Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Οι καταιγιστικές εξελίξεις γύρω από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης αφήνουν έκθετη την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και τους ελάσσονες εταίρους του μνημονιακού μπλοκ, ΛΑΟΣ και Δημοκρατική Συμμαχία.
Επί ενάμιση χρόνο, δικαιολογούσαν...
πολιτικές οικονομικής συρρίκνωσης και κοινωνικής αποδόμησης προβάλλοντας το εκφοβιστικό δίλημμα: «Δρακόντεια λιτότητα ή πτώχευση».
Μόλις στις αρχές της τρέχουσας εβδομάδας, ο πρωθυπουργός απέρριπτε κάθε σκέψη για στάση πληρωμών, υποστηρίζοντας ότι παρόμοιες προτάσεις «εξυπηρετούν μόνον όσους θέλουν να κερδοσκοπήσουν» εις βάρος της Ελλάδας. Γλαφυρότερος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Θ. Πάγκαλος, υποστήριξε ότι, σε περίπτωση πτώχευσης, μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού «δεν θα έχει ούτε κρέας, ούτε γάλα, ούτε καφέ, ούτε ζάχαρη. Οι φτωχότεροι δεν θα έχουν ούτε ψωμί».
Να όμως, που, πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο έτερος αντιπρόεδρος, Β. Βενιζέλος, άρχισε να προετοιμάζει τους πολίτες για το νέο έργο, δηλώνοντας ότι η «επιλεκτική χρεοκοπία» είναι όντως πιθανή, ότι συζητείται ήδη στις Βρυξέλλες και ότι δεν θα είναι και καμιά καταστροφή, βρε αδερφέ, αρκεί να γίνει ωραία και σωστά.
Οσο για τις λεκτικές πιρουέτες - περί επιλεκτικής χρεοκοπίας που δεν είναι χρεοκοπία, περί selective default που δεν θα αποτελεί «πιστωτικό γεγονός», αρκεί να προφέρεται με τη σωστή, οξφορδιανή προφορά για να μην ερεθίσει τους Κέρβερους των διαβόητων «οίκων αξιολόγησης» - ασφαλώς θα προσφέρουν τροφή στους σεναριογράφους καλοκαιρινών επιθεωρήσεων, αλλά από πολιτική άποψη μόνο ένοχη αμηχανία προδίδουν.
Αδύνατον να συγκαλυφθεί με παρόμοια φύλλα συκής το βασανιστικό ερώτημα, που θα στοιχειώνει τούτη την κυβέρνηση μέχρι το τέλος του βίου της:
Αν ήταν να χρεοκοπήσουμε με πρωτοβουλία των πιστωτών μας, γιατί δεν κάναμε από την αρχή στάση πληρωμών, διεκδικώντας διαγραφή μεγάλου μέρους του απεχθούς χρέους;
Γιατί έπρεπε να υποστούμε αυτό το ταξίδι στην κόλαση, το οποίο μάλιστα όχι μόνο δεν μείωσε το χρέος, αλλά το αύξησε δραματικά - από 120% του ΑΕΠ θα φτάσει το 172% το 2012, σύμφωνα με τις προχθεσινές εκτιμήσεις του ΔΝΤ;
Το ίδιο ερώτημα θα έπρεπε να τεθεί στους ιθύνοντες της Ε.Ε.
Επί ενάμιση χρόνο ισχυρίζονταν ότι τρεις μικρές χώρες, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, οι οποίες αθροιστικά αντιπροσωπεύουν μόλις το 6% της οικονομίας της Ευρωζώνης, αποτελούν φοβερό και τρομερό κίνδυνο για την Ευρώπη όλη και ότι ο μόνος δρόμος προς τη σωτηρία είναι εκείνος των Μνημονίων. «Δεν υπάρχει Plan B», ήταν η στερεότυπη επωδός Ρεν, Γιουνκέρ και Σόιμπλε, οι οποίοι εμφάνιζαν τα όρια της συνθήκης του Μάαστριχτ για το έλλειμμα και το χρέος εξίσου ιερά με τις Δέκα Εντολές που παρέλαβε ο Μωυσής στο Σινά, έτοιμοι να τιμωρήσουν κάθε «παραβατική» πολιτική υπέρ της ανάπτυξης με τον ζήλο του τροχονόμου που κόβει κλήση στο ασθενοφόρο για υπερβολική ταχύτητα.
Και να που ξαφνικά, πληροφορούμαστε από τον κ. Βενιζέλο, ότι υπάρχει όχι ένα, αλλά… 36 «Plan B» για την περίπτωση της Ελλάδας! Ο,τι ήταν ιερό βεβηλώνεται, ό,τι ήταν στέρεο εξαερώνεται, όπως θα 'λεγε ένας σπουδαίος Γερμανός μιας άλλης εποχής.
Βλέπετε, ανάγκα και θεοί πείθονται: Η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία ήταν αρκετά μικρές ώστε να μπορούν άφοβα να θυσιαστούν ως πειραματόζωα στο εργαστήριο της νέας, γερμανικής Ευρώπης.
Οταν, όμως, οι γύπες των «αγορών» αρχίζουν να κόβουν βόλτες πάνω από την Ισπανία και την Ιταλία, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το 28% της οικονομίας της Ευρωζώνης και απειλούν να παρασύρουν μαζί τους τραπεζικούς κολοσσούς του γαλλογερμανικού ζεύγους, τότε το αδιανόητο γίνεται αναπόδραστο.
Αίφνης, η επίτροπος Ρέντινγκ βρίσκει το φως στο δρόμο προς τη Δαμασκό και εκρήγνυται εναντίον του «καρτέλ τριών αμερικανικών εταιρειών» (των κακόφημων «οίκων»), προειδοποιώντας ότι «δεν είναι δυνατόν να αποφασίζει τη μοίρα ολόκληρων χωρών».
Βέβαια, οι εν λόγω οίκοι ιδρύθηκαν το 1860, το 1909 και το 1913 αντίστοιχα και ουδείς μπορούσε να διανοηθεί ότι θα επιβάλουν πολιτικές σε έναν Ρούζβελτ, Ντε Γκωλ ή Τσόρτσιλ.
Οτι σήμερα τρομοκρατούν «αυτά τα παιδάκια που μας κυβερνούν», όπως τιτλοφόρησε σχετικό κύριο άρθρο της η γαλλική Le Monde, αντανακλά απλώς την τερατώδη γιγάντωση των χρηματιστικών αγορών και την αντίστροφη, καταθλιπτική συρρίκνωση του πολιτικού προσωπικού την τελευταία τριακονταετία.
Κάλλιο αργά, παρά ποτέ, θα πει κανείς.
Εστω και ανόρεκτα, υπό την πίεση των ίδιων των αδιεξόδων της, η Ευρώπη θα βρει τον σωστό δρόμο, όπως (υποτίθεται ότι) αποδεικνύει η αυξανόμενη απήχηση, ακόμη και στη Γερμανία, της πρότασης για ευρωομόλογο.
Μακάρι να έχουν δίκιο, όσοι επενδύουν σ' αυτή τη λογική και δίκαιη ιδέα.
Μόνο που δεν ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυβερνά η δύναμη του δίκιου και της λογικής, αλλά η λογική και το δίκιο της δύναμης.
Και σ' αυτόν τον κόσμο, η Γερμανία της Μέρκελ και η Γαλλία του Σαρκοζί δεν έχουν λόγο να κοινοτικοποιήσουν τα χρέη των αδύνατων χωρών, αν δεν επιβάλουν προηγουμένως βαρύτατους όρους, όπως οι εμπράγματες εγγυήσεις (δηλαδή, η αναγκαστική κατάσχεση εθνικού πλούτου) και η κατάργηση μεγάλου μέρους της εθνικής τους κυριαρχίας, όπως ρητά δήλωσε ο κατά Βενιζέλο «φιλέλλην» Γιουνκέρ.
Είναι βέβαιοι οι εισηγητές του ευρωομόλογου ότι, υπό τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς, αξίζει να πληρώσουμε αυτό το βαρύ τίμημα, για να διασωθεί η ευρωπαϊκή μας φαντασίωση;
www.kathimerini.gr
ΠΗΓΗ: παρεμβαση