31 Ιουλ 2011

Το «παράδοξο» των ΑΕΙ. Του Παύλου Τσίμα


Μια σχετικά πρόσφατη μελέτη προτείνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση σε ένα παλιό ερώτημα των ιστορικών: 
γιατί η Αγγλία, η πατρίδα της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, έχασε σταδιακά, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, το τεχνολογικό της προβάδισμα και η απόσταση που τη χώριζε από τους ανταγωνιστές της μηδενίστηκε;


Η απάντηση του καθηγητή Joel Mokyr («Τα δώρα της Αθηνάς»): Η Αγγλία έχασε το προβάδισμά της, επειδή δεν κατόρθωσε να προσαρμόσει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Στο οποίο συνέχισαν να κυριαρχούν τα αριστοκρατικά κολέγια, με τις αρτιοσκληρωτικές, ευγενείς τους παραδόσεις, την ώρα που οι νέες μεγάλες σχολές μηχανικών στη Γερμανία και τη Γαλλία παρήγαγαν τα στελέχη, που ηγήθηκαν της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης.

Η απάντηση μπορεί να σηκώνει συζήτηση. Το συμπέρασμα, όμως, όχι:
αν μια χώρα θέλει να κόψει δρόμο προς το μέλλον, να υπερβεί ιστορικές καθυστερήσεις και να αλλάξει πρότυπο, ο αποδοτικότερος δρόμος είναι η επένδυση στην εκπαίδευση. Το συμπέρασμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα της κρίσης.

Είναι γι' αυτό μάλλον άτοπες οι πολιτικάντικες ενστάσεις για τον χρόνο που διάλεξε να εισαγάγει η υπουργός Παιδείας (ή όπως αλλιώς ονομάζεται στο διαρκώς εναλλασσόμενο «νιουσπίκ» το υπουργείο της) ένα νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση. Και έχουν άδικο οι συνάδελφοί της που ψιθυρίζουν «μα ήταν ανάγκη τώρα, με τέτοια κοινωνική ένταση και τόσα ανοιχτά μέτωπα, να ανοίξουμε και μέτωπο στα πανεπιστήμια;».
Στην Ελλάδα που αγωνίζεται να βγει από τη θανάσιμη παγίδα του χρέους, να επανεφεύρει το μέλλον της και να ματαιώσει την αιμορραγία της νεανικής μετανάστευσης, μια γενναία επένδυση πραγματικών και συμβολικών πόρων στην εκπαίδευση θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα.

Αλλά το γεγονός ότι, μια αλλαγή στην ανώτατη εκπαίδευση, είναι πράγματι αναγκαία και παραπάνω από επείγουσα, δεν σημαίνει ότι, αυτομάτως, όποια αλλαγή προτείνεται είναι κατ' ανάγκην σωστή. Παρακολουθώντας, λοιπόν, απέξω, από μακριά, ως μη ειδικός και μη εμπλεκόμενος, τη συζήτηση που άνοιξε το νομοσχέδιο της κ. Διαμαντοπούλου, παρατηρώ ότι ως κεντρικό πρόβλημα του πανεπιστημίου προτάσσεται ο τρόπος διοίκησής του και ως κινητήριος μοχλός της μεταρρύθμισής του η αλλαγή του μοντέλου διοίκησης.

Αλλά είναι αυτό πράγματι το μείζον πρόβλημα του πανεπιστημίου; Και είναι αποδοτική (και δημοκρατική) η λύση που προτείνεται;

Το δεύτερο ερώτημα έχει ήδη προκαλέσει θυελλώδεις συζητήσεις. Η ιδέα μιας Διοίκησης, όπου 7 εκλεγμένοι (πώς;) πανεπιστημιακοί θα προσλάβουν επτά (αγνώστων προσόντων) εξωτικούς συν-διοικητές για να συγκροτήσουν, μαζί με έναν εκπρόσωπο των φοιτητών, μια 15μελή διοίκηση, ώστε μια απλή πλειοψηφία (4 στους 7 καθηγητές) να μετατρέπεται σε πανίσχυρη πλειοψηφία δύο τρίτων (11 στα 15 μέλη της διοίκησης) έχει σφοδρά επικριθεί.
Και όχι μόνον από τον συντηρητισμό ενός κατεστημένου που συμβιώνει με την οικογενειοκρατία, τη διαφθορά και την αδιαφανή σπατάλη πόρων, και αναπαράγεται μέσω της συναλλαγής με τα κυρίαρχα κομματικά παραμάγαζα - που ονομάζεται, ψευδωνύμως, δημοκρατική συμμετοχή.

Αλλά είναι το πρώτο ερώτημα που μου φαίνεται σημαντικότερο:
και αν αλλάξει - που πρέπει ν' αλλάξει - ο προβληματικός και φαύλος τρόπος διοίκησής του, θα λυθεί το πρόβλημα ενός πανεπιστημίου που έζησε χρόνια, δεκαετίες στρέβλωσης και ακαδημαϊκού μαρασμού, υπό την ασφυκτική κηδεμονία του κομματικού συστήματος, με το δικαίωμα στη μόρφωση να περνά από τα καυδιανά δίκρανα των πελατειακών σχέσεων και τη διάρθρωση των σπουδών να υπακούει στον νόμο «κάθε πόλη και σχολή, κάθε χωριό και τμήμα»; Αμφιβάλλω.

Θα ήταν, ίσως, αποδοτικότερο να ανατραπεί η αφετηρία της συζήτησης.
Ν' αρχίσει από το απλό ερώτημα:
ποιο είναι το μυστικό που επιτρέπει σε κάποιους - και όχι λίγους - ελληνικούς ακαδημαϊκούς θυλάκους να αριστεύουν;
Πώς γίνεται και υπάρχουν ακαδημαϊκές μονάδες που προσφέρουν - παρότι μοιράζονται το ίδιο στρεβλό και φθοροποιό θεσμικό περιβάλλον - καλές σπουδές, οργανώνουν ερευνητικό έργο, απολαμβάνουν διεθνή αναγνώριση και οι πτυχιούχοι τους είναι περιζήτητοι σε σπουδαία διεθνή ιδρύματα;
Αναρωτιέμαι, αφελώς: δεν θα ήταν χρησιμότερο (και λιγότερο συγκρουσιακό) αν άρχιζε από εκεί η συζήτηση; Και αν ο στόχος της μεταρρύθμισης ήταν, πολύ απλά, να κάνουμε την εξαίρεση κανόνα;

ΠΗΓΗ: tanea.gr