Ευκλείδης Τσακαλώτος
Το σχέδιο για το ταμείο ανάκαμψης πρέπει να αντιμετωπίσει τις αιτίες, που οδήγησαν στην κρίση
Τα τελευταία 40 έτη στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο υπάρχει μια ιδιαίτερα αρνητική τάση. Από την κυριαρχία μιας σοσιαλδημοκρατίας και ενός κοινωνικού συμβολαίου με...
υψηλούς μισθούς, κοινωνικό κράτος και ισχυρά συνδικάτα περάσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στον νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ και του Ρέιγκαν.Η μη βιωσιμότητα του τελευταίου και η αδυναμία του να παραγάγει ζήτηση και διατηρήσιμη ανάπτυξη οδήγησε στον χρηματοπιστωτικό κεϋνσιανισμό του 1990 και του 2000, όπου η κατανάλωση στηριζόταν στον δανεισμό και στην εικονική αύξηση του πλούτου από χρηματιστηριακές φούσκες. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μοντέλο αυτό κατέρρευσε με πάταγο και μας οδήγησε στην κρίση του 2008, η οποία χαρακτηριζόταν από εξαιρετικά υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και αντιμετωπίστηκε με λιτότητα.
Σήμερα, με την κρίση της πανδημίας, οι δεξιές κυβερνήσεις -με τη Ν.Δ. απολύτως συμπλέουσα- φαίνεται να προσανατολίζονται σε έναν ακρωτηριασμένο κεϋνσιανισμό. Έναν κεϋνσιανισμό χωρίς κοινωνικό κράτος, του οποίου τα οφέλη θα είναι για τους λίγους.
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των μοντέλων και ο πραγματικός λόγος που τα καθιστά θνησιγενή; Πλέον οικονομολόγοι από όλο το φάσμα φαίνεται να συμφωνούν με αυτό που η Αριστερά λέει εδώ και δεκαετίες: είναι η φανατική άρνηση των ισχυρών να μειώσουν το μερίδιο των πλουσίων και να αντιμετωπίσουν τις συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες. Ή, παραφράζοντας ένα παλιό σύνθημα, «Δεν μπορείς να είσαι υπέρ των πολλών -των αδυνάμων, των μεσαίων στρωμάτων, των νέων- αν δεν είσαι κατά των λίγων».
Οι συνεχιζόμενες ανισότητες εισοδήματος οδήγησαν σε ανισότητα πλούτου καθώς οι λίγοι συσσώρευαν όταν οι πολλοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Και οι ανισότητες πλούτου οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερες ανισότητες στην κατοχή των μέσων παραγωγής, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε θεσμικές ανισότητες, βυθίζοντάς μας βαθιά σε έναν φαύλο κύκλο κρίσεων και στασιμότητας.
Τούτων δοθέντων, για το μέλλον οι βασικές διαχωριστικές γραμμές της πρότασης της Ν.Δ. με τη δική μας για το ταμείο ανάκαμψης έχουν τεράστια σημασία. Η πρόταση της Δεξιάς είναι ότι οι ανισότητες δεν χρειάζεται να αντιμετωπιστούν ως τέτοιες. Επαναλαμβάνει την κλασική νεοφιλελεύθερη συνταγή απελευθέρωσης, ελαστικοποίησης και απορρύθμισης ισχυριζόμενη -λες και έχουμε συλλογική αμνησία- ότι αυτό θα οδηγήσει σε ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της θα διαχυθεί προς τα κάτω στα μεσαία στρώματα και στους αδύναμους.
Το ότι αυτό δεν έχει γίνει ποτέ, το ότι ακόμη και ο μετριοπαθής Πρόεδρος των ΗΠΑ λέει ότι αυτό δεν έχει γίνει ποτέ, το ότι οι οικονομολόγοι από κορυφαία πανεπιστήμια απορρίπτουν ο ένας μετά τον άλλο αυτή τη θεωρία δεν φαίνεται να πτοεί τους θιασώτες της. Αν η πραγματικότητα διαφωνεί με τη Ν.Δ., τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Η Αριστερά, στον αντίποδα, επιμένει ότι οι ανισότητες πρέπει να αντιμετωπιστούν εν τη γενέσει τους. Γι’ αυτόν τον λόγο η μάχη απέναντι στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο δεν είναι ανεξάρτητη από την πρότασή μας για το ταμείο ανάκαμψης. Ένα νομοσχέδιο που έχει ως βασικό στόχο τη συμπίεση των μισθών και την αποδόμηση κάθε εργασιακού δικαιώματος, είναι σίγουρος δρόμος για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Γι’ αυτό η δική μας στρατηγική έχει στον πυρήνα της την παραδοχή ότι η εργασία αποτελεί παραγωγική δύναμη. Γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι η στήριξη των μισθών, η διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και η μείωση των ανισοτήτων είναι προαπαιτούμενα της ανάπτυξης. Γι’ αυτό θέλουμε κανόνες στην αγορά εργασίας και αυστηρό έλεγχο τήρησής τους. Γι’ αυτό μιλάμε για αποκατάσταση και κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση του κατώτατου μισθού, αξιοποίηση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας για τη δημιουργία καινοτομίας.
Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμενοι ότι η ανάγκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι επιτακτική, έχουμε συγκεκριμένη πρόταση για το πώς η πράσινη μετάβαση θα γίνει με δίκαιο τρόπο. Γι’ αυτό εμείς μιλάμε για την αποκέντρωση της παραγωγής στις συμμετοχικές επενδύσεις και στη διαχείριση παραγωγής ενέργειας μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων.
Γι’ αυτό προκρίνουμε ένα μοντέλο που στηρίζει επενδύσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας κυρίως γι’ αυτούς που έχουν δυσκολία να αντεπεξέλθουν στο αντίστοιχο κόστος επένδυσης. Δηλαδή για νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό ζητάμε ενεργειακή δημοκρατία με το 50% των αδειών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να κατανέμεται δεσμευτικά σε ενεργειακές κοινότητες, νοικοκυριά, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αγρότες.
Αντίστοιχη δικαιοσύνη πρέπει να υπάρξει και στην ψηφιακή μετάβαση. Κανένας και καμία δεν πρέπει να μείνει πίσω. Έτσι η αξιοποίηση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης για την ψηφιακή μετάβαση πρέπει να αντιμετωπίζει το ζήτημα του ψηφιακού αποκλεισμού και να έχει στόχο την προώθηση και υλοποίηση μιας συνολικής εθνικής ψηφιακής στρατηγικής.
Με άλλα λόγια το σχέδιο για το ταμείο ανάκαμψης πρέπει να αντιμετωπίσει τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές, αλλά και οι θεσμικές ανισότητες. Αν το βάρος δοθεί, εκτός από τον ιδιωτικό τομέα, και στον δημόσιο, στην περιφερειακή ανάπτυξη, στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αν ενισχυθούν οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας, τα νέα εγχειρήματα, οι συνεταιρισμοί.
Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται μια σοφή διαχείριση της γνώσης. Και η γνώση δεν βρίσκεται σε ένα αποκομμένο επιτελικό κράτος. Βρίσκεται διάσπαρτη στην κοινωνία. Γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο δημοκρατικός προγραμματισμός, τα περιφερειακά συνέδρια, η ουσιαστική διαβούλευση. Ένα σχέδιο που καταρτίζεται εν κρύπτω, χωρίς διαβούλευση, από λίγους για τους λίγους, και δεν θα έχει τη σωστή πληροφόρηση για τα προβλήματα και δεν θα μπορεί να είναι αποτελεσματικό στην εφαρμογή. Εκτός, βέβαια, αν η ανάκαμψη για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι καν ένας από τους στόχους του.
* Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, πρώην υπουργός