2 Φεβ 2012

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ελληνικό σινεμά φτιαγμένο με μεράκι


Του Γιάννη Ζουμπουλάκη   

Από την εποχή της «Στρέλλας» του Πάνου Χ. Κούτρα έχω να δω ελληνική ταινία τόσο μερακλίδικα φτιαγμένη μα και τόσο ανθρώπινη όσο ο...
«Αδικος κόσμος» (2011, Ελλάδα) του Φίλιππου Τσίτου. Ούτε ένα αδιάφορο κάδρο. Ούτε ένα περισσευούμενο πλάνο. Ούτε μισή λέξη που να περιττεύει. 
Καθετί στην ταινία είναι βαλμένο με «επιστημονική» ακρίβεια αλλά και αγάπη, αλφαδιασμένο κάτω από το μικροσκόπιο της ματιάς ενός πολύ ευαίσθητου σκηνοθέτη, ο οποίος αφηγείται μια ανθρώπινη και την ίδια στιγμή παραμυθένια ιστορία.

«Προσπαθώ να είμαι δίκαιος» λέει ο Σωτήρης (Αντώνης Καφετζόπουλος), ένας μεσήλικας προανακριτής της Αστυνομίας, ο οποίος έχει αποφασίσει να πράττει σύμφωνα με τα όσα η συνείδηση και το ένστικτό του υπαγορεύουν. Ο Σωτήρης είναι ένας μοναχικός, λιγομίλητος άνθρωπος που στον ελεύθερο χρόνο του ατενίζει το πουθενά καθισμένος σε παγκάκια ή φτιάχνοντας μικροκατασκευές σπίτι του. Καλύτερός του φίλος είναι ο ιδιοκτήτης μιας καντίνας με «βρώμικα» στη γειτονιά του αλλά και πάλι δεν λένε και πολλά μεταξύ τους. Ο Σωτήρης βρίσκει νόημα στη δουλειά του μελετώντας περισσότερο στους ανθρώπους για τους οποίους καλείται να αποφασίσει και λιγότερο τους φακέλους των δικογραφιών. Για την ακρίβεια, οι φάκελοι στοιβάζονται πίσω από την πλάτη του, τους πετά στα τυφλά πάνω στο ντουλάπι. Μόνο που το πρόβλημα του Σωτήρη είναι, πως δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει, ότι σε έναν άδικο κόσμο δεν είναι και τόσο εύκολο να πράττεις δίκαια. 

Θα το καταλάβει μόνον όταν (όχι ακριβώς άθελά του) βρεθεί ο ίδιος μπλεγμένος σε μια υπόθεση φόνου για να δει τις πόρτες ξαφνικά να κλείνουν. Ακόμα και από ανθρώπους που είχε ο ίδιος βοηθήσει.

Ο «Αδικος κόσμος» είναι ό,τι πιο κοντινό στο σινεμά του Ακι Καουρισμάκι θα δούμε ποτέ σε ελληνική ταινία. Οχι μόνον φορμαλιστικά (αυτό θα ήταν μάλλον εύκολο) αλλά στο περιεχόμενο, γεγονός που έχει αντίκτυπο στις αισθήσεις μας (και αυτό είναι πολύ δύσκολο). Η ανθρωπιά, που κρύβει στα σπλάχνα της αυτή η ταινία, αναδύεται αβίαστα και με γνησιότητα. Οι καταστάσεις ποτέ δεν φαίνονται να πιέζονται, ποτέ δεν νιώθεις ότι ο σκηνοθέτης «θέλει να πει κάτι». Ο Τσίτος αρέσκεται στο να παρατηρεί λεπτομέρειες και το κάνει αθόρυβα εντείνοντας ακόμα περισσότερο την περιέργεια του θεατή. Μέσα από μικρές σκηνές αποκρυπτογραφείται η μεγάλη ψυχή της ταινίας. 


Δεν μπορείς τέλος να παραβλέψεις το γεγονός, ότι ο «Αδικος κόσμος» είναι και μια προσωπική επιτυχία του Αντώνη Καφετζόπουλου. Με τα γουρλωμένα, βουτηγμένα στην υγρή απορία, ανήσυχα μάτια του, το κουρασμένο αλλά όχι ακριβώς «παραιτημένο» στυλ, το κόμπιασμα στην αναπνοή, ένας άνθρωπος που νιώθει να πνίγεται αλλά δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την κατάσταση, ο Καφετζόπουλος πλάθει τέλεια τον ώριμο άνθρωπο με την παιδική ψυχή, τον αθώο, ίσως και κάπως αφελή, καθημερινό άνθρωπο που το έχει στη μοίρα του να μπλέκει σε φασαρίες. Δίπλα του η Θεοδώρα Τζήμου, το παγωμένο αμόρε, η Σοφία Σεϊρλή και ο πάντοτε άψογος Χρήστος Στέργιογλου στον ρόλο του συνεργάτη του Σωτήρη.
Βαθμολογία: 4

Ο χορός των τεράτων 


Θέλετε να δείτε τι σημαίνει γονέας-τέρας; Αν ναι, τότε ο «Ο θεός της σφαγής» («Carnage», Γερμανία/Γαλλία/Πολωνία/Ισπανία, 2012) είναι η ταινία σας. Ο Ρόμαν Πολάνσκι, αυτό το ανήμερο θεριό του σινεμά, ξαναχτυπά και αυτή τη φορά έχει στα χέρια του το διάσημο θεατρικό έργο της Γιασμίνα Ρεζά, που, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο πλανήτη, απέτυχε παταγωδώς στην Ελλάδα όταν ανέβηκε πέρσι στο θέατρο της Κάτιας Δανδουλάκη σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.

Δύο ζευγάρια γονέων συναντιούνται στο σπίτι του ενός, προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους, κάποιο πρόβλημα που προέκυψε από τον καβγά των παιδιών τους. Το ένα παιδί χτύπησε το άλλο και το θέμα, πολύ λογικά όπως κανείς θα περίμενε, κατέληξε στα χέρια των γονέων. Θα πρέπει, μέσα σε ένα πολιτισμένο πλαίσιο να δουν το πρόβλημα κατάματα και να το αντιμετωπίσουν για το καλό των παιδιών τους. Ετσι δεν είναι;

Χα, χα, χα! Εδώ γελάμε.

Το ζευγάρι των επισκεπτών ανήκει σε κοινωνική τάξη ανώτερη από εκείνη των οικοδεσποτών

Ο σύζυγος (Κρίστοφ Βαλτς) είναι μεγαλοδικηγόρος, ένας «μανιακός» με το κινητό τηλέφωνο και στην πραγματικότητα παντελώς αδιάφορος απέναντι στο πρόβλημα. Η καλοντυμένη γυναίκα του (Κέιτ Γουίνσλετ) είναι ο κλασικός τύπος της καλλιεργημένης νεόπλουτης αστής, αντιπαθητική μέχρι το κόκαλο, ψυχρή σαν παγοκολόνα. 
Στο απέναντι «στρατόπεδο», οι οικοδεσπότες. Αρχικά, νομίζεις, ότι η δική τους πλευρά αφουγκράζεται τη λογική και το δίκαιο. Μακάρι να ήταν έτσι. Ο ορθολογιστής σύζυγος (Τζον Σ. Ράιλι) που ασχολείται (για να το πούμε κομψά) με υδραυλικές εγκαταστάσεις, δεν θέλει πολύ για να ανάψει. Η συγγραφέας γυναίκα του (Τζόντι Φόστερ), ειδήμων σε θέματα Αφρικής και τείνουσα προς τον ακτιβισμό, αυτοαποκαλείται «συνήγορος της πολιτισμένης συμπεριφοράς». Κούνια που την κούναγε. Είναι ο ορισμός της «συγκρατημένης υστερίας», σχεδόν παρανοϊκή.

Ο Πολάνσκι βέβαια, δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Τους ξεγυμνώνει, τους χλευάζει, τους γελοιοποιεί, αποκαλύπτει το… μεγαλείο της υποκρισίας τους. Με το πασίγνωστο και απίστευτα σαρκαστικό χιούμορ του, τους εγκλωβίζει στο εντελώς περιορισμένο χωροταξικό πλαίσιο του ενός μόλις διαμερίσματος (σαν κελί φυλακής) και μέσα σε μόλις 79 λεπτά διάρκειας τους ξεσκίζει. Και οι ηθοποιοί του, όλοι τους, κάνουν μικρά θαύματα.

Η γατίσια ματιά του Πολάνσκι δεν αφήνει τίποτε απαρατήρητο, ενώ προσπαθεί (και τα καταφέρνει) να βγάλει στην επιφάνεια όλο το σκοτάδι που βρίσκεται στη ζωή και των δύο οικογενειών. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να σου δώσει να καταλάβεις επακριβώς, τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά είναι a priori καταδικασμένα στη λήθη.

Αφησα για το τέλος το κερασάκι στην τούρτα, τη σκηνή του εμετού. Τέτοιο πράγμα δεν το έχετε ξαναδεί, γιατί τόσο δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη σκηνή σιχασιάς, θέλει τεράστια μαγκιά για να τη γυρίσεις χωρίς να προκαλέσεις δυσφορία. Και ο Πολάνσκι την έχει. 

Αν και κάτι μου λέει, ότι αυτή ακριβώς η σκηνή του εμετού αντανακλά, αυτό ακριβώς που ο σκηνοθέτης πιστεύει για τους ήρωες, που εδώ πραγματεύεται.
Βαθμολογία: 4

Οι Muppets ζουν ακόμη!


Οι πασίγνωστες κούκλες που διέπρεψαν στην τηλεόραση τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 επιστρέφουν για μια ακόμη φορά στον κινηματογράφο με το «The Muppets» (ΗΠΑ, 2011) του Τζέιμς Μπόμπιν. Η παρέα έχει πια διαλυθεί. Ο βάτραχος Κέρμιτ κλεισμένος σε σπίτι περιχαρακωμένο με ηλεκτρικά καλώδια. Ο ντράμερ Animal έγκλειστος σε κλινική «διαχείρισης οργής» στο Λος Αντζελες. Η μις Πίγκι διευθύντρια περιοδικού μόδας στο Παρίσι.  
Οταν όμως το παλιό σπίτι των κούκλων μπαίνει στο στόχαστρο ενός αδίστακτου επιχειρηματία (Κρις Κούπερ), οι Μάπετ με τη βοήθεια ενός νέου Μάπετ και του αδελφού του, που είναι… άνθρωπος (Τζέισον Σίγκαλ), θα επανασυνδεθούν για να πολεμήσουν την κατάσταση μέσω ενός ακόμη σόου. Τους θυμούνται ακόμη;

Η γνωστή πατέντα με τους δεκάδες ηθοποιούς σε μικρούς ρόλους δεν έχει αλλάξει (Τζακ Μπλακ, Αλαν Αρκιν, Γούπι Γκόλντμπεργκ, Εμιλι Μπλαντ) και το ίδιο συμβαίνει με το χιούμορ. Η μις Πίγκι εξακολουθεί να κάνει τα γλυκά μάτια στον Κέρμιτ («moi et toi»), ο Animal είναι ασυγκράτητος όταν βρίσκεται μπροστά στα νταμς και παει λέγοντας. Κρίμα που οι σκηνές με τους δύο γερο-γκρινιάρηδες δεν ήταν περισσότερες. Σε γενικές γραμμές το διασκέδασα, γιατί απ' ό,τι φαίνεται οι κούκλες δεν έχουν φάει τα ψωμιά τους ακόμα.

Βαθμολογία: 2

ΠΗΓΗ: tovima.gr