης). Ένα καθαρό κέρδος της τάξης του 10% (40-20-10).
Πριν στεγνώσει η μελάνη…
Αυτά τα νούμερα θα παίξουν λίγο, ανάλογα με το επιτόκιο που θα συμφωνηθεί (αν συμφωνηθεί), την περίοδο ωρίμανσης των νέων ομολόγων κ.λπ. Αλλά οι διαφορές δεν θα είναι μεγάλες και για αυτό βλέπουμε να πιέζει το ΔΝΤ και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. για όσο μικρότερο επιτόκιο. Γιατί καταλαβαίνουν ότι και μετά τη συμφωνία, το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Δηλαδή, όχι πριν στεγνώσει η μελάνη, αλλά πριν μπουν καν οι υπογραφές, έχουν αρχίσει οι αμφισβητήσεις από τις πιο επίσημες πηγές.
Μπορεί τα hedge funds, που σπεύσανε να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα σε πολύ χαμηλές τιμές, όταν μυρίστηκαν ότι θα προωθηθεί ένα σχέδιο PSI, να βγουν κερδισμένα, αλλά δεν αλλάζει σελίδα η Ελλάδα.
Ο κόσμος στο στόχαστρο
Πόσω μάλλον ο κόσμος της εργασίας εντός Ελλάδας, που έχει βρεθεί στο στόχαστρο όλων των πακέτων «διάσωσης». Το κούρεμα έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής, πριν το χρέος φτάσει στα μεγέθη που έχει φτάσει αυτήν τη στιγμή. Και βεβαίως έπρεπε να προωθηθεί, για να μην επιβληθεί η λιτότητα. Αλλά το πολιτικό σύστημα δεν σκέφτηκε ποτέ αυτό το ενδεχόμενο και ποτέ δεν το πάλεψε. Όχι, βέβαια, γιατί είναι υποτακτικό στο γερμανικό κεφάλαιο, αλλά γιατί τα διάφορα μνημόνια αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για το ελληνικό κεφάλαιο να περάσει μέτρα που οραματιζόταν εδώ και χρόνια. Όταν ο Παπανδρέου (ή η Μπακογιάννη ή ο Φλωρίδης ή ο Αλέκος Παπαδόπουλος) μιλάνε για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν έτσι και αλλιώς, αυτό εννοούν.
Και όχι μόνο για το μεγάλο κεφάλαιο. Γιατί ενώ η τρόικα, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, επέμενε από την αρχή για την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή, οι δικοί μας δεν έκαναν τίποτα. Για τους δικούς μας η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση, που πρέπει να δεχτεί ένα νεοφιλελεύθερο σοκ, όπως αυτά που υπέστησαν, με τόση επιτυχία, οι οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ενενήντα. Και σε αυτό το σοκ, οι στρατιωτικές δαπάνες, η φοροασυλία της Εκκλησίας, η μικρή (και όλο μικρότερη) φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου και η φοροδιαφυγή κάποιων μικρομεσαίων δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος. Το πρόβλημα αποτελούν οι μισθοί, οι συντάξεις, το κοινωνικό κράτος και γενικότερα τα δικαιώματα της (μισητής) μεταπολίτευσης.
Μόνο που δεν είναι μόνο η Ελλάδα σε κρίση, και η ιδιαιτερότητά της δεν προκύπτει από πουθενά. Τις τελευταίες μέρες οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί μάς προειδοποιούν ξανά για τους κινδύνους μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης. Σε αυτήν τη συγκυρία, το μόνο που κάνει η Ε.Ε. είναι να καταστρώνει σχέδια για τη συστηματοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας, της λιτότητας δηλαδή! Συγχρόνως, στην ευρωζώνη το πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν έχει αντιμετωπιστεί.
Όσο οι ελίτ της ευρωζώνης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την κάθε χώρα ξεχωριστά και δεν προωθούν υπερεθνικές λύσεις για υπερεθνικά προβλήματα, οδηγούμαστε στη διάλυση του ευρώ. Όχι από τους «λαϊκιστές» της Ελλάδας και των άλλων χωρών, που αντιστέκονται στην κυρίαρχη πολιτική, αλλά ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.
Οι ελίτ δεν θα πειστούν να αλλάξουν κατεύθυνση, υιοθετώντας το ευρωομόλογο ή δημιουργώντας έναν μεγάλο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, για παράδειγμα, χωρίς μεγάλες πιέσεις από τα κάτω. Αυτές οι πιέσεις είναι αναγκαίες είτε μπορεί να αλλάξει η ατζέντα στο ευρωπαϊκό επίπεδο (που εγώ εύχομαι) είτε όχι.
Για αυτόν τον λόγο το κυρίαρχο είναι να πειστεί ένας κόσμος να παλέψει για την αναδιανομή του εισοδήματος, για τον έλεγχο των χρηματαγορών και την κοινωνικοποίηση των τραπεζών, για την ανάγκη νέων παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων, για ένα νέο Δημόσιο που θα συνδυάσει την αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη.
Μόνο με την επιστροφή του δήμου, της δημοκρατίας, μπορούμε να ελπίσουμε σε μια αλλαγή ατζέντας. Χωρίς αυτό σε λίγους – μάλλον πολύ λίγους – μήνες θα μιλάμε ξανά για νέες τελικές λύσεις, για νέες κρίσιμες συνόδους και, προπαντός, για νέους εκβιασμούς.
* Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
http://topontiki.gr/article/29077
ΠΗΓΗ: παρέμβαση