Νικόλ Λειβαδάρη
Η πρώτη προειδοποιητική βολή ήρθε από τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις: Αμέσως μετά την συνεδρίαση του τελευταίου Eurogroup διαμήνυσε, με νόημα, ότι «η γενική ρήτρα διαφυγής»...
δηλαδή η παράκαμψη του Συμφώνου Σταθερότητας και των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, που για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. ενεργοποιήθηκε για τις ανάγκες της πανδημίας, αποσύρεται από το 2023.Είχαν προηγηθεί ο πρόεδρος της Bundesbank, της γερμανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν και μια κοινή παρέμβαση από εξέχοντες θιασώτες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Γερμανία (χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθερους).
Ο Βάιντμαν τόνισε κατηγορηματικά, την ανάγκη να επιστρέψουν γρήγορα (και η Γερμανία και η Ευρώπη) σε πολιτικές «δημοσιονομικής σταθεροποίησης». Ταυτόχρονα, με ένα κοινό άρθρο στην Süddeutsche Zeitung, μια διακομματική ομάδα γερμανών πολιτικών απηύθυνε «δραματική» και «επιτακτική» έκκληση για επαναλειτουργία του πλαισίου των δημοσιονομικών κανόνων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ενδιαμέσως είχε παρεμβληθεί ο συνήθης ύποπτος - ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και νυν πρόεδρος της Budesntag Βόλφγκανγ Σόιμπλε. Ο Σόιμπλε, με άρθρο του στην Sole 24 Ore έκανε την «ύπουλη πρόταση»: Σε πρώτη ανάγνωση έκανε την πολιτική υπέρβαση προτείνοντας την δημιουργία «δημοσιονομικής ένωσης» στην ευρωζώνη, με μεταφορά του πλεονάζοντος χρέους (πέραν του ορίου του 60% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας) κάθε χώρας σε ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Αποπληρωμής. Εν ολίγοις, πρότεινε τα κράτη μέλη να δεσμευτούν σε μια αμετάκλητη ενοποίηση των δημόσιων οικονομικών τους, με αντάλλαγμα ευρωπαϊκή στήριξη σε περίπτωση κρίσης ρευστότητας.
Αυτό ήταν το «τυρί». Η «φάκα» είναι, ότι για να υπάρξει αυτή η ενοποίηση και η δυνατότητα αξιοποίησης του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης για το μεταφερόμενο χρέος, θα τίθενται και αυστηροί όροι. Πρόκειται για όρους που θα περιλαμβάνουν την επιβολή ενός ειδικού φόρου για την εκπλήρωση υποχρεώσεων, την κατάθεση εγγυήσεων, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Πολύ πιο απλά, περιλαμβάνουν νέα, δεσμευτικά Μνημόνια με εκχώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Αποπληρωμής – ήτοι, σε μια νέα «τρόκια» που θα διαχειρίζεται το χρέος και θα υπαγορεύει τις εθνικές οικονομικές πολιτικές.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε συγκροτημένη και «προληπτική» αντεπίθεση: Τα «γεράκια» της Γερμανίας και της Ευρώπης επιστρέφουν και παίρνουν θέσεις, στην μεγάλη συζήτηση που μόλις ανοίγει για την διαχείριση του χρέους της πανδημίας – θέσεις, οι οποίες στοχεύουν καθαρά είτε στην άμεση, είτε στην έμμεση επαναφορά του «γύψου» του Συμφώνου Σταθερότητας.
Για το μετριοπαθές τόξο της ευρωπαϊκής ηγεσίας τέτοια προοπτική, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν υφίσταται. Αποτελεί κοινή παραδοχή μετά το σοκ της πανδημίας η ανάγκη αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης, δηλαδή, της αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει ήδη προτείνει την αναθεώρηση των κανόνων και η πανευρωπαϊκή συζήτηση έχει ανοίξει, κυρίως σε ό,τι αφορά τα όρια για το χρέος (60% του ΑΕΠ), το έλλειμμα (3% του ΑΕΠ), καθώς και για τις δαπάνες εκείνες που θα εντάσσονται στον υπολογισμό του ελλείμματος.
Με το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη, άλλωστε, να φθάνει ήδη στο 101,7% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 8,8%, αυτά τα όρια του Συμφώνου Σταθερότητας βρίσκονται απλώς εκτός κάθε πραγματικότητας. Για την δε Ελλάδα, με το δημόσιο χρέος στο 205% και το πρωτογενές έλλειμμα στο 8,4% κάθε απόπειρα επιστροφής στο πλαίσιο του Συμφώνου θα σήμαινε απλώς ισόβια λιτότητα και οριστική καταδίκη οποιασδήποτε αναπτυξιακής προοπτικής.
Το πρώτο πρόβλημα, ωστόσο, είναι, ότι όπως όλες οι αλλαγές στην Ευρώπη, και η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου είναι επικίνδυνα αργή. Ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι, μετά το τελευταίο Eurogroup και εκείνος, αναγνώρισε, ότι η διαπραγμάτευση για την αλλαγή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θέλει ακόμη χρόνο.
Ο χρόνος όμως δεν είναι απεριόριστος. Του χρόνου τέτοια εποχή, τα νομισματικά «μπαζούκα» της ΕΚΤ δεν θα βρίσκονται πια σε ισχύ, θα έχουν αποσυρθεί. Κι εάν δεν έχει επέλθει συμφωνία, οι χώρες της ευρωπεριφέρειας με πρώτη την Ελλάδα θα βρίσκονται ξανά στο έλεος του δημοσιονομικού γύψου.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι, ότι ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί η καθαρή αντιπρόταση των προοδευτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων για την επόμενη μέρα και το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, κόντρα στην επίθεση των «γερακιών». Εδώ, καταλυτικό ρόλο θα παίξει το αποτέλεσμα των εκλογών στην Γερμανία το φθινόπωρο.
Μια θεωρητική νίκη των Πρασίνων θα σήμαινε ριζική αλλαγή οπτικής, καθώς τάσσονται υπέρ ισχυρών επενδυτικών κινήτρων, εξαίρεσης των δαπανών για επενδύσεις από το φρένο χρέους και συνολικής αναθεώρησης της δημοσιονομικής και νομισματικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης. Η επικράτηση του χριστιανοδημοκρατικού – σοσιαλδημοκρατικού τόξου θα μπορούσε να σημαίνει ένα απλό, και στην πράξη ανούσιο, «ρετούς» του υπάρχοντος Συμφώνου.
Η απόσταση και το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο, για να παραμένει η ελληνική κυβέρνηση σιωπηλή και απούσα από την πανευρωπαϊκή συζήτηση που ήδη διαμορφώνει νέες συμμαχίες και στρατόπεδα...