27 Ιαν 2012

«ΕΙΔΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ: ΠΑΓΙΔΑ Ή ΕΥΚΑΙΡΙΑ;»


Άρθρο του Πάνου Μπεγλίτη
βουλευτή ΠΑΣΟΚ Κορινθίας
 Εν μέσω της σοβαρής οικονομικής κρίσης, που ταλανίζει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ένα αγωνιώδες ερώτημα αναφύεται: «Γιατί περιοριζόμαστε σε περιοριστικές πολιτικές...

και δεν λαμβάνουμε, παράλληλα, και αναπτυξιακά μέτρα;»
    Το συγκεκριμένο ερώτημα αν και εύλογο, χρήζει κάποιων εξηγήσεων και διευκρινίσεων.
    Καταρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται, άμεσα και καθοριστικά,από την εξέλιξη της επενδυτικής δραστηριότητας. Οι επενδύσεις, που αποτελούν τον καταλύτη της οικονομικής επέκτασης, προέρχονται από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
    Θα πρέπει ωστόσο, να επισημανθεί, ότι στην περίπτωση που μια χώρα αντιμετωπίζει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ιλιγγιώδες εξωτερικό χρέος, όπως η Ελλάδα, τότε το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων περιορίζεταικαι σε εύρος και σε δυναμισμό.  
    Σε μια τέτοια περίπτωση, οι ιδιωτικές επενδύσεις καλούνται να διαδραματίσουν έναν κεντρικό αναπτυξιακό ρόλο, καλύπτοντας μάλιστα και το κενό του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, ούτε αυτή η δραστηριότητα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, από την ώρα που εμφανίζονται διάφορα προβλήματα όπως έλλειψη ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μείωση της ζήτησης ή, ακόμααναπαραγωγή των γραφειοκρατικών εμποδίων κ.ά.. Το πρόβλημα αυτό καθίσταται πολυπλοκότερο, στο βαθμό που ο διεθνής ανταγωνισμός, στο πεδίοπαροχής «επενδυτικών ευκαιριών», έχει οξυνθεί στο έπακρο.
    Είναι λοιπόν προφανές ότι το «αναπτυξιακό ζήτημα» χρήζει ενδελεχούς μελέτης, στρατηγικού σχεδιασμού, στοχευμένων δράσεων αλλά και ρηξικέλευθων αποφάσεων.
    Στο πλαίσιο του σημερινού, σχετικού προβληματισμού έχει έρθει στο προσκήνιο η πρόταση δημιουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών, στην Περιφέρεια Πελοποννήσου.

    Η συγκεκριμένη πρόταση, όμως, έτυχε μιας έντονης αμφισβήτησης, που έφθασε στο επίπεδο της πλήρους άρνησης, από μερίδα της κοινωνίας και από ορισμένους εκπροσώπους των εργαζόμενων.
    Το σημαντικότερο σημείο κριτικής που ασκείται κατά των ειδικών οικονομικών ζωνών, εντοπίζεται, κυρίως, στο γεγονός ότι «θα δοθούν προνόμια υπέρ των επιχειρήσεων και σε βάρος των εργαζόμενων». Μάλιστα, προς επίρρωση της θέσης τους, οι επικριτές των ειδικών οικονομικών ζωνών, χρησιμοποιούν το παράδειγμα του Μεξικό ή και της Κίνας, όπου οι συγκεκριμένες ζώνες οικονομικής δραστηριότητας, εμφανίζονται ως «περιοχές εργασιακού μεσαίωνα».
    Αυτή είναι όμως και η προοπτική και στην περίπτωση της Περιφέρειας Πελοποννήσου;
    Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερόμενες, επενδυτικές αναταράξεις, το γεγονός ότι η ανεργία της Περιφέρειας Πελοποννήσου αγγίζει το 15% περίπου (γ’ τρίμηνο 2011), την ανάγκη να δρομολογηθεί μια νέα αναπτυξιακή τροχιά για τηνπεριφέρεια και, τέλος, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να γίνει Μεξικό, τότε, θεωρώ αναγκαίο το ζήτημα των ειδικών οικονομικών ζωνών να επανεξεταστεί ψύχραιμα και, κυρίως υπό το πρίσμα των τριών ακόλουθων παραμέτρων:
(1)    Καταρχήν,επειδή η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών θα διέπεται από το σχετικό, περί ανταγωνισμού, νομικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στην ίδρυση των ειδικών οικονομικών ζωνών και χωρίς διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.Η σχετική ευρωπαϊκή, επί του θέματος, εμπειρία δείχνει ότι όχι μόνο η δημιουργία οικονομικών ζωνών έχει συγκεκριμένο (βλέπε περιορισμένο) χρονικό ορίζοντα, αλλά και ότι, επιπλέον, προορίζεται για χώρες - περιφέρειες που αντιμετωπίζουν αναπτυξιακά προβλήματα.Επιπλέον, σε καμιά περίπτωση δεν τίθεται θέμα επιβολής ειδικού εργασιακού καθεστώτος, που να παραπέμπει σε «εργασιακό μεσαίωνα».
(2)    Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να προσδιορίσουμε το τι ακριβώς σημαίνει ειδική οικονομική ζώνη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να τεθεί εξαρχής και με λεπτομέρειες το πλαίσιο των «προνομίων» που θα δοθούν στις επιχειρήσεις, έτσι ώστε αυτές να συντελέσουν, επί της ουσίας, στην περιφερειακή και στην εθνική αναπτυξιακή προοπτική. Έτσι, και για να γίνω πολύ πιο συγκεκριμένος, θα προσδιόριζα τα «προνόμια» της ειδικής οικονομικής ζώνης, στις ακόλουθεςδύο κατηγορίες: (α) μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της επιχείρησης σε ένα ποσοστό μεταξύ 10% – 15%. Ο αντίλογος εν προκειμένω είναι ότι έτσι περιορίζονται τα έσοδα του κράτους, και μάλιστα σε μια δύσκολη, δημοσιονομική συγκυρία. Το επιχείρημα αυτό όμως δεν ευσταθεί στο βαθμό που το ζητούμενο σήμερα, είναι η παραγωγή πλούτου. Συνεπώς, μέσω των συγκεκριμένων κινήτρων μπορεί να υπάρξει αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Αυτή η διαδικασία θα αποφέρει ένα ανάλογο εισόδημα για το δημόσιο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός ενάρετου, δημοσιονομικού κύκλου. Μάλιστα, για να διασφαλιστεί ακόμα περισσότερο η συμβολή των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην κοινωνία, θα μπορούσε να προβλεφθεί ένας επιπλέον φόρος (0,5%) που θα καταλήγει απευθείας στην Περιφέρεια. (β) Εξάλειψη των διοικητικών, γραφειοκρατικών εμποδίων, χωρίς ωστόσο να επιτρέπεται η άρση των απαιτούμενων ελέγχων λειτουργίας της επιχείρησης. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, θα ωφεληθεί τα μέγιστα και η Περιφέρεια, αφού, μεταξύ των άλλων, είναι δυνατόν να υπάρχει πρόβλεψη τόσο για τη  συμμετοχή ελληνικών προϊόντων στην υλοποίηση των επενδύσεων, όσο και για τη δέσμευση απασχόλησης ανειδίκευτου προσωπικού.
(3)    Τέλος, η τρίτη παράμετρος, συνδέεται με την εμφάνιση μιας νέας αναπτυξιακής νοοτροπίας και λογικής που θα πρέπει να αναδείξουμε, ειδικά κατά τη σημερινή, δύσκολη περίοδο. Οι συνδικαλιστές, οι εργαζόμενοι και οι πολίτες δεν μπορούν και δεν πρέπει να εμφανίζονται φοβικοί. Θα πρέπει να απαντούν εποικοδομητικά στις προκλήσεις των καιρών μας. Δεν υποστηρίζω ότι θα πρέπει να υποκύπτουν στα όποια εκβιαστικά διλήμματα. Προφανώς, δε δέχομαι ούτε ένα διαλυμένο εργατικό κίνημα, ούτε, φυσικά, την εξαθλίωση των εργαζομένων. Αντίθετα, όπως έχω κατ’ επανάληψη δηλώσει, ειδικά το τελευταίο διάστημα, δεν προτίθεμαι να δεχτώ ούτε τη μείωση του κατώτερου μισθού,ούτε την καταστρατήγηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής ΣύμβασηςΕργασίας.Υποστηρίζω, συνεπώς, ότι θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη λειτουργία των ειδικών οικονομικών ζωνών υπό το πρίσμα της περιφερειακής αναπτυξιακής επανεκκίνησης και, μάλιστα,χωρίς να τίθενται, τα σημερινά εργασιακά δικαιώματα, στο «εκτελεστικό απόσπασμα».
Το ερώτημα εξακολουθεί να ισχύει: «παγίδα ή ευκαιρία;». Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Αρκεί να δώσουμε τον αγώνα μας για να καταστούν «ευκαιρία». Το απαιτούν η Ιστορία του τόπου μας, η αγωνία των συμπατριωτών μας, το μέλλον των παιδιών μας.