Πριν αναλάβει η επιστήμη να υποσχεθεί στο γένος των ανθρώπων την αθανασία, την επιμήκυνση της ζωής, δηλαδή, με τις τεχνικές και τα φάρμακά της, η ανθρωπότητα ονειρεύτηκε από νωρίς έναν κόσμο... απελευθερωμένο από τον ζυγό του θανάτου.
Τα όνειρά της αυτά στοιχειώνουν τις κοσμογονίες, τις θεογονίες και τις ανθρωπογονίες που συνέθεσε το πνεύμα της σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σε διάστημα χιλιετιών.
Σχεδόν σε όλα αυτά τα συστήματα σκέψης, πρώιμα και ώριμα, είναι ευδιάκριτη μια εμμονή εξήγησης, αν όχι δικαιολόγησης: πώς έγινε κι ο άνθρωπος εξέπεσε από τον κόσμο των αθανάτων στον κόσμο των βροτών, πώς δηλαδή χάθηκε το δώρο της αθανασίας, που απέμεινε αποκλειστικότητα των θεών.
Κάθε μυθολογία ή θρησκεία δίνει τη δική της ερμηνεία, κι όσες ακούγονται σήμερα πειστικές (ή, τέλος πάντων, έχουν μεγάλο ακροατήριο και αντίστοιχη οργάνωση προβολής και επιβολής), κάποτε κρίνονταν αφελείς, και το αντίστροφο: όσες τώρα καταδικάζονται σαν αφελείς και παιδαριώδεις, δημιούργησαν στον καιρό και στον κόσμο τους αισθήματα και πεποιθήσεις, δημιούργησαν δηλαδή πίστη.
Οι θεοί που η δράση τους είναι σήμερα τμήμα της ύλης των εγκυκλοπαιδικών τόμων που καταπιάνονται με τις μυθολογίες, αλλού και άλλοτε, για άλλους δηλαδή, ήταν θεοί θρησκειών. Και το πότε μια θρησκεία υποχωρεί σε μυθολογία είναι ένα ερώτημα που δεν έχει εύκολες απαντήσεις, τουλάχιστον αν θέλουμε να παρακολουθήσουμε με σεβασμό την περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος και την πορεία των επινοημάτων του, δηλαδή με τρόπο άλλον από αυτόν που μας εξασφαλίζουν τα δόγματα και η φανατική πίστη τους.
Τίποτα σε αυτή τη μακρότατη διαδρομή δεν είναι περιφρονητέο και εκ προοιμίου ανάξιο λόγου.
Πως είμαστε «όντα της στιγμής» («βιαστικά κι άπειρα» προσθέτει ο Καβάφης στη «Διακοπή» του) θα πρέπει να είναι η μοναδική βεβαιότητα του ανθρώπου, από τις πρώτες «στιγμές» της βιοϊστορίας του.
Η βεβαιότητα αυτή μπορεί να αποβεί παγερή και παραλυτική ή πάλι (και, ευτυχώς, αυτό αποδεικνύει η ιστορία) μπορεί να γίνει προσάναμμα της ίδιας της σκέψης του ανθρώπου και λαβή της· να γίνει δηλαδή δηλαδή λόγος μη παραίτησης, αιτία διαρκούς στοχασμού, υποχρέωση μετριοφροσύνης και διεκδίκηση της εφήμερης έστω αθανασίας, όχι πια στο ατομικό επίπεδο αλλά σε συλλογικό, κοινοτικό, μέσα από τη διαδοχή, τη συνέχεια και τη μνήμη.
Δίχως αυτή τη βεβαιότητα του φυσικού τέλους, που υποχρεώνει (όχι όλους αλλά πολλούς) να λειτουργούν ως μέλη κοινότητας, που ομαδικά πλέον επιχειρούν να πατήσουν πάνω στον ίδιο τον θάνατο, ίσως η εποποιία του ανθρώπινου πνεύματος δεν θα είχε καν υπάρξει.
Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος «θρηνεί και οδύρεται όταν εννοήσει τον θάνατον», αυτό το «φοβερώτατον μυστήριον», και επειδή κινδυνεύει να τσακιστεί και να μην ξαναεγερθεί στο ύψος της ζωής του, συσχετίζει με μια παρανόηση ή παρεξήγηση την απώλεια της αθανασίας.
Στην καβαφική «Διακοπή», που αντλεί από την ελληνική μυθολογία, στη Φθία ο Πηλέας παρεξηγεί το έργο της σύνευνής του Θέτιδας (που για να απομακρύνει τα θνητά στοιχεία από το σώμα του Αχιλλέα και να του εξασφαλίσει την αθανασία, τον έβαζε μέσα στην πυρά), ορμάει κι αρπάζει τον γιο του, που του είχε γραφτεί να κατακτήσει την αθανασία με άλλον τρόπο·
στην Ελευσίνα με τη μέθοδο της πυράς επίσης επιχειρούσε η Δήμητρα να δωρίσει την αθανασία στον Δημοφώντα, γιο του βασιλιά Κελεού και της Μετάνειρας, όμως κι εκεί η μάνα, έντρομη, διέκοψε ένα έργο που δεν το καταλάβαινε και του έδινε αποτρόπαιο νόημα.
Πολύ μακριά από τούτα τα μέρη, ο μύθος θέλει τον Λε-έγιο, γενάρχη της φυλής Μασάι της Τανζανίας, να χάνει κι αυτός από παρανόηση το δώρο της αθανασίας: Τον είχαν δασκαλέψει οι θεοί, μόλις πεθάνει το πρώτο παιδί, να σταθεί από πάνω του και να πει: «Ανθρωπε, πέθανε και ξαναγύρνα! Σελήνη, πέθανε και μη γυρίσεις!» Τύχη κακή, το πρώτο παιδί που πέθανε ήταν του Λε-έγιο κι αυτός, σκοτισμένος από το πένθος, είπε ανάποδα την επωδή («Ανθρωπε, πέθανε και μη γυρίσεις! Σελήνη, πέθανε και ξαναγύρνα!»), κι έτσι οι άνθρωποι εξέπεσαν στη θνητότητα ενώ η Σελήνη χάνεται και ξαναγεννιέται.
Εξαιτίας μιας παρεξήγησης και πάλι χάθηκε η αθανασία, σύμφωνα με έναν παμπάλαιο ασσυροβαβυλωνιακό μύθο με ήρωα τον Αντάπα, που οι ειδικοί τον συσχετίζουν με τον Αδάμ. Κάποια στιγμή ο Αντάπα έγινε δεκτός από τον Ανου, τον θεό του ουρανού, κι όπως τον δασκάλεψαν, έπρεπε να αρνηθεί τον «άρτο και το ύδωρ του θανάτου» που θα του προσέφερε ο αρχιθεός. Ομως ο Ανου, ικανοποιημένος από τη δράση του Αντάπα, του προσέφερε τον «άρτο και το ύδωρ της ζωής», μόνο που εκείνος, θύμα της παρανόησης, αρνήθηκε το δώρο κι έτσι στερήθηκε την αθανασία.
Εχει - δεν έχει σχέση με τον Αδάμ ο Αντάπα, ο όφις πάντως ο πονηρός, στις παραπλανητικές ικανότητες του οποίου χρεώνει την απώλεια του παραδείσου η Βίβλος, εμφανίζεται ως συνυπαίτιος της απώλειας και σε ένα μύθο της φυλής Γκάλα της Αιθιοπίας: Ο θεός στέλνει το πουλί Χολαουάκα στους πρωτόπλαστους για να τους πει ότι για να ζουν αιώνια πρέπει μόλις γερνούν να βγάζουν το δέρμα τους, τη θέση του οποίου θα παίρνει νέο· όμως το πουλί, πεινασμένο, λέει το μυστικό σε ένα φίδι αντί πινακίου φακής, ή τέλος πάντων για να μοιραστεί μαζί του λίγο φαγητό. Κι έτσι το μεν φίδι αλλάζει το πουκάμισό του, σαν να ξανανιώνει, οι δε πρωτόπλαστοι έχασαν την αθανασία.
Αλλά κι όταν κάποιοι ήρωες επιχειρούν να σπάσουν το μονοπώλιο των θεών, η μοίρα είναι γραμμένη: Ο Σίσυφος αλυσόδεσε κάποτε τον δαίμονα του θανάτου, έπαψαν να πεθαίνουν οι άνθρωποι, επενέβη όμως ο Δίας με τη βαναυσότητα της εξουσίας του, και ξέρουμε ποια πάθη δοκίμασε ο Σίσυφος.
Κάτι ανάλογο είχε πράξει ο θεός Κατ της Μελανησίας: παγίδεψε τον θεό του θανάτου, ονόματι Ματ, αυτός όμως κατάφερε να αποδράσει εκμεταλλευόμενος την επιπολαιότητα ενός αδερφού του Κατ, στον οποίο είχε ανατεθεί η φρούρησή του και οι άνθρωποι ξανάπεσαν στη μοίρα του εφήμερου όντος.
Θύμα μιας παρεξήγησης, μιας παράβλεψης μάλλον, είχε πέσει και ο Τιθωνός, ο μεγαλύτερος αδελφός του Πριάμου. Τον είδε όμορφο και τον ερωτεύτηκε η Ηώς, προσωποποίηση της αυγής, και ζήτησε από τον Δία να του προσφέρει την αιώνια ζωή. Μέσα στον έρωτά της όμως δεν φρόντισε να αναπέμψει λεπτομερή την προσευχή της στον ύπατο των θεών, κι εκείνος, σφιχτοχέρης ή εγωιστής, έκανε μεν αθάνατο τον Τιθωνό, δεν του έδωσε όμως μαζί και την αιώνια νιότη, κι έτσι εκείνος ζάρωνε όσο μεγάλωνε, ώσπου η Ηώς τον σπλαχνίστηκε και τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι.
Τα πάθη του Τιθωνού τα τραγούδησε η Σαφπώ, στα γεράματά της πια, σε ένα ποίημά της που αποκαταστάθηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε πλήρες έξι χρόνια πριν. Μεταφράζω εδώ τους σχετικούς στίχους:
«Εσμιξε κάποτε με την Ηώ τη ροδοδάχτυλη ο Τιθωνός, / στα πέρατα του κόσμου ο έρωτάς της τον οδήγησε. / Ομορφος ήταν. Παλικάρι. Μόνο τον άρπαξε ο χρόνος / και τον γέρασε. / Μα η καλή του, αθάνατη ήταν, κι έμεινε αθάνατη».
Μοίρα των ανθρώπων, και δόξα τους, η θνητότητα.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr