31 Αυγ 2012

Η πανσέληνος του Αυγούστου και μια βαθιά νυχτωμένη Ελλάδα


Tου Θωμά Σίδερη
“Θα ’πρεπε οι πολιτικοί μας να κρατούσαν μιαν ολυμπιάδα σιωπής ύστερ’ από το χαλασμό του Έθνους”. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Στράτη, τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη” που έγραψε στις...

αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Γιώργος Σεφέρης. Είναι το μοναδικό πεζό κείμενο που έγραψε ο νομπελίστας ποιητής.

Ο Σεφέρης τοποθετεί τους ήρωές του στη μεσοπολεμική Αθήνα του 1928. Έξι χρόνια μετά την κατάρρευση του εθνικού μετώπου και ένα χρόνο πριν από το παγκόσμιο οικονομικό κραχ. Την ώρα που οι πρόσφυγες προσπαθούν να ενώσουν όπως όπως τα κομμάτια της ζωής τους, η συλλογική συνείδηση παραπαίει ανάμεσα στην ταπείνωση, στην προσπάθεια για λήθη και στην αβεβαιότητα.

Ο Στράτης επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Παρίσι. Στη νέα του πόλη βιώνει ένα έντονο υπαρξιακό αδιέξοδο και προσπαθεί να ανακαλύψει την ατομική του ταυτότητα. Εκείνη ακριβώς την περίοδο συναντιέται με μια παρέα αθηναίων φίλων. Επτά άνθρωποι, ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους, που ακόμα κι όταν είναι μαζί ο καθένας είναι μόνος του, αποφασίζουν να βγουν από το ατομικό και συλλογικό αδιέξοδο. Η παρέα βάζει ένα στοίχημα: να συγκεντρώνονται σε ένα ορισμένο μέρος μια φορά το μήνα. Το μέρος αυτό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από την Ακρόπολη, και μάλιστα υπό το φως της πανσελήνου. Η Ακρόπολη, ως μυθικός τόπος, πέρα από χρόνο και τόπο, ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού και στο αχνό της πανσελήνου, μεταμορφώνεται σε ονειρικό τόπο δοκιμασίας και κάθαρσης κατά το πρότυπο του δαντικού Καθαρτηρίου.
Το δαιμόνιο της ελληνικής φυλής υπερισχύει και το στοίχημα τελικά χάνεται. Η παρέα διαλύεται μετά από την τρίτη συνάντηση.

Το μυθιστόρημα “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη” το πρωτοδιάβασα σαν φοιτητής της Νομικής. Το ξαναπήρα στα χέρια μου πριν από κάμποσους μήνες. Ο Σεφέρης μιλά για την Ελλάδα του 1928 και είναι σαν να μιλά για την Ελλάδα του 2012, την Ελλάδα του 2004, την Ελλάδα του Χρηματιστηρίου, την Ελλάδα του ’89, την Ελλάδα του ’81, την Ελλάδα του Καραμανλή, την Ελλάδα του γύψου. Το μόνο τελικά που πετύχαμε σαν λαός είναι να κάνουμε πράξη τις θεωρίες του Αϊνστάιν σχετικά με το χρόνο. Απόλυτη ακινησία και σιωπή. Σιωπή συνενοχής.

Γράφει χαρακτηριστικά ο νομπελίστας ποιητής:
“Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πάει να βλαστήσει, ένας Ρωμιός που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πάει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα, με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω ν' αλλοιώνουνται μέρα τη μέρα, θα 'λεγα χημικά. Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα, ξανάφυγε και θα ξαναφεύγει σ' όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει, χτες έγινε υπουργός. Ο άλλος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μιας ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη. Κι εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράχτη, ένιωσε πως του χρειάζουνταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω, και άλλος, και άλλος. Τόσο που δεν ακούγεται πια η καρδιά του, αν την κόψεις, θα παρουσιάσει την όψη κρεμμυδιού".


Στη φετινή δεύτερη πανσέληνο του Αυγούστου οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία θα γεμίσουν πάλι από όλους εμάς που θα αναζητάμε λίγο φως σε μια βαθιά νυχτωμένη Ελλάδα. Αλλά πόσο φως και για πόσο να δώσει ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι; Η αναζήτηση και η έξαψη της στιγμής θα μας κάνουν να παραβλέψουμε τη μικρή πινακίδα στην είσοδο προς τον ιερό βράχο: “Κλειστόν λόγω (απέραντης) μελαγχολίας”.

“Στην Ελλάδα υπήρχαν πάντα οι δύο ράτσες. η ράτσα του Σωκράτη και η ράτσα του Άνυτου και της συντροφιάς του. Η πρώτη κάνει το μεγαλείο του τόπου. Η δεύτερη βοηθεί την πρώτη αρνητικά. Αλλά τώρα, μου φαίνεται, πως μόνο τούτη απόμεινε – η πρώτη χάθηκε και πάει”.