Του Paul Krugman
Κάτι συμβαίνει εδώ.
Τι ακριβώς δεν είναι σαφές, όμως μπορεί, επιτέλους, να δούμε την άνοδο ενός λαϊκού κινήματος το οποίο, αντίθετα προς το Κόμμα του...
Τσαγιού, είναι οργισμένο με τους σωστούς ανθρώπους.
Οταν ξέσπασαν οι διαδηλώσεις για την Κατάληψη της Γουόλ Στριτ, πριν από τρεις εβδομάδες, τα περισσότερα ειδησεογραφικά μέσα χλεύαζαν, όταν καταδέχονταν να αναφερθούν σε αυτές. Για παράδειγμα, το Εθνικό Δημόσιο Ραδιόφωνο δεν τις είχε καλύψει καθόλου ως την ένατη μέρα.
Ομως, λόγω του πάθους των διαδηλωτών, η διαμαρτυρία όχι μόνο συνεχίστηκε και διευρύνθηκε αλλά έγινε και υπερβολικά μεγάλη για να την αγνοήσουμε. Καθώς τα συνδικάτα και όλο και περισσότεροι Δημοκρατικοί εκφράζουν, πλέον, την υποστήριξή τους προς τους διαδηλωτές, η Κατάληψη της Γουόλ Στριτ αρχίζει να φαντάζει σαν σημαντικό γεγονός, το οποίο μπορεί τελικά να αποδειχθεί σημείο καμπής.
Το λαϊκό κίνημα της Κατάληψης της Γουόλ Στριτ είναι οργισμένο με τους σωστούς ανθρώπους.
Τι μπορούμε να πούμε για τη διαμαρτυρία;
Κατ' αρχάς: οι διαδηλωτές έχουν απόλυτο δίκιο να καταγγέλλουν τη Γουόλ Στριτ ως καταστροφική δύναμη, οικονομικά και πολιτικά.
Ενας υφέρπων κυνισμός, μια πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη δεν θα επιβληθεί ποτέ, έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της πολιτικής δημόσιας συζήτησης - και, ναι, υποκύπτω κι εγώ καμιά φορά.
Στην πορεία, εύκολα ξεχάσαμε πόσο εξωφρενική είναι η ιστορία των οικονομικών μας δεινών.
Γι' αυτό, σε περίπτωση που την έχετε ξεχάσει, ήταν ένα έργο με τρεις πράξεις:
Στην πρώτη πράξη, οι τραπεζίτες επωφελήθηκαν από την κατάργηση των κανονισμών, για να ξεφύγουν τελείως (και να πληρώσουν στους εαυτούς τους πριγκιπικά ποσά), τροφοδοτώντας τεράστιες φούσκες μέσω αστόχαστων δανεισμών.
Στη δεύτερη πράξη, οι φούσκες έσκασαν - όμως οι τραπεζίτες διασώθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων δίνοντας εντυπωσιακά λίγα ανταλλάγματα, ενώ οι απλοί εργαζόμενοι συνέχισαν να υφίστανται τις επιπτώσεις από τις αμαρτίες των τραπεζιτών.
Και, στην τρίτη πράξη, οι τραπεζίτες έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους, στρεφόμενοι εναντίον των ανθρώπων που τους έσωσαν και υποστηρίζοντας - και χρηματοδοτώντας με τον πλούτο που συνεχίζουν να κατέχουν χάρις στα πακέτα διάσωσης - τους πολιτικούς που υπόσχονται να κρατήσουν τους φόρους χαμηλά και να καταργήσουν τους ελάχιστους κανονισμούς που υιοθετήθηκαν μετά την κρίση.
Με αυτή την ιστορία, πώς να μην χειροκροτήσει κανείς τους διαδηλωτές που επιτέλους ύψωσαν την φωνή τους;
Είναι, βεβαίως, αλήθεια, πως μερικοί από τους διαδηλωτές είναι ντυμένοι περίεργα και φωνάζουν ανόητα συνθήματα, πράγμα αναπόφευκτο δεδομένου του ανοιχτού χαρακτήρα των διαμαρτυριών.
Ομως, τι μ' αυτό; Εγώ, τουλάχιστον, αισθάνομαι, ότι με προσβάλλει πολύ περισσότερο η θέα των άψογα ντυμένων πλουτοκρατών, οι οποίοι οφείλουν τον συνεχιζόμενο πλούτο τους στις εγγυήσεις της κυβέρνησης, να παραπονιούνται, ότι ο πρόεδρος Ομπάμα τους κακολόγησε, απ' όσο η θέα των παρδαλών νεαρών που καταγγέλλουν τον καταναλωτισμό.
Να θυμάστε, επίσης, ότι η εμπειρία έδειξε, πως αυτοί οι κουστουμαρισμένοι όχι μόνο δεν κατέχουν το μονοπώλιο της σοφίας, αλλά και έχουν πολύ λίγη σοφία να προσφέρουν.
Οταν βγαίνουν στην τηλεόραση και λοιδορούν τους διαδηλωτές ως μη σοβαρούς, να θυμάστε πόσοι σοβαροί άνθρωποι μας είχαν διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε φούσκα ακινήτων, ότι ο Αλαν Γκρίνσπαν ήταν αυθεντία και ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα εκτόξευε τα επιτόκια.
Μια πιο ουσιαστική κριτική των διαδηλωτών είναι, ότι δεν έχουν συγκεκριμένα αιτήματα. Θα ήταν πιο εποικοδομητικό να συμφωνήσουν σε λίγες σημαντικές αλλαγές τις οποίες θα επιθυμούσαν να δουν να εφαρμόζονται. Ομως δεν πρέπει να σταθούμε υπερβολικά στην απουσία συγκεκριμένων αιτημάτων. Είναι σαφές, τι είδους αιτήματα έχουν οι διαδηλωτές στην Κατάληψη της Γουόλ Στριτ και στην πραγματικότητα είναι ευθύνη των διανοούμενων και των πολιτικών να συμπληρώσουν τις λεπτομέρειες.
Ο Ρικ Γέσελσον, βετεράνος διοργανωτής και ιστορικός των κοινωνικών κινημάτων, πρότεινε το αλάφρωμα των χρεών των εργαζόμενων Αμερικανών να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα των διαδηλώσεων. Υποστηρίζω αυτή την άποψη διότι, μια τέτοια ανακούφιση εκτός από το ότι θα αποδώσει οικονομική δικαιοσύνη, θα βοηθήσει πολύ την οικονομία να ανακάμψει.
Θα πρότεινα επίσης στους διαδηλωτές να απαιτήσουν επενδύσεις στις υποδομές - όχι περισσότερες φορολογικές περικοπές - προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Κανένα από τα αιτήματα αυτά δεν θα γίνει νόμος στο παρόν πολιτικό κλίμα, όμως ο στόχος των διαδηλώσεων είναι ακριβώς να αλλάξει το κλίμα αυτό.
Υπάρχουν πραγματικές πολιτικές ευκαιρίες εδώ.
Οχι, βεβαίως, για τους σημερινούς Ρεπουμπλικανούς που ενστικτωδώς συντάσσονται με εκείνους που ο Θίοντορ Ρούζβελτ είχε αποκαλέσει «ζάπλουτους κακοποιούς». Ο Μιτ Ρόμνεϊ για παράδειγμα - ο οποίος παρεμπιπτόντως, μάλλον, πληρώνει λιγότερο φόρο εισοδήματος από πολλούς Αμερικανούς της μεσαίας τάξης - έσπευσε να καταδικάσει τις διαμαρτυρίες ως «ταξικό πόλεμο».
Ομως στους Δημοκρατικούς δίνεται ουσιαστικά μια δεύτερη ευκαιρία. Η κυβέρνηση Ομπάμα χαράμισε πολλή δυνητικά καλή θέση από πολύ νωρίς, υιοθετώντας πολιτικές φιλικές προς τους τραπεζίτες οι οποίες δεν έφεραν οικονομική ανάκαμψη, την στιγμή που οι τραπεζίτες ξεπλήρωσαν την χάρη στρεφόμενοι εναντίον του προέδρου. Σήμερα, όμως, το κόμμα του κ. Ομπάμα έχει την ευκαιρία για ένα ρετουσάρισμα.
Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πάρει τις διαδηλώσεις αυτές τόσο στα σοβαρά όσο τους αρμόζει.
Και αν οι διαδηλώσεις παρακινήσουν ορισμένους πολιτικούς, να κάνουν αυτό που θα έπρεπε να είχαν κάνει εδώ και καιρό, η Κατάληψη της Γουόλ Στριτ θα αποδειχθεί τεράστια επιτυχία.
NEW YORK TIMES
ΠΗΓΗ: tovima.gr