6 Οκτ 2011

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ενας αμερικανός στο Παρίσι



Του Γιάννη Ζουμπουλάκη

Με το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» («Midnight in Paris», Γαλλία/ ΗΠΑ, 2011) ο Γούντι Αλεν συνεχίζει την ευρωπαϊκή του «ανίχνευση» - αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα της Γαλλίας...
- μετά τις στάσεις του Λονδίνου και της Βαρκελώνης σε προηγούμενες ταινίες του όπως το «Match Point», το «Θα συναντήσεις έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα», το «Vicky Kristina Barcelona» και το «Scoop» (ο Αλεν βέβαια έχει ξαναπεράσει από το Παρίσι στο «Ολοι λένε σ' αγαπώ»).


Ρομαντικός, τρυφερός και ευαίσθητος από τη μια μεριά, αλλά την ίδια ώρα ρεαλιστής και προσγειωμένος, ο Αλεν στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» κάνει ένα νοσταλγικό πέρασμα στην εποχή των ειδώλων του και φαντάζεται, πώς μπορεί να ήταν ο Ερνεστ Χέμινγκγουέι, ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Μαν Ρέι. 
Συγχρόνως, όμως, αυτό που στην πραγματικότητα λέει, είναι, ότι είναι προτιμότερο να καθόμαστε στ' αβγά μας και να απολαμβάνουμε το εδώ και τώρα. Το παρελθόν είναι καλό αρκεί να το κοιτάζεις διασκεδαστικά και από απόσταση.


Στην ταινία ο Αλεν παρακολουθεί την προσπάθεια ενός ζευγαριού (Οουεν Γουίλσον - Ρέιτσελ Μακ Ανταμς) να σώσει τη σχέση του στην Πόλη του Φωτός. Το ζευγάρι ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ιδανικά. Προφανώς δεν ταιριάζουν καθόλου γιατί εκείνος ελκύεται από τον κόσμο του παρελθόντος, ενώ εκείνη θέλει να ζήσει το παρόν.
Στο μεγαλύτερο και πιο απολαυστικό μέρος της, η ταινία παρακολουθεί τις φαντασιώσεις του συγγραφέα που «επισκέπτεται» το Παρίσι του ένδοξου παρελθόντος στη δεκαετία του 1920, όπως ο Τζεφ Ντάνιελς βγήκε από την οθόνη του κινηματογράφου και απέκτησε σάρκα και οστά στο «Πορφυρό ρόδο του Καΐρου». 

Στο παρελθόν δεν θα βρει μόνον την αληθινή Τέχνη αλλά και τον αληθινό έρωτα. 'Η τουλάχιστον έτσι νομίζει. 
Ταυτόχρονα το φιλμ, στο οποίο εμφανίζονται επίσης η Μαριόν Κοτιγιάρ, η Κάθι Μπέιτς και η Κάρλα Μπρούνι, είναι επίσης ένα πανέμορφο γράμμα αγάπης του Αλεν προς το Παρίσι, προς τους Γάλλους γενικότερα, οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να λατρεύουν το χιούμορ των μοναδικών ταινιών του.


Το σιωπηλό Σκαθάρι


Εμπλουτισμένο με δεκάδες πληροφορίες γύρω από τη ζωή του «ήσυχου» Σκαθαριού, του Τζορτζ Χάρισον (1943-2001), το ντοκιμαντέρ «George Harrison: Living in the material world» (ΗΠΑ, 2011), που ο Μάρτιν Σκορσέζε γύρισε για το καλωδιακό κανάλι ΗΒΟ, είναι πρώτα απ' όλα ένας θησαυρός για κάθε φαν των Beatles.


Ουσιαστικός μουσικός και σπουδαίος τεχνίτης της κιθάρας, ο Χάρισον δεν είχε τη στόφα ενός φυσικού ηγέτη όπως ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ, ούτε θα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί σε παγκόσμιο σύμβολο, όπως συνέβη με τον Τζον Λένον. 
Ο Χάρισον ήταν ένα εργατικότατο «μυρμήγκι», ένας παθιασμένος μουσικός (έπαιζε 26 όργανα!) που σε αντίθεση με τους τρεις συντοπίτες του Beatles από το Λίβερπουλ ενδιαφερόταν για την επί της ουσίας καλλιτεχνική εξέλιξή του, είτε πειραματιζόμενος με την ινδική μουσική (προσηλυτίστηκε στον ινδουισμό) είτε ενασχολούμενος με τον κινηματογράφο: στη δεκαετία του 1970 ο Χάρισον ίδρυσε τη Handmade Films συμμετέχοντας στην παραγωγή αξέχαστων βρετανικών κωμωδιών όπως το «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης» των Μόντι Πάιθον. 
Επίσης, αν και έγραψε ελάχιστα τραγούδια για τους Beatles (τα οποία τραγούδησε ο ίδιος) όλα τους ήταν ένα κι ένα, από το «While my guitar gently weeps» μέχρι το «I me mine» και από το «Something» μέχρι το αριστουργηματικό «Here comes the sun».


Ο Σκορσέζε δίνει πλουσιοπάροχα τις πληροφορίες για τον Χάρισον μιλώντας με πολλούς ανθρώπους. Ανάμεσά τους ο μουσικός Τομ Πέτι, η Γιόκο Ονο, δύο μέλη των Πάιθον, ο Τέρι Γκίλιαμ και ο Ερικ Αϊντλ, φυσικά ο Μακ Κάρτνεϊ και ο τέταρτος Beatle, ο Ρίνγκο Σταρ, ο γιος του Χάρισον, Ντάνι (φτυστός ο πατέρας του) και ο Ερικ Κλάπτον, του οποίου η ζωή παραλίγο να καταστραφεί όταν δεν μπόρεσε να κατακτήσει την Πάτι Μπόιντ, σύζυγο του Χάρισον, με την οποία ο Κλάπτον ήταν σφόδρα ερωτευμένος. Επίσης, ο Σκορσέζε έχει βρει υλικό από συνεντεύξεις του ιδίου του Χάρισον, είτε με, είτε χωρίς τους Beatles.


Κάποιες αποκαλύψεις σε πιάνουν στον ύπνο (σύμφωνα με τον Μακ Κάρτνεϊ ο Χάρισον ήταν εκείνος που στην ουσία δίδαξε κιθάρα στον Λένον, ο οποίος πίστευε ότι η κιθάρα είχε τέσσερις χορδές) και το χιούμορ δεν απουσιάζει: όταν ο Τζορτζ Μάρτιν, ο περίφημος παραγωγός των Beatles, ρώτησε τον Χάρισον τι δεν του άρεσε σε μια ηχογράφηση, εκείνος του απάντησε «κατ' αρχάς δεν μου αρέσει η γραβάτα σας». 
Είναι χαρμόσυνο που μετά την προβολή του στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας το «George Harrison: Living in the material world» βρήκε διανομή σε μια αίθουσα αν και η δομή του δεν παύει να είναι καθαρά τηλεοπτική (γυρίστηκε άλλωστε για την τηλεόραση) και ενδεχομένως η τρίωρη διάρκειά του να είναι για κάποιους απαγορευτική (όχι όμως για τους φαν των Beatles).


Το βαμπίρ της διπλανής πόρτας


Η «Νύχτα τρόμου» («Fright night», ΗΠΑ, 2011) του Κρεγκ Γκιλέσπι είναι το ριμέικ μιας ταινίας τρόμου του 1985 με μπόλικο μαύρο χιούμορ και τον ίδιο τίτλο. Αν και ποτέ δεν υπήρξε κάτι το αξέχαστο, όπως π.χ. η «Νύχτα των βρικολάκων» του Ρόμαν Πολάνσκι (όπου επίσης το χιούμορ συνδυαζόταν με τον τρόμο), το παλιό φιλμ του Τομ Χόλαντ με τα χρόνια απέκτησε cult χαρακτήρα, πάνω στον οποίο πάτησε το καινούργιο για να γυριστεί. Ολα περιστρέφονται γύρω από την προσπάθεια ενός νεαρού (Αντον Γέλτσιν), να εξολοθρεύσει το βαμπίρ που έχει μετακομίσει στο διπλανό σπίτι.


Εδώ, όμως, ο βρικόλακας φέρει τη σέξι μορφή του Κόλιν Φάρελ, και αυτό που βγάζει δεν θυμίζει τόσο βαμπίρ όσο serial killer. Ενας μoναχικός τύπος που ξύνεται μπροστά στην τηλεόραση με τις μπίρες στο χέρι, μέχρι να διψάσει για αίμα και να αρχίσει το ψάξιμο για την ανεύρεση θυμάτων. Ακόμα και το εσωτερικό του σπιτιού είναι σκηνοθετημένο κατά τέτοιον τρόπο, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο σπίτι του Μπάφαλο Μπιλ της «Σιωπής των αμνών». 
Ισως με αυτόν τον τρόπο να λειτουργεί η αλληγορία της ταινίας, ο βρικόλακας - γείτονας, ένα σύμβολο του απόλυτου Κακού, που βασιλεύει γύρω μας και που ούτε κατά διάνοια θα τον φανταζόμασταν.

Κρίμα που το χιούμορ της ταινίας είναι σαχλό, όταν ο νεαρός ζητεί την βοήθεια ενός διάσημου ψευτομάγου (Ντέιβιντ Τέναντ) που κερδίζει τα προς το ζην πουλώντας θέαμα με βρικόλακες στο Λας Βέγκας.


Δουμάς α-λα Τζέιμς Μποντ


Η τελευταία στην τεράστια λίστα των κινηματογραφικών - τηλεοπτικών μεταφορών του έργου «Οι τρεις σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά, γυρίστηκε τρισδιάστατη και έχει όλα τα στοιχεία που πλάθουν μια χορταστική περιπέτεια, που την βλέπεις καταβροχθίζοντας ποπ κορν και πίνοντας κόκα κόλα. Παραμύθι με τα όλα του, το φιλμ του Πολ Γ.Σ. Αντερσον αλέθει κάθε σύγχρονο είδος που μπορείς να σκεφτείς, από τις δυτικές περιπέτειες κατασκοπείας και σούπερ ηρώων μέχρι το στυλ της ασιατικής κουλτούρας α λα «Τίγρης και δράκος».


Ισως, τελικά, η «μεταμόρφωση» των σωματοφυλάκων (Μάθιου Μακ Φέιντεν - Αθως, Λιουκ Εβανς - Αραμις, Ρέι Στίβενσον - Πόρθος) σε… Τζέιμς Μποντ της εποχής των Λουδοβίκων να ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσει στη συνείδηση των πιτσιρικάδων της εποχής μας. 
Προσωπικά τη διασκέδασα αν και ο Λόγκαν Λέρμαν είναι αναμφισβήτητα ο πιο ξενέρωτος Ντ' Αρτανιάν που έχω δει ποτέ στο σινεμά. Αντιθέτως η Μίλα Γιόβοβιτς, ως σατανική Μυλαίδη, δείχνει να το διασκεδάζει, το ίδιο και ο πολυτάλαντος αυστριακός ηθοποιός Κρίστοφ Βαλτς που είναι αξεπέραστος σε ρόλους μοχθηρών τύπων, όπως ο Καρδινάλιος Ρισελιέ που εδώ υποδύεται.


Μπερδεμένη σεξουαλικότητα


Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Σελίν Σιαμά, το «Αγοροκόριτσο» («Tomboy», Γαλλία, 2011), είναι το ψυχογράφημα ενός κοριτσιού (Ζοέ Εράν) που μοιάζει με αγόρι και έτσι θέλει να πλασάρει τον εαυτό του στα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Στο σπίτι είναι η Λορ αλλά στον δρόμο και στους παιδότοπους είναι ο Μικαέλ. Ασος στο ποδόσφαιρο, φλερτάρει (ως αγόρι) με ένα άλλο κορίτσι, φουσκώνει το μαγιό του με πλαστελίνη όταν πάει για μπάνιο κ.ο.κ.


Το φιλμ θυμίζει κάπως το «Boys don't cry» με τη Χίλαρι Σουόνκ, με τη διαφορά ότι δεν είναι καθόλου βάρβαρο και βεβαίως αφορά μικρότερες ηλικίες. 
Μέχρις ενός σημείου η Σιαμά κρατά το ενδιαφέρον μας αυξημένο, γιατί με τον φακό της αναζητεί ορεξάτα κάθε λεπτομέρεια γύρω από τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι θέλει να εξηγήσει την κατάσταση αναζητώντας τα αίτια που βρίσκονται πίσω της. 
Από κάποια στιγμή και μετά όμως, το μόνο που περιμένεις, είναι να δεις πότε και πώς θα αποκαλυφθεί η ταυτότητα του κοριτσιού.


ΠΗΓΗ: tovima.gr