Για να μπορέσει κανείς να προτείνει, τι πρέπει να γίνει για να βγούμε από την κρίση και προφανώς να μην τη βιώσουμε και πάλι, πρέπει να δει τις αιτίες που τη δημιούργησαν.
Και οι αιτίες δεν βρίσκονται στην οικονομία, αλλά σ’ αυτό που στην κοινωνική επιστήμη λέγεται εποικοδόμημα.
Η ελληνική κοινωνία παραδόθηκε εύκολα, χωρίς...
την αίσθηση ορίων και χωρίς τη λειτουργία θεσμών, σε μια καταναλωτική μανία.
Ανήγαγε, τη βοηθεία της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής τάξης, την κατανάλωση και την επίδειξη σε ύψιστες αξίες, ελλείψει, προφανώς, άλλων.
Ένας συνδυασμός χρήματος, που εισέρευσε στη χώρα από τα ευρωπαϊκά ταμεία και τον εύκολο δανεισμό, έλλειψης παιδείας και ενός ακραίου ατομισμού, ιδιότητα που κατατρύχει τον έλληνα από τα αρχαία χρόνια, ήταν βέβαιο πως θα οδηγούσαν στη σημερινή κατάρρευση.
Σε επίπεδο συλλογικό η απουσία θεσμών που να τους σέβονται οι πολίτες, να λειτουργούν αποτελεσματικά και σε περίπτωση ανάγκης να επιβάλλονται, αφού προκύψουν από δημοκρατικές διαδικασίες, οδήγησε σε μια άναρχη κατάσταση όπου ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε.
Μια στρεβλή αντίληψη του συνδικαλισμού, αποτελείωσε ό,τι παρέμεινε όρθιο.
Η απουσία ικανής πολιτικής ηγεσίας με συνείδηση της αποστολής της επιδείνωσε την κατάσταση. Διακατεχόμενη από την αγωνία της επανεκλογής της καταβρόχθισε όλα τα θεσμικά αντίβαρα που υπάρχουν σε δημοκρατικές κοινωνίες και καθιστούν αποτελεσματική τη λειτουργία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Μέσα ενημέρωσης τα οποία είτε διολίσθησαν σε μια διαπλοκή, είτε τα αιχμαλώτισε η πολιτική εξουσία, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Μια αντίληψη που καλλιεργήθηκε επι πολλά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, που θεωρούσε εχθρό την επιχειρηματικότητα δεν επέτρεψε, τη συνεπικουρία, βεβαίως, εσωτερικών και διαχρονικών αδυναμιών της, τη διαμόρφωση αστικής τάξης με ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
«Κομπραδόρικη», όπως ήταν, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το κέρδος, το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Αυτό σε συνδυασμό με τη διαπλοκή οδήγησε στην κατάχρηση, τη διαφθορά, την έλλειψη επιχειρηματικής αντίληψης.
Η Ελλάδα στερείται αστικής τάξης και αυτό σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας αποτελεί θεσμική παραφωνία.
Σε επίπεδο κοινωνίας οι αντιλήψεις που διαμορφώσαμε για την εργασία, την επιχείρηση και τη λειτουργία της, την παιδεία και την εκπαίδευση, το συνδικαλισμό, τον τρόπο που εργαζόμαστε, το δημόσιο χώρο, τη συνύπαρξη με τον άλλο, διαμόρφωσαν αποδομητικά φαινόμενα τα οποία βιώνουμε και στον εργασιακό μας χώρο και στο δημόσιο.
Μια αναξιοκρατική επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν θέσεις του δημοσίου κυρίως τομέα επιδείνωσε την κατάσταση.
Όλα αυτά παρήγαγαν ένα κράτος που μισούσε τους πολίτες του, πολίτες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν ή να κοροϊδέψουν το κράτος τους, μια χώρα που όλοι την εξυμνούσαν αλλά ελάχιστοι πραγματικά αγαπούσαν.
Στα παραπάνω, αν προστεθεί και μια νέα «εκσυγχρονιστική», αποδομητική του κράτους- έθνους ιδεολογία, χωρίς πρόταση αντικατάστασής του, η οποία ιδεολογία, στο όνομα της ανάγκης αποδόμησης εφηύρε αυθαίρετα ιστορικές και εθνικές κατασκευές που προκάλεσαν την αντίπερα ακραία όχθη, διαμορφώνεται το πλαίσιο της διάλυσης.
Η ελληνική κοινωνία την παραμονή της ανακοίνωσης, όχι της εκδήλωσης της κρίσης, ήταν και δυστυχώς παραμένει μια κοινωνία:
διαιρεμένη, ατομιστική, καταναλωτική, με την έννοια της τάσης, με παιδεία που δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές της ανάγκες, αδιάφορη για το δημόσιο χώρο και το δημόσιο συμφέρον, φορέας της οθωμανικής νοοτροπίας «να κοροϊδέψουμε το ντοβλέτι για να ξεφύγουμε από τις δαγκάνες του».
Το επίσημο κράτος, χαρακτηρίζεται από τις μετριότητες που το υπηρετούν τόσο σε και τη διαχείριση της εξουσίας, παντί τρόπω και επ αόριστον.
Η αστική του τάξη είναι ανύπαρκτη και παραμένει «κομπραδόρικη», όπως πολύ εύστοχα την είχε χαρακτηρίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου»
Και η πνευματική της ελίτ, αντί να εμπλουτίζει την κοινωνία με τη δύναμη των ιδεών της προσπαθεί να επιβιώσει από τα ψιχία της εξουσίας ή να διαχειρισθεί μέρος της εξουσίας.
Με όλα αυτά τα δεδομένα ως μαθηματικό πρόβλημα, η λύση του είναι εύκολη και νομοτελειακή. Κατάρρευση.
Ποιες μπορεί να είναι οι προτάσεις για τη λύση;
Η άρση όλων των αρνητικών δεδομένων του προβλήματος.
Μπορεί ή διαφαίνεται κάτι τέτοιο; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Όλοι μας περιμένουμε να περάσει η κρίση, να σπρώξουμε τα σκουπίδια κάτω από τα χαλί, ελπίζοντας ότι θα επανέλθουμε στην προτεραία κατάσταση.
Τα γεγονότα είναι, όμως, πολλές φορές πεισματάρικα.
Ίσως είναι η τελευταία μας ευκαιρία.
Ο Παντελής Σαββίδης είναι δημοσιογράφος.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr