24 Ιουν 2011

Απάντηση του ΥΕΘΑ Π. Μπεγλίτη σε επίκαιρη ερώτηση Γ. Μαυρίκου σχετικά με το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά


«Ο συνάδελφος Βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος κ. Μαυρίκος, γνωρίζει καλά το θέμα του Ναυπηγείου Σκαραμαγκά και εκτιμώ πραγματικά και την ευαισθησία και την αγωνία του.  Είχαμε τη δυνατότητα πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, απαντώντας..
σε σχετικές ερωτήσεις, να θέσουμε το πλαίσιο των θέσεών μας από την πλευρά του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και βεβαίως είχαμε τη δυνατότητα από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και σήμερα, με τον συνάδελφο τότε, Υπουργό Εθνικής Άμυνας κ. Βενιζέλο, να ενημερώνουμε, σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς επίσης και τα μέλη της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων.

Έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, το οποίο δεν είναι σημερινό, χρονίζει. Πάνω από δέκα χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε δομικά και διαρθρωτικά προβλήματα σε σχέση με το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Και κληθήκαμε, τον Οκτώβρη του 2009, να διαχειριστούμε ένα σύνολο παθογενών  καταστάσεων του παρελθόντος.

Αναλάβαμε την ευθύνη μας, με γνώμονα την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, των χρημάτων του ελληνικού λαού, την υπεράσπιση των συμφερόντων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, της άμυνας και της ασφάλειας της χώρας και βεβαίως, πάντα, με γνώμονα τη βιωσιμότητα του Ναυπηγείου Σκαραμαγκά και την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων.

Λέω και πάλι ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να διαχειριστείς μια υπόθεση με μια καταγγελία από την πλευρά της γερμανικής αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, λίγες μέρες πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις δραματικές συνθήκες, πετύχαμε μια λογική λύση, με διαφάνεια, η οποία υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα.

Βλέποντας την ερώτηση του κ. Μαυρίκου, θα ήθελα καταρχήν, στην πρώτη μου αυτή παρέμβαση να τον διορθώσω. Δεν έχουμε καταγγελία της κύριας σύμβασης μεταξύ του ελληνικού δημοσίου, των ελληνικών ναυπηγείων, της ThyssenKrupp Marine Systems και HDW, από τη γερμανική πλευρά και βεβαίως από την αραβική, της Abu Dhabi Mar. Δεν καταγγέλθηκε το Μάιο η πρώτη κύρια σύμβαση, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε εκτέλεση του ν. 3885/2010, που είχαμε την ευκαιρία, όπως γνωρίζετε, να συζητήσουμε επί μακρόν τόσο στην Επιτροπή, όσο και στην Ολομέλεια.

Πρόκειται για καταγγελία της δευτερεύουσας υπεργολαβικής σύμβασης μεταξύ της Abu Dhabi Mar και της HDW. Δηλαδή, με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ιδιωτική υπόθεση ανάμεσα στους δυο, τον κύριο ανάδοχο και τον υποκατασκευαστή, μια νομική ενέργεια, παρόλα αυτά όμως, μεταξύ δύο ιδιωτών.
Θα με ρωτήσετε: Αυτό δεν επηρεάζει τη λειτουργία του Ναυπηγείου και τα συμφέροντα του δημοσίου; Θα σας πω ότι ασφαλώς τα επηρεάζει, γι’ αυτό το λόγο συνεχίζουμε να παρακολουθούμε, πάρα πολύ στενά, πολιτικά και νομικά, τις διαπραγματεύσεις, που ήδη ξεκίνησαν μεταξύ των δύο μερών, προκειμένου να βρεθεί λύση σε ένα σύνολο ενδοεπιχειρηματικών προβλημάτων, τα οποία υφίστανται και διαπιστώνονται τόσο εδώ, στο πλαίσιο των ΕΝΑΕ, του Ναυπηγείου Σκαραμαγκά, όσο και προβλήματα που έχουν εμφανιστεί στις επιχειρηματικές τους σχέσεις και στη Γερμανία.

Άρα, λοιπόν, εμείς, με βάση τα συμφέροντα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, παρακολουθούμε και είμαστε έτοιμοι, να παρέμβουμε και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν χρειαστεί, προκειμένου με το βάρος της χώρας, με το ειδικό διαπραγματευτικό βάρος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του Υπουργείου Οικονομικών, να λύσουμε προβλήματα.
Πράγματι, θέσατε ένα ζήτημα ότι δηλαδή απαγορεύεται, πλέον, ο εμπορικός χαρακτήρας των Ναυπηγείων και δεν επιτρέπονται, για μια δεκαπενταετία, οι εμπορικές δραστηριότητες. Όμως, δεν είπατε όλη την αλήθεια, με όλο το σεβασμό που σας έχω.  Εάν δεν υπήρχε αυτός ο λογικός συμβιβασμός, ήδη, τα Ναυπηγεία, θα είχαν κλείσει, γιατί θα έπρεπε να επιστρέψουν στο δημόσιο παράνομες κρατικές ενισχύσεις που, προσαυξημένες με τους τόκους, ξεπερνούσαν τα 500.000.000 ευρώ. Από το τέλος του 2009, το Ναυπηγείο θα έπαυε να λειτουργεί. Θα είχαμε απώλεια των θέσεων εργασίας και βεβαίως θα ήταν καταστροφική αυτή η προοπτική για τα συμφέροντα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είναι πελάτης των Ναυπηγείων. Παραγγέλνουμε με βάση τις επιχειρησιακές μας ανάγκες εξοπλιστικά προγράμματα για να υπερασπιστούμε την εθνική άμυνα, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας. Δεν έχουμε στην ευθύνη μας τη συνολική εθνική στρατηγική για το ναυπηγικό και ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα. Στο μέτρο αρμοδιότητας που μας αναλογεί, να είστε βέβαιος, ότι θα διασφαλίσουμε όσο μπορούμε, τα συμφέροντα και του δημοσίου αλλά και των εργαζομένων.»

Κατά τη δευτερολογία του ο κ. Μπεγλίτης ανέφερε:

«Ο συνάδελφος έθεσε ζητήματα και πέραν της προοπτικής των ναυπηγείων. Έθεσε το ζήτημα των αμυντικών βιομηχανιών, πηγαίνοντας μέχρι τα ευρύτερα ζητήματα γεωστρατηγικής που απασχολούν σήμερα την ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Μεσογείου.

Ξεκινώ από ένα θέμα με το οποίο τελείωσε ο κ. Μαυρίκος. Πράγματι, στη Διϋπουργική Σύσκεψη που συγκάλεσε ο Πρωθυπουργός στις 30 Μαΐου, συζητήσαμε τους άξονες μιας νέας δυναμικής εθνικής στρατηγικής στο ναυπηγικό και ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα, με τη συμμετοχή και άλλων συναρμόδιων Υπουργείων, τα οποία έχουν καθοριστικότερη, από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αρμοδιότητα σε σχέση με τη διαμόρφωση αυτής της στρατηγικής. Και αυτή η στρατηγική δεν μπορεί να διαμορφωθεί ερήμην των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων στο ναυπηγικό τομέα.

Γνωρίζουμε όλοι, ότι ο ναυπηγικός τομέας στην Ευρώπη, τόσο ο στρατιωτικός κατασκευαστικός τομέας όσο και σε μεγάλο βαθμό ο εμπορικός, περνά μια βαθιά κρίση. Έχουμε μια σημαντική μετατόπιση των συμφερόντων προς την περιοχή της Άπω Ανατολής. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το να αξιοποιήσουμε ως χώρα τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, λόγω του μεγάλου στόλου που διαθέτει η χώρα, λόγω της σημαντικής, πραγματικά, συμβολής στην εθνική οικονομία του εμπορικού στόλου και των εφοπλιστών. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπ’ όψιν μας και θα το έχουμε, όταν οι συναρμόδιοι Υπουργοί ενημερώσουν τη Βουλή και τα πολιτικά κόμματα για τη χάραξη αυτής της νέας εθνικής στρατηγικής.

