Το νέο στέλεχος του Ε. coli έχει προκαλέσει έντονη διάσταση απόψεων μεταξύ των μικροβιολόγων.
Από τη μια είναι εκείνοι που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις τροφές και τα αντιβιοτικά που δίνονται στα ζώα, ώστε να γίνονται περισσότερο παραγωγικά.
Και από την άλλη βρίσκονται οι ειδικοί που... εμπλέκονται με την κτηνοτροφία και δείχνουν αλλού τον «ένοχο».
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε., που επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση σε αντιβιοτικά από τους παραγωγούς κτηνοτρόφους.
Βέβαια, ειδικά για τη χώρα μας μπορεί να έχει θεσπιστεί νόμος που απαγορεύει τη χρήση αντιβιοτικών για αύξηση του σωματικού βάρους των παραγωγικών ζώων, όμως δεν ισχύει το ίδιο και για θεραπευτικούς λόγους.
Από τη στιγμή, όμως, που ένας παραγωγός μπορεί να προμηθευθεί από μόνος του όποιο αντιβιοτικό θέλει, μάλλον ο νόμος είναι αδύναμος στην εφαρμογή του.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής καθηγητής της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Γ. Ι. Αρσένος θεωρεί πως η χορήγηση των αντιβιοτικών είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στις εκτροφές και διαβεβαιώνει ότι «σε καμία περίπτωση δεν γίνεται υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στα παραγωγικά ζώα».
Το επιχείρημά του έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πεποίθηση που υπάρχει σε μια άλλη κατηγορία επιστημόνων, ανάμεσά τους και όσοι εκπροσωπούν τον τομέα της μικροβιολογίας. Χαρακτηριστική η έρευνα του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι βακτηρίδια που ισχυροποιήθηκαν από τη χρήση αντιβιοτικών απειλούν την υγεία μας. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές του πανεπιστημίου, πάρθηκαν δείγματα κρέατος ή προϊόντων κρέατος από εστιατόρια, σουπερ μάρκετ και κρεοπωλεία της βόρειας Ελλάδας.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε σε αμερικανικό περιοδικό πριν από μερικούς μήνες, περιγράφει μια ζοφερή πραγματικότητα. Η υπεύθυνη της έρευνας, Χρυσάνθη Παπαδοπούλου, επίκουρος καθηγήτρια Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, δηλώνει στην «Κ.Ε.»: «Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε μια ωραία νομοθεσία, το θέμα όμως είναι ότι δεν εφαρμόζεται στην πράξη. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της δημόσιας υγείας χωλαίνουν».
Στην ερώτηση αν και πώς μπορεί να προστατευθεί ο καταναλωτής, η καθηγήτρια είναι απόλυτη: «Ο καταναλωτής δεν μπορεί να προστατευθεί από τα κατάλοιπα φαρμακευτικών αγωγών ή χημικών ουσιών. Δεν είναι όπως συμβαίνει με τους μικροοργανισμούς, οι οποίοι εξαφανίζονται με το βράσιμο ή το ψήσιμο».
Αυτό, βέβαια, δεν ισχύει με το γάλα, καθώς το γάλα ελέγχεται για αντιβιοτικά πριν μπει στη γραμμή παραγωγής.
Αυτό που αντιτείνει ο καθηγητής Γ. Ι. Αρσένος είναι, πως πρέπει να διερευνηθεί αν υπάρχει πρωτογενές γενεσιουργό αίτιο σε επίπεδο εκτροφής ή πρόκειται για επιμολύνσεις στην πορεία του προϊόντος. «Το επίπεδο της παραγωγής σήμερα και οι πιέσεις από τη διεθνοποίηση του εμπορίου δεν αφήνουν περιθώρια για τη δράση "επιτήδειων" και "ασυνείδητων", όπως αναφέρεται από πολλούς που βάλλουν κατά της ασφάλειας των παραγόμενων τροφίμων ζωικής προέλευσης χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να έχουν επισκεφθεί οι ίδιοι έστω μία κτηνοτροφική μονάδα» υποστηρίζει ο Γ. Ι. Αρσένος.
Ρωτήσαμε σχετικά την κυρία Παπαδοπούλου και μας απάντησε πολύ απλά πως: «Εγώ αυτό που βρήκα ήταν κατάλοιπα φαρμακευτικών αγωγών σε κρέατα που ήταν στο εμπόριο».
Οπως και να 'χει, αυτό που προκύπτει από την έρευνα του θέματος είναι ότι η χώρα μας, με τη μη εφαρμογή των νόμων, τους μη επαρκείς ελέγχους ή τους ελέγχους που αμφισβητούνται σε επιστημονικό επίπεδο, έχει καταφέρει αυτή την στιγμή, να πλήξει από μόνη της την πλέον σημαντική της βιομηχανία, που είναι η κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Ι. Αρσένο, η χώρα μας εισάγει σχεδόν πάνω από το μισό του ποσοστού των τροφίμων που καταναλώνει, αν εξαιρέσουμε τα προϊόντα της πτηνοτροφίας και το αιγοπρόβειο γάλα. Διαθέτει ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής της κτηνοτροφίας στη συνολική αξία της γεωργικής παραγωγής, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε.
«Την τελευταία δεκαετία, παρατηρούμε μια συρρίκνωση της παρουσίας εγχώριων κτηνοτροφικών προϊόντων στην ελληνική αγορά. Αν και έπρεπε να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα και τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών προϊόντων ζωικής προέλευσης υποστηρίζοντας την παραγωγή και ενισχύοντας τον εξαγωγικό προσανατολισμό της, εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η εγχώρια κτηνοτροφική παραγωγή απαξιώνεται, η εμπορικότητα των εγχώριων προϊόντων περιορίζεται με θεσμικές παρεμβάσεις και "καταδικαστικές" έρευνες και ενισχύονται οι εισαγωγές από εταιρείες με μονοπωλιακές ορέξεις» δηλώνει στην «Κ.Ε.» ο Γ. Ι. Αρσένος. Καταλήγει μάλιστα λέγοντας πως: «Αν στοχεύαμε στην αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής για κάλυψη των εθνικών αναγκών, τότε θα εξοικονομούσαμε μερικά δισ. ευρώ σε ετήσια βάση».
ΠΗΓΗ: enet.gr