Το σπίτι,δηλαδή τρόπος του λέγειν ‘σπίτι’,η παράγκα,η τρώγλη,μέσα στην οποία ζούσε τα τελευταία χρόνια,αφενός λόγω οικονομικής κρίσης κι αφετέρου λόγω προσωπικών επιλογών αποστασιοποίησης από την ‘κοινωνία των έξω’,φωτιζόταν από ένα γυμνό γλόμπο ,κρεμασμένο στο τρύπιο..
ταβάνι.Κατά τα λοιπά διέθετε ένα κρεβάτι-ράντσο,σκεπασμένο με μία ξεφτισμένη κουβέρτα[couvre-lit,θα την ονόμαζε η σικάτη μητριά του πριν φαληρίσει ο πλούσιος αλλά αδιάφορος πατέρας του],μία ξυλόσομπα χωρίς κούτσουρα και μπουρί,δύο μισοσπασμένες καρέκλες[προφανώς όχι Louis Quinze],ένα κουτσό τραπέζι πάνω στο οποίο έμοιαζε σαν να κοιμόντουσαν κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις και βέβαια το μικρό τρανζιστοράκι του από το οποίο άκουγε τα λα’ι’κά του ,όταν τον έπιανε το παράπονο.Το πώς και το γιατί βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση δεν είχε πλέον καμμία σημασία.Τώρα όμως δεν ήθελε να ξε-φύγει για κανένα λόγο από αυτό τον τρόπο ζωής που οι πρώην φίλοι του θα τον αποκαλούσαν décadence.
Δεν το έπαιζε συνειδητός περιθωριακός,ένας οριακός άνθρωπος που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο αντίθετους κόσμους.Ούτε ένοιωθε κουρέλι της ζωής.Απλά είχε αποφασίσει να μείνει εδώ.
Εσχάτως όμως η επιλογή του αυτή έμοιαζε να δικαιώνεται.Από το τρανζίστορ με τα πολλά παράσιτα άκουσε μιά ψύχραιμη γλυκιά φωνή να λέει:’’Μένουμε σπίτι’’.Τώρα λοιπόν βρήκε ‘νόμιμο λόγο’ να μη βλέπει τους έξω και κυρίως να μην τον βλέπουν,να τον λυπούνται,να τον οικτείρουν,να τον δείχνουν με το δάχτυλο και ν’απομακρύνονται οι comme il faut.Τώρα μένει σπίτι,ξαναδιαβάζει τις σημειώσεις,ξανασκίζει τις σελίδες,κοιμάται όσο θέλει κι όταν είναι η ώρα να φάει ανοίγει την πόρτα με τους σκουριασμένους μεντεσέδες και φωνάζει στο γείτονα από την Ανατολική Ευρώπη,στο μοναδικό άνθρωπο στον οποίο μιλάει:’’Φίλε,Μένουμε σπίτι για να μην πεθάνουμε από φόβο.Εγώ όμως από πείνα κινδυνεύω...’’
Κι ο γείτονας πάντοτε του φέρνει ένα πιάτο φα’ί’ και μιά κούπα κόκκινο κρασί.