Εγώ επιμένω, ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει μόνο ένα μικρό κομμάτι αρμοδιότητας. Το λέω αυτό για δεύτερη φορά και πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα.  Μην ρίξουμε στις πλάτες της εθνικής μας άμυνας το θέμα της βιωσιμότητας και της ανάπτυξης, είτε των αμυντικών βιομηχανιών, είτε των ναυπηγείων. Γιατί σε εκείνη την περίπτωση, θα έπρεπε να αυξήσουμε κατακόρυφα τις αμυντικές δαπάνες, προκειμένου, να συντηρήσουμε αυτές τις βιομηχανίες. Το θέλουμε αυτό;  Η Κυβέρνησή μας δεν το θέλει.

Γνωρίζουμε τις δυνατότητες των ναυπηγείων και των αμυντικών βιομηχανιών. Γνωρίζουμε ότι διαθέτουν τεχνογνωσία, καινοτομία, εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό, αλλά θα δίνουμε τις παραγγελίες μας μέχρι εκεί που επιτρέπει ο επιχειρησιακός σχεδιασμός και οι ανάγκες της άμυνας της χώρας. Δεν μπορούμε παραπάνω. Η λογική αυτή, την οποία περιέγραψε για μία ακόμα φορά ο κ. Μαυρίκος, οδήγησε πραγματικά, σε παρακμή τις αμυντικές βιομηχανίες και τα ναυπηγεία, σε κατασπατάληση των εθνικών πόρων, σε δυσβάσταχτους αμυντικούς προϋπολογισμούς σε βάρος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας. Κάνουμε μια μεγάλη πολιτική και στρατηγική τομή σε σχέση με το παρελθόν.  Αυτό το παρελθόν δεν πρόκειται να επαναληφθεί.

Σχετικά με τα γεωστρατηγικά ζητήματα, θέλω να σημειώσω ότι η χώρα στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης και υπεράσπισης των εθνικών της συμφερόντων αναπτύσσει, ενισχύει και συμβάλλει στην εμβάθυνση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών σχέσεων, με μια σειρά σημαντικών χωρών της ευρύτερης περιοχής. Η ανάπτυξη των σχέσεων με το Ισραήλ είναι προς όφελος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνω ότι η ανάπτυξη, που είναι και στρατηγικός στόχος της Κυβέρνησής μας, δεν σημαίνει με τίποτα ότι θα επηρεάσει αρνητικά τις ιστορικές σχέσεις της χώρας μας με τον αραβικό κόσμο,  όπως και με άλλες χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας.

Οι σχέσεις αυτές με το Ισραήλ έχουν έναν αυτόνομο χαρακτήρα.  Όπως σας είπα, εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας και θα προχωρήσουμε στη βάση σχεδιασμού τόσο στο επίπεδο της στρατιωτικής συνεργασίας μέσω κοινών ασκήσεων, όσο και στο επίπεδο της συνεργασίας στον ευρύτερο τομέα των αμυντικών βιομηχανιών.

Τέλος, αναφορικά με τα Ναυπηγεία, θα έπρεπε να ρωτήσετε και τους εργαζόμενους στην Ελευσίνα, πόσο η Κυβέρνησή μας και ιδιαίτερα το Υπουργείο Εθνικής  Άμυνας στάθηκαν στο πλευρό τους, πόσο συνεπείς ήμασταν στην εκπλήρωση, όλων εκείνων των υποχρεώσεων, που προέβλεπαν οι συμβάσεις για την κατασκευή των πυραυλακάτων.


Στην περίπτωση του Ναυπηγείου της Ελευσίνας συμβαίνει ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει και με τον Σκαραμαγκά. Είχαμε μία σύγκρουση εσωτερικών συμφερόντων του Ναυπηγείων με την BAE, τη βρετανική εταιρεία ηλεκτρονικών, η οποία κατήγγειλε την υποκατασκευαστική, υπεργολαβική σύμβαση, επειδή δεν πληρωνόταν, ενώ τα χρήματα το Πολεμικό μας Ναυτικό τα είχε καταβάλει στο Ναυπηγείο της Ελευσίνας. Θέστε, παρακαλώ, αυτά τα ερωτήματα και μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος στην εργοδοσία του Ναυπηγείου Ελευσίνας.

Από τον Οκτώβριο του 2009, ξεκαθαρίσαμε όλες τις υποχρεώσεις προς το Ναυπηγείο Ελευσίνας. Το ίδιο κάνουμε, με βάση τις συμβατικές μας υποχρεώσεις, προς το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Πράγματι, όπως προβλέπει η κύρια σύμβαση, σύμφωνα με το νόμο 3885, από τον Οκτώβριο του 2010 έχουν καταβληθεί από το Πολεμικό Ναυτικό ποσά ύψους 132,5 εκατομμυρίων ευρώ στο Ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Κι αυτή ήταν συμβατική μας υποχρέωση, προκειμένου, από το φθινόπωρο του 2011 να αρχίσει η υλοποίηση του προγράμματος για την κατασκευή δύο ακόμη σύγχρονων υποβρυχίων τύπου 214.

Ωστόσο, η ίδια η διοίκηση των ΕΝΑΕ, έχει «παγώσει» την πληρωμή της υποκατασκευάστριας εταιρείας HDW. Όπως σας είπα όμως, αυτό είναι ένα άλλο θέμα που δεν μας αφορά, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, άμεσα. Μας αφορά σε σχέση με την εξέλιξη του προγράμματος και σας είπα προηγουμένως, ότι θα υπερασπιστούμε κάθε έννομο συμφέρον του Δημοσίου. Και θα το κάνουμε.

Προσθέτω μάλιστα, για να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα, ότι δεν πληρώσαμε τη δόση του Μαΐου, ύψους 50 εκατομμυρίων, ακριβώς επειδή συνέβη αυτό,  η καταγγελία δηλαδή της HDW προς το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Και ξέρετε για ποιο λόγο εμφανίστηκαν αυτά τα προβλήματα; Είναι απόρροια των υποχρεώσεων που θέτουμε για διαφάνεια και καθαρότητα στις συναλλακτικές μας σχέσεις σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, κάτι το οποίο - μπορώ να το πω στο ελληνικό Κοινοβούλιο - δεν έχουν τηρήσει από την πλευρά τους οι Γερμανοί, όπως θα έπρεπε να το κάνουν, αντίθετα με την αραβική πλευρά που σέβεται απολύτως, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουμε θέσει και στη σύμβαση αλλά και στο νόμο 3885/2010.

Άρα τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, πιο σύνθετα. Θα με ρωτήσετε: Και τι θα γίνει με τους εργαζόμενους; Επειδή χειριζόμουν το θέμα, θέλω να σας πω ότι οι εργαζόμενοι πληρωνόντουσαν πάντα, ακόμα και σε συνέχεια παρέμβασής  μας στο να δίνει το Υπουργείο Οικονομικών εγγυήσεις, μέσα από δάνεια από τον τραπεζικό τομέα. Μέχρι σήμερα δεν στερήθηκαν τίποτε από τους μισθούς και τα επιδόματά τους, για να μπορούν πραγματικά να επιβιώσουν. Όμως, οφείλουμε να είμαστε όλοι ειλικρινείς. Τα Ναυπηγεία, κι όχι μόνο του Σκαραμαγκά αλλά και της Ελευσίνας και του Νεωρίου, δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνο με τους αμυντικούς εξοπλισμούς και τις παραγγελίες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

Θα συμβάλλουμε στο να επιλυθεί το μεγάλο, το δύσκολο, το σύνθετο νομικό πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν σας λέω ότι είναι εύκολο. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Θα χρειαστούν σκληρές διαπραγματεύσεις. Όμως και η συμβαλλόμενη πλευρά οφείλει να λύσει τα εσωτερικά, ενδοεπιχειρηματικά της προβλήματα.

Πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ σημαντικές επιλογές. Θέλω να διαβεβαιώσω το συνάδελφο κ. Μαυρίκο και μέσω αυτού τους συναδέλφους και τους εργαζομένους στα Ναυπηγεία ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια να υπερασπιστεί τις θέσεις εργασίας, υπερασπιζόμενη όμως συγχρόνως – και αυτό είναι το μείζον πολιτικό αίτημα για εμένα -  το εθνικό συμφέρον, το δημόσιο συμφέρον και τα χρήματα του ελληνικού λαού. »