«Η παραδοχή του Βερολίνου ότι πρέπει να δανείσει περισσότερα χρήματα, ακόμη και χωρίς βραχυπρόθεσμη εμπλοκή των ιδιωτών ομολογιούχων, θα συμβάλει στην άρση του ευρωπαϊκού αδιεξόδου για τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας, προτού η υπερχρεωμένη χώρα ξεμείνει από ρευστότητα, στα μέσα... Ιουλίου», έγραψε η η Wall Street Journal επικαλούμενη κυβερνητικές πηγές της Γερμανίας.
Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει πως «η γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη, πλέον, να μεταθέσει τη συζήτηση περί μιας ήπιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ώστε να διευκολυνθεί το νέο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα. Το ύψος του νέου πακέτου στήριξης προς την Ελλάδα εκτιμάται στα 65 δισ. ευρώ.
Ως αντάλλαγμα θα ζητήσουν μεγαλύτερες προσπάθειες από την Ελλάδα για να μειώσει τις δαπάνες, να βελτιώσει τη συγκέντρωση φόρων και να πουλήσει κρατική περιουσία υπό διεθνή εποπτεία».
Οντως, η ΕΚΤ έχει κορυφώσει τις προειδοποιήσεις προς το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες σε κάθε μορφή αναδιάρθρωσης. Βεβαίως, έχει δίκαιο, καθώς είναι φαιδρή η διάκριση σε ήπια - καλή ή κακή αναδιάρθρωση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» για την επίλυση της κρίσης χρέους της Ελλάδας.
Η ΕΚΤ φοβάται, κατά κύριο λόγο, ότι μια αναδιάταξη του ελληνικού χρέους ενδέχεται να μην αρκεί και να αποτελέσει το πρώτο βήμα για μια βαριά αναδιάρθρωση. Τότε, οι αγορές θα άρχιζαν να κερδοσκοπούν πάνω στην προοπτική αναδιάρθρωσης του ιρλανδικού και πορτογαλικού χρέους, με καταστροφικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι τελευταίες θα έπρεπε να υποστούν έναν νέο γύρο ανακεφαλαίωσης, τη στιγμή που δεν έχουν ακόμα συνέλθει από τις επιπτώσεις της κρίσης του 2007–2008 και θα αναγκάζονταν να μειώσουν τη χορήγηση πιστώσεων, εις βάρος της οικονομίας.
Η μεγαλύτερη μάχη διεξάγεται ανάμεσα στη Γερμανία και την ΕΚΤ.
Οι Γερμανοί πολιτικοί δεν θέλουν να δανείσουν άλλα χρήματα στην Ελλάδα χωρίς κάποιο αντάλλαγμα στο σχέδιο διάσωσης. Αυτό θα μπορούσε να είναι νέες υποχωρήσεις εκ μέρους των Ελλήνων, όπως η δέσμευση για τα κεφάλαια που θα προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις ως υποθήκη για τα νέα κεφάλαια. Ή θα μπορούσε απλώς να είναι μια αναδιάρθρωση χρέους. Εναντιώνεται, όμως, σθεναρά η ΕΚΤ.
Τα στελέχη της Τράπεζας επιμένουν πως οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν καταστρεπτική. Ενας εξ αυτών προέβλεψε ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κρίση χειρότερη από εκείνη μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Κατ’ ιδίαν, στελέχη της ΕΚΤ υιοθετούν ακόμη πιο ακραίες θέσεις, απειλώντας πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της θα αρνηθούν να λάβουν ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο για τα κεφάλαια που προσφέρουν στις ελληνικές τράπεζες. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα της χώρας και θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και αποχώρησή της από την Ευρωζώνη.
Ισως η ΕΚΤ ελπίζει, πως ανεβάζοντας τους τόνους, μπορεί να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προσφέρουν περισσότερα κεφάλαια για την Ελλάδα.
Τα χειρότερα της κρίσης που διέλυσε το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους έχουν περάσει, αλλά τα εφιαλτικά προβλήματα που έχουν προκληθεί από την κρίση χρεών στην Ευρώπη έχουν σύρει σε δεινή θέση τις τράπεζες. Αυτό συμβαίνει με την Ελλάδα και την Ιρλανδία κυρίως, την Ισπανία, την Πορτογαλία και όχι μόνο... καθώς ο κίνδυνος μετακύλισης των συνεπειών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα υπήρχε και θα υπάρχει πάντα σε περιόδους κρίσεων.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πλέον από την ΕΚΤ έχουν πολιτικό χαρακτήρα καθώς εξαρτάται εν πολλοίς η επιβίωση των τραπεζών και των οικονομιών. Η χρηματοπιστωτική κρίση αντέστρεψε ολοσχερώς αυτήν την πραγματικότητα.
Ο οικονομικός κύκλος υποτίθεται ότι έχει νικηθεί, αλλά το χρέος έχει καταστεί μεγαλύτερος εχθρός απ’ ό,τι η ανεργία. Τα επιτόκια στις περισσότερες χώρες βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, ωστόσο οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν ακόμη τα γνωστά εργαλεία.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr