Χρειάστηκε η μεσολάβηση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να αποκατασταθεί, έστω και μερικώς, το διαλυμένο από τις μνημονιακές κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων. Η επέκταση και επικράτηση των ευνοϊκότερων διατάξεων, η αύξηση κατά 10,9% του κατώτατου και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η επαναφορά της διαιτησίας ως επικουρικού μηχανισμού για τη ρύθμιση όρων αμοιβής και εργασίας..
συνέβαλαν στην επανάκαμψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στη μετατόπιση από το ατομικό στο συλλογικό. Επίσης, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από το 2020. Η πολιτική αυτή αντιστράφηκε εντελώς μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019. Η ΝΔ κατήργησε τη διαιτησία, ακύρωσε ουσιαστικά την κήρυξη γενικά των συλλογικών συμβάσεων ως υποχρεωτικών. Όλα αυτά μάλιστα χωρίς τη δικαιολογητική βάση μιας έκτακτης ανάγκης: Η χώρα ήταν πια εκτός Μνημονίων, χωρίς τον βραχνά επιβαλλόμενης έξωθεν νομοθέτησης. Σε μια τέτοια στιγμή, η Δεξιά του κ. Μητσοτάκη επιλέγει μια πολιτική που υποβαθμίζει το εργατικό δίκαιο σε ουδέτερο δίκαιο ίσων αποστάσεων μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, αφαιρώντας από αυτό τον προστατευτικό χαρακτήρα που ιστορικά είχε για το αδύναμο μέρος, τους εξαρτημένους εργαζομένους. Διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει το νομοθετικό πλαίσιο επικράτησης του ιδιοτελούς/ατομικού έναντι του συλλογικού / κοινωνικού. Πλέον έχουμε ισχνή καταγραφή διαπραγματεύσεων και απομείωση ρυθμίσεων με συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σε αντίθεση με την περίοδο 2015 – 2019, όταν σειρά ρυθμίσεων επιβλήθηκε έξωθεν ή ήταν αποτέλεσμα σκληρής διαπραγμάτευσης, η υποβάθμιση αυτή είναι ελεύθερη επιλογή της σημερινής δεξιάς κυβέρνησης, στη βάση αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων εμμονών. Αυτό όμως δεν ζημιώνει μόνο τους εργαζομένους αλλά συνολικά την οικονομία. Στο Ευρωκοινοβούλιο δίνουμε τον αγώνα για αύξηση των κατώτατων και γενικότερη προστασία των μισθών. «Η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, μεταξύ άλλων, μέσω επαρκών κατώτατων μισθών ωφελεί τόσο τους εργαζομένους όσο και τις επιχειρήσεις της Ένωσης», παραδέχεται η Κομισιόν στην αιτιολογική της έκθεση για επαρκείς κατώτατους μισθούς. Στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ (21 από τις 27) προβλέπεται κατώτατος μισθός και αυτό έχει μόνο θετικές επιπτώσεις στην οικονομία. Στην ειδική συνεδρίαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου αποκαλύφθηκε η δυσανεξία της κυβέρνησης να νομοθετήσει τη διαπιστωμένη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία μακροοικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από την αύξηση των κατώτατων μισθών είναι τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, μείωση της ανεργίας και αύξηση του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως έχει διακηρύξει, προτάσσει την αύξηση παραγωγικότητας ως προϋπόθεση για αύξηση των κατώτατων μισθών. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η παραγωγικότητα βελτιώνεται όταν προηγείται η βελτίωση των όρων εργασίας και των μισθών. Ο υπουργός Εργασίας, μάλιστα, στην εισήγησή του στην Επιτροπή της Βουλής, θεωρεί ότι δεν χρειάζεται κανένα πρόσθετο μέτρο και ισχυρίζεται ότι η πρόταση της επιτροπής έχει ομοιότητες με τα ισχύοντα στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα επενδύει σε αντιδράσεις λίγων κρατών, που δυσπιστούν, με την ελπίδα να μπλοκαριστεί το Ευρωπαϊκό Σχέδιο. Στην πραγματικότητα, δεν θέλει αύξηση, ήδη καταργεί από το περιεχόμενο των ΕΓΣΣΕ τη ρύθμιση των κατώτατων μισθών με διαπραγματεύσεις. Ενεργεί σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ο ΣΕΒ, από την απόφαση του οποίου θα εξαρτάται πλέον ο καθορισμός του κατώτατου μισθού, και αυτό ακριβώς πιστοποιούν και οι πληροφορίες για μηδενικές προσδοκίες αύξησης του κατώτατου μισθού, παρά το γεγονός ότι τυπικά έχει κινήσει τη διαδικασία. Πρόσφατη μελέτη του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ αποδεικνύει ότι η ενισχυμένη οικονομική δραστηριότητα οδηγεί σε αύξηση εσόδων της γενικής κυβέρνησης, βελτιώνει το δημοσιονομικό ισολόγιο και τη σχέση χρέους / ΑΕΠ. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ενίσχυση των μισθών είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας έχει την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ! Η ανάγκη στήριξης στο εισόδημα του έλληνα εργαζομένου τεκμηριώνεται και επιστημονικά από το ΙΝΕ. Η πανδημία έχει καταστήσει αναγκαία αυτήν την προϋπόθεση για ολόκληρη την Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει την προωθούμενη οδηγία για τους κατώτατους μισθούς ως ευκαιρία για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων για αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και εργασίας. Απέναντι στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να επιτρέψει κατάργηση στην πράξη του οκταώρου, διευκρινίσαμε ότι στο ισχύον δίκαιο της ΕΕ δεν επιτρέπεται γενική επέκταση της πρόβλεψης για ανώτατο μέγιστο αριθμό ωρών εργασίας, όπως παραπλανητικά ισχυριζόταν ο υπουργός Εργασίας. Κυρίως επιλέγουμε τη μεγαλύτερη τομή και για την επίτευξη κοινωνικής σύγκλισης και συνοχής μεταξύ των 27 με τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού, σε δεύτερη φάση, κατά ποσοστό 60% του διάμεσου μισθού των χωρών της Ευρωζώνης. Για να μην υπάρξει κίνδυνος μειώσεως κατώτατων μισθών εξαιτίας σύνδεσής τους με την παραγωγικότητα, υποστηρίξαμε ότι σε κάθε περίπτωση ο κατώτατος μισθός δεν θα προσδιορίζεται σε ύψος μικρότερο εκείνου που είχε διαμορφωθεί σε κάθε χώρα οποτεδήποτε και αποκλείεται η μείωσή του. Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό στην ΕΕ μπορεί να καταλήξει σε μια ακόμη δυνατότητα σύγκλισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, προς όφελος των εργαζομένων. Στην κρίσιμη αυτή διεργασία, όμως, τη χώρα μας εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που στον πυρήνα της πολιτικής της δεν βρίσκεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή αλλά το ξεζούμισμα των εργαζομένων, η απομείωση του εισοδήματός τους, η αναδιανομή υπέρ παρασιτικών ελίτ και σε βάρος των εργαζομένων, σε βάρος της κοινωνίας.Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