Του Παύλου Τσίμα
Τρεις ειδήσεις από τρεις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μας έδωσαν αυτή την εβδομάδα στίγμα στο GPS της κρίσης.
Η πρώτη ήρθε από τη Βουδαπέστη και πέρασε στα «ψιλά»: Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας ανακοίνωσε, ότι θα ζητήσει, ξανά, βοήθεια από το ΔΝΤ...
Η Ουγγαρία είχε υποχρεωθεί να προσφύγει στο Ταμείο τον Οκτώβριο του 2008, λίγες ημέρες μετά το κραχ της Γουόλ Στριτ, όταν η χώρα βρέθηκε δίχως δανειστές, με το νόμισμά της στα Τάρταρα και την Ευρώπη απρόθυμη να βοηθήσει.
Λίγους μήνες μετά την υπογραφή του ουγγρικού «μνημονίου», η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής και αντικαταστάθηκε (σας θυμίζει κάτι;) από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, που ανέλαβε να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Οι τεχνοκράτες κυβέρνησαν επί έναν χρόνο, εφάρμοσαν, δίχως μεγάλες αντιδράσεις, ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας και, όταν τα ελλείμματα μειώθηκαν, η Ουγγαρία έκανε εκλογές - στις οποίες θριάμβευσε το συντηρητικό κόμμα που υποσχόταν, με υψιπετή εθνική ρητορική, να πετάξει το ΔΝΤ έξω από τη χώρα.
Οι άνθρωποι του Ταμείου έφυγαν, ένα νέο «μείγμα» πολιτικής εφαρμόστηκε, η οικονομία κατρακύλησε ξανά και, εν τέλει, η πατριωτική ουγγρική Δεξιά υποχρεώθηκε να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και να ξαναφωνάξει το ΔΝΤ για να σωθεί.
Η δεύτερη είδηση έρχεται από τη Λισαβώνα.
Η Πορτογαλία παρέλυσε την περασμένη Πέμπτη από τη μεγαλύτερη, ίσως, γενική απεργία στην ιστορία της χώρας.
Η Πορτογαλία είχε κατορθώσει από τα τέλη του 2009 να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας με συναίνεση των τριών μεγαλύτερων κομμάτων - με διακηρυγμένο στόχο να αποφύγει να υποστεί την «ελληνική ταπείνωση» και την προσφυγή στην τρόικα. Δεν το απέφυγε.
Η τρόικα, υπό τον γνώριμό μας κ. Τόμσεν, κατέπλευσε στις όχθες του Τάγου, με ένα «Μνημόνιο» το οποίο συνυπέγραψαν προθύμως και τα τρία κόμματα. Στις εκλογές που ακολούθησαν το συντηρητικό κόμμα θριάμβευσε και υποσχέθηκε να εφαρμόσει το Μνημόνιο με αποτελεσματικότητα και δίχως φόρους. Αλλά αποδείχθηκε, πολύ γρήγορα, ότι η συνταγή Τόμσεν οδηγεί στο ίδιο «ελληνικό» αποτέλεσμα - μεγάλη ύφεση, που ματαιώνει τη δημοσιονομική προσαρμογή και αυξάνει το χρέος.
Και η πολιτική συναίνεση κορυφής στη λιτότητα δεν μπορεί να αποτρέπει επ' αόριστον τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Η τρίτη είδηση ήρθε από τη Φρανκφούρτη.
Η Γερμανία απέτυχε να δημοπρατήσει τα περιζήτητα ομόλογά της, τα bunds, με τα χαμηλά επιτόκια που ως τώρα αποσπούσε.
Οι αγορές - λένε κάποιοι αναλυτές - πιέζουν την κυρία Μέρκελ.
Προεξοφλούν την έκδοση ευρωομολόγων, που θα τους προσφέρουν ανάλογη ασφάλεια, με υψηλότερα επιτόκια.
Ή - λένε άλλοι αναλυτές - τιμολογούν πια όχι τον κίνδυνο πτώχευσης μιας χώρας του ευρώ, αλλά τον κίνδυνο διάλυσης του ίδιου του ευρώ, και σύντομα.
Κάπως έτσι η κρίση, που έως πρόσφατα αποδιδόταν από την ορθόδοξη γερμανική σκέψη στις αμαρτίες των ασώτων της περιφέρειας, χτυπά την πόρτα του κεντρικού πυρήνα της ευρωζώνης.
Είναι, μάλλον, το τέλος των ευτυχισμένων γερμανικών ημερών.
Η Γερμανία ήταν ο μεγάλος κερδισμένος της δεκαετίας του ευρώ. Τα κέρδη της αποτυπώνονται στα θηριώδη εμπορικά πλεονάσματα που έχτιζε, την ώρα που οι υπόλοιποι αποκτούσαν εμπορικά ελλείμματα. Τα τρία χρόνια της κρίσης το όφελος μεγάλωσε ακόμη περισσότερο: οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 18%, το νόμισμα προφύλαξε το Βερολίνο από υπερτιμητικές πιέσεις και το κόστος δανεισμού της Γερμανίας μειώθηκε θεαματικά - όσο αυξανόταν για τους υπολοίπους του ευρώ.
Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά, ότι η Γερμανία κέρδισε 20 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια μόνον από τη μείωση των επιτοκίων της!
Αλλά οι ωραίες ημέρες τελειώνουν.
Φθάνει η στιγμή, που η Γερμανία πρέπει να διαλέξει: είτε να πληρώσει το τίμημα διατήρησης της ζώνης του ευρώ ή να παραιτηθεί από τα μεγάλα πλεονεκτήματα που το ευρώ της προσφέρει.
Είναι το πρώτο συμπέρασμα της εβδομάδας.
Το δεύτερο είναι, ότι η συνταγή της λιτότητας για την Ευρώπη εξάντλησε τα όριά της.
Και το τρίτο είναι, ότι, παρ' όλα αυτά, μια μικρή χώρα ενταγμένη στο ευρωσύστημα (όπως η Ουγγαρία ή πολύ περισσότερο η εντός ευρώ Ελλάδα) δεν μπορεί να σωθεί μόνη της.
ΠΗΓΗ: tanea.gr