Νόρα Ράλλη
Για να λέμε και την αλήθεια, πάντα τους είχα σε εκτίμηση. Αλλοτε δεν το ’λεγα φανερά, μη με κακοχαρακτηρίσουν. Πλέον, που σχεδόν το επιδιώκω, το λέω δημόσια και μάλιστα...
γραπτώς - να μείνει εις τους αιώνας των αιώνων, κι όποιος θέλει να μπορεί να το χρησιμοποιήσει εναντίον μου: Νισάφι πια με τους εργασιομανείς! Μπούχτισα στα 14ωρα, έγκωσα με τους «δεν προλαβαίνω, χάνομαι», σιχάθηκα τα τηλέφωνα που χτυπούν ασταμάτητα, τα emails/sms/messenger/instagram/twitter/viber και τα φεϊσμπούκια που συνεχώς, «ντιν ντιν», χτυπάνε τις «ενημερώσεις» τους κατευθείαν στο μελίγγι (άσε που όταν πραγματικά θέλεις απλώς ν’ ακούσεις τον άλλον, πέρα από δουλειά, έτσι, για να ξαναθυμηθείς το ηχόχρωμα της φωνής του, ποτέ δεν έχει χρόνο!).Κουράστηκα με τα ξεκούραστα, γελαστά πρόσωπα-φρεσκαδούρες, που μου μοστράρονται στα sites/messenger/instagram/twitter/viber και στα φεϊσμπούκια και που πραγματικά με κάνουν να αναρωτιέμαι (σε βαθμό κακουργήματος όμως!) πού διάολο και τι λάθος έχω κάμει σ’ αυτή τη ρημαδοζωή. Βαρέθηκα να πιάνεται ο απαυτός μου στην καρέκλα, δουλεύοντας επί ώρες, δεν θέλω να πρέπει να χτυπιέμαι μετά σαν χταπόδι πριν την ουζοκατάνυξη, για να μικρύνει ο προαναφερθείς απαυτός, που με το τόσο καθισιό, τόσος κι άλλος τόσος έχει γίνει... Και γενικά αυτό, που εν έτει 2021, οι μισοί απαυτώνονται στη δουλειά, οι άλλοι μισοί παρακαλάνε ν’ απαυτωθούν στη δουλειά, και όοολο αυτό πηγαίνει στις τσέπες 65 ανά τον κόσμο ανθρώπων, που έχουν αβγατίσει περιουσία και γεμίσει φορολογικούς παραδείσους και επί κρίσης και επί πανδημίας, να το αντέξω δεν!.. Δεν μας απαυτώνεις, ρε φιλαράκι, λέω ’γώ τελικά;
Εχουν γραφτεί κι αν έχουν γραφτεί (εργασίες, μανιφέστα, βιβλία - μωρέ ολάκερος Αμαζόνιος σε χαρτί έχει ξεκληριστεί) για τα περί εργασίας και ζωής και δικαιωμάτων και δεν συμμαζεύεται. Εχουν γίνει έδρες σε Πανεπιστήμια. Εχουν δοθεί εκατομμύρια σε ινστιτούτα και κράτη και θεσμούς και παρα-ινστιτούτα για να το ψάξουν το θεματάκι, άντε και κάπως να το συμμαζέψουν. Εχουν σπαταληθεί χιλιάδες εργατοώρες, για το πόσες εργατοώρες δεν πρέπει να σπαταλά ο άνθρωπος (α, ρε κατακαημένε Μαρξ!). Ακόμα και οι νεοφιλελέδες συμφωνούν, πως «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» (κι ας νοιάζονται μόνο για τον αφέντη) και εμείς εκεί: οι μισοί άνεργοι και οι μισοί με έναν ποπό πω πω!
Παλαιότερα, υπήρχε έστω ένας Ξανθόπουλος! Υπήχε ένα του λαού παιδί, που με το μεροδούλι-μεροφάι, πετραδάκι πετραδάκι, να δεις που το ’χτιζε στο τέλος το τσαρδάκι. Τώρα, μήτε αυτό δεν έχουμε. Τώρα, οι βαριεστημένοι (και διαρκώς στημένοι) σελέμπριτις πάνε στη «Φάρμα», να δουν πώς βγαίνει απ’ την κότα τ’ αυγό. Τώρα, έχεις δεν έχεις δουλειά, το πιθανότερο είναι να χρωστάς το σπίτι σου (αν έχεις κι από δαύτο), έως να φτάνεις τελικά στο «κλάφ’ το» και να πιάνεις μονόκλινο σε τσαντίρι.
Γι’ αυτό σου λέω. Σε μεγάλη εκτίμηση τους έχω. Ναι. Αυτούς. Τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (και όχι της εύφορης κοιλάρας). Που με το «Δικαίωμα στην τεμπελιά» του Λαφάργκ (άλλος κατακαημένος κι αυτός) στο αριστερό χέρι και το δεξί στην (άδεια συνήθως) τσέπη, ζουν με τα όνειρά τους. Ναι, ρε: Με τα όνειρά τους!
Πώς νομίζετε εσείς εκεί έξω (με πρώτη και χειρότερη την αφεντιά μου) πως πάει μπροστά ο κόσμος; Με τους οραματιστές πάει ρεεε! Και τους φαντασιόπληκτους - ακούς Γεραπετρίτη; (ο Γιώργος, ο συνταγματολόγος-ταγματάρχης μας). Και τους σαλεμένους - ακούς Μιχαηλίδου; (η Δόμνα, το κορίτσι μας, η υφυπουργός μας της Εργασίας!). Και τους μη υπερανθρώπους - ακούς Χατζηδάκη; (ο Κωστής, ο υπερήρωας της εργατιάς!). Και τους μορφωμένους, το φελέκι μου - ακούς Πατέλη; (ο Αλέξης, ο πάