8 Οκτ 2011

Εθνική λύση ή διάλυση


Του Δημήτρη Καζάκη
Βρισκόμαστε εν μέσω θύελλας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και, κυρίως, στις χρηματιστικές αγορές, όπου η κίνηση των χρηματιστηρίων σημειώνει διαρκώς αρνητικά ρεκόρ πιάνοντας πάτο. 

Τόσο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ...
όσο και στην Ασία, όπου μέχρι πρόσφατα στηρίζονταν όλες οι ελπίδες «ανάκαμψης» της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι χρηματαγορές έχουν αισίως φτάσει πολύ κοντά στο επίπεδο του φθινοπώρου του 2008, όταν είχε ξεσπάσει το μεγάλο κραχ μετά την κατάρρευση της lehman Brothers. Από τις 26 Ιουλίου έως σήμερα τα χρηματιστήρια έχουν χάσει πάνω από 9 τρισ. δολάρια κεφαλαιοποίησης, κυρίως από τις τραπεζικές μετοχές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Μόνο μια εβδομάδα νέων αρνητικών ρεκόρ χωρίζει τις διεθνείς αγορές χρήματος από ένα νέο μεγάλο κραχ. 

Κι αυτή τη φορά όλα δείχνουν, ότι θα είναι πολύ χειρότερο από το προηγούμενο.

«Να φοβάστε!»

Το«Economist» (1.10) εκδηλώνει τον διάχυτο πανικό λέγοντας:  

«Να φοβάστε! Η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει να κατευθύνεται προς μια μαύρη τρύπα, εκτός κι αν οι πολιτικοί ενεργήσουν πιο τολμηρά». Πρόκειται για την πιο μακάβρια αποκαθήλωση της ελεύθερης αγοράς και της θεολογικής λογικής που τη θέλει να λειτουργεί πάντα ορθολογικά. Αρκεί να μην παρεμβαίνουν το κράτος και οι πολιτικοί.

Μα, αν οι ελεύθερες και παγκοσμιοποιημένες αγορές είναι κάτι το απόλυτα αναγκαίο και λειτουργικό, τότε γιατί όλα εξαρτώνται από το πώς θα ενεργήσουν οι πολιτικοί; 

Πόσα και πόσα διδακτορικά και νόμπελ Οικονομίας, ή σωστότερα οικονομικής θεολογίας, αποδεικνύονται σήμερα σαβούρα, άξια μόνο για σκουπιδοτενεκέδες, καθώς οι αγορές και οι θιασώτες τους έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στους πολιτικούς και στην τόλμη των ενεργειών τους...

Μόνο που είναι πλέον πολύ αργά. 

Τα κράτη σήμερα, ακόμη και τα πιο ανεπτυγμένα, δεν έχουν ούτε επαρκή μέσα, ούτε την αναγκαία οικονομική επιφάνεια για να παρέμβουν διορθωτικά στις αγορές. Δεν διαθέτουν πια ούτε τη ρευστότητα που είχαν, όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, μια και τη διοχέτευσαν στη στήριξη των τραπεζών και των χρηματαγορών διεθνώς. Το αποτέλεσμα ήταν να συσσωρευτούν μεγαλύτερα χρέη και να διογκωθούν ακόμη περισσότερο οι τραπεζικές «φούσκες».

Από την άλλη, η κατάργηση της εθνικής ρύθμισης οδήγησε σε μια τρομακτική υποβάθμιση της κυρίαρχης πολιτικής. Οι αγορές δεν έχουν ανάγκη από πολιτικούς ηγέτες, αλλά από πολιτικούς διαχειριστές, ικανούς να εκτελούν εντολές και να πειθαρχούν απόλυτα στις απαιτήσεις τους. Τώρα ωρύονται για «κρίση πολιτικής ηγεσίας». Και δεν έχουν άδικο.

Οι πολιτικοί των αγορών δεν διαθέτουν ούτε ανάστημα, ούτε καν ανεξαρτησία σκέψης και δράσης τέτοια, που θα τους βοηθούσε να λειτουργήσουν παρεμβατικά στην κρίση του δικού τους συστήματος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ιδιότυπο είδος αργυρώνητων πολιτικών, που ξέρουν μόνο από ίντριγκα και διαπλοκή. Πώς να ενεργήσουν σήμερα με τόλμη, όταν φτιάχτηκαν ευθύς εξαρχής για να ενεργούν πάντα μέσα σε εξ αρχής δεδομένα και προκαθορισμένα πλαίσια;

Και καθώς η παγκόσμια κρίση της οικονομίας και της πολιτικής του κυρίαρχου συστήματος θα σπρώχνει τους θιασώτες του σε περισσότερες εκκλήσεις και ενέργειες για ακόμη πιο ισχυρές δομές «παγκόσμιας διακυβέρνησης», τότε περισσότερο θα βαθαίνει η πρωτοφανής ύφεση, πηγαίνοντας από κραχ σε κραχ, με μεσοδιαστήματα απατηλής «ανάκαμψης». 

Όχι της οικονομίας, ούτε βέβαια της κοινωνίας, αλλά των αγορών και της κερδοσκοπίας, που τώρα πια έχει μεταβληθεί σε βασική κινητήρια δύναμη τους.

Η... πολεμική «λύση»!

Κι αυτό διότι, αν κάτι έχουν διδάξει οι παγκόσμιες ιστορικές κρίσεις, σαν αυτήν που βιώνουμε σήμερα, είναι ότι δεν μπορούν να δοθούν διεθνείς λύσεις. 

Πρέπει αναγκαστικά να δοθεί λύση σε εθνικό επίπεδο. 
Οι παγκόσμιες κρίσεις δεν μπορούν να βρουν τη λύση τους σε διεθνές επίπεδο, εκτός αν ξεσπάσει παγκόσμια σύρραξη με τη μια ή την άλλη μορφή. Δεν συνέβη ποτέ και δεν πρόκειται να συμβεί σήμερα. Εκτός κι αν αυτοί που την αναζητούν σήμερα, ψάχνουν την ευκαιρία για να γεννηθούν νέες πολεμικές συρράξεις.

Ορισμένοι δεν το κρύβουν. Όπως, π.χ., ο Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος δεν κρύβει την άποψη του, ότι μόνο ένας νέος πολεμικός παροξυσμός θα μπορούσε να λυτρώσει την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία από την κρίση.  

Έτσι, στα τέλη Σεπτεμβρίου, σε μια ανοιχτή ομιλία του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, ο Κρούγκμαν ισχυρίστηκε ότι «αυτό που χρειαζόμαστε είναι στην πραγματικότητα ένα οικονομικό ισοδύναμο του πολέμου». Και συνέχισε: «Αυτό που πραγματικά έφερε το τέλος στη Μεγάλη Ύφεση ήταν το τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών, αλλιώς γνωστό ως Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος» («Hulfngion Post», 28.9).

Ο ίδιος λίγο νωρίτερα, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής, είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Εάν εμείς ανακαλύψουμε ότι, ξέρετε, οι εξωγήινοι σχεδιάζουν να επιτεθούν στη Γη και χρειαζόμαστε μια μαζική συγκέντρωση πόρων για την αντιμετώπιση της εξωγήινης απειλής και πραγματικά έπαιρναν δευτερεύουσα θέση ο πληθωρισμός και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, αυτή η ύφεση θα μπορούσε να ξεπεραστεί σε 18 μήνες».
Και συνέχισε: «Και αν μετά, ξαφνικά, ανακαλύψουμε ότι κάναμε λάθος, ότι δεν υπάρχουν εξωγήινοι, θα ήμασταν καλύτερα...».

Ένας άλλος παρευρισκόμενος τον διέκοψε λέγοντας: «Δηλαδή μας λέτε ότι χρειαζόμαστε έναν Ορσον Γουέλς;». Ο Κρούγκμαν απτόητος του απάντησε: «Υπήρχε ένα επεισόδιο της "Ζώνης του Λυκόφωτος" [τηλεοπτική εκπομπή], όπου οι επιστήμονες επινόησαν μια ψεύτικη απειλή από εξωγήινους, με σκοπό να πετύχουν την παγκόσμια ειρήνη... Αυτή τη φορά τη χρειαζόμαστε για να πετύχουμε μια δημοσιονομική ενίσχυση» (CNN, 14.8).

Πολιτικό αδιέξοδο

Μπορεί όλα αυτά να είναι ένα ατυχέστατο και πολύ κακόγουστο αστείο, αλλά όσο επιμένει η παγκόσμια κρίση, όσο οι αγορές βιώνουν το πλήρες οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο, μπορεί ο παραλογισμός να εμφανιστεί ως η μόνη βιώσιμη διέξοδος. 

Ειδικά για όσους επιμένουν ότι μόνο σε διεθνές επίπεδο μπορεί να αναζητηθεί λύση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. 

Την εποχή του Κέυνς πρυτάνευε, επίσης, η ίδια λογική, ότι οικονομική διεθνοποίηση και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών αποτελεί το μοναδικό ελιξήριο για την ανάπτυξη και την ειρήνη. Στην κορύφωση, όμως, της παγκόσμιας κρίσης, δηλαδή το 1933, ο Κέυνς είχε αρκετή ανεξαρτησία σκέψης, για να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα:
«Μεγάλωσα, όπως και οι περισσότεροι Άγγλοι, με σεβασμό στο ελεύθερο εμπόριο, όχι μόνο ως οικονομική θεωρία, την οποία ένα ορθολογικό και μορφωμένο πρόσωπο δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητήσει, αλλά σχεδόν ως μέρος του ηθικού νόμου, θεωρούσα ότι διαφοροποιήσεις από αυτό αποτελούν ταυτόχρονα ηλιθιότητα και προσβολή. Σκεφτόμουν ότι οι ακλόνητες πεποιθήσεις περί ελεύθερου εμπορίου της Αγγλίας, που διατηρούνταν για σχεδόν εκατό χρόνια, είναι η εξήγηση τόσο απέναντι στον άνθρωπο όσο και απέναντι στα επουράνια της οικονομικής υπεροχής της...

Όμως, δεν φαίνεται σήμερα προφανές, ότι μια μεγάλη συγκέντρωση της εθνικής προσπάθειας για να κατακτηθεί το εξωτερικό εμπόριο, ότι η διείσδυση της οικονομικής δομής μιας χώρας από τους πόρους και την επιρροή των ξένων καπιταλιστών, ότι μια στενή εξάρτηση της δικής μας οικονομικής ζωής από τις διακυμάνσεις των οικονομικών πολιτικών των ξένων χωρών αποτελούν εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις της διεθνούς ειρήνης. 

Είναι πιο εύκολο, υπό το πρίσμα της εμπειρίας και της διορατικότητας, να υποστηρίξει κανείς το αντίθετο.

Η προστασία των συμφερόντων μιας χώρας στο εξωτερικό, η κατάκτηση νέων αγορών, η άνοδος του οικονομικού ιμπεριαλισμού, όλα αυτά μόλις και μετά βίας μπορούν να αποφευχθούν, ως αναπόσπαστο μέρος μιας κατάστασης πραγμάτων η οποία αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεθνή εξειδίκευση και στη μέγιστη γεωγραφική διάχυση του κεφαλαίου οπουδήποτε κι αν βρίσκεται η έδρα της ιδιοκτησίας του.

Ενδεδειγμένες εγχώριες πολιτικές μπορούν συχνά να είναι πιο εύκολο να αποδώσουν, αν, για παράδειγμα, το φαινόμενο που είναι γνωστό ως "φυγή των κεφαλαίων" θα μπορούσε να αποκλειστεί. 

 Το διαζύγιο ανάμεσα στην ιδιοκτησία και την πραγματική ευθύνη της διαχείρισης είναι σοβαρή υπόθεση στο εσωτερικό μιας χώρας, όταν, ως αποτέλεσμα των πολυμετοχικών εταιρειών, η ιδιοκτησία κατακερματίζεται μεταξύ αμέτρητων ατόμων που αγοράζουν το συμφέρον τους για σήμερα, το πωλούν αύριο και τους λείπει συνολικά τόσο η γνώση όσο και η ευθύνη απέναντι σε ό,τι προς στιγμήν τους ανήκει.

Όμως, όταν η ίδια αρχή εφαρμόζεται διεθνώς, είναι, σε περιόδους έντασης, ανυπόφορη
- είμαι ανεύθυνος προς ό,τι μου ανήκει και εκείνοι που λειτουργούν ό,τι μου ανήκει είναι ανεύθυνοι απέναντι μου.

Μπορεί να υπάρχει κάποιος χρηματοοικονομικός υπολογισμός, ο οποίος δείχνει να είναι συμφέρον, ότι η αποταμιεύσεις μου θα πρέπει να επενδυθούν σε οποιαδήποτε περιοχή του κατοικήσιμου πλανήτη παρουσιάζει τη μεγαλύτερη οριακή απόδοση του κεφαλαίου ή το υψηλότερο επιτόκιο.

Αλλά η εμπειρία λέει, ότι η συσσώρευση μεγάλης απόστασης ανάμεσα στην ιδιοκτησία και τη λειτουργία της, κάνει κακό στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και είναι πιθανό ή βέβαιο ότι μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει εντάσεις και εχθρότητες που θα μηδενίσουν τον χρηματοοικονομικό υπολογισμό... 

Ως εκ τούτου, γι' αυτούς τους σοβαρούς λόγους τείνω προς την πεποίθηση, ότι, όταν η μετάβαση ολοκληρωθεί, ένας μεγαλύτερος βαθμός εθνικής αυτάρκειας και οικονομικής απομόνωσης μεταξύ των χωρών, από ό,τι υπήρχε το 1914, μπορεί να εξυπηρετήσουν την υπόθεση της ειρήνης.

Σε κάθε περίπτωση η εποχή του οικονομικού διεθνισμού δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής όσον αφορά την αποφυγή του πολέμου

Και αν οι φίλοι του ανταπαντούν πώς οι ατέλειες της επιτυχίας του ποτέ δεν του έδωσαν μια δίκαιη ευκαιρία, είναι λογικό να επισημάνει κανείς, ότι μια μεγαλύτερη επιτυχία είναι ελάχιστα πιθανή τα επόμενα χρόνια». («The Yale Review», Vol. 22, σ. 755, 58).

* Tο κείμενο του Δ. καζάκη δημοσιεύτηκε στο "Ποντίκι" 6/10/2011

ΠΗΓΗ: παρέμβαση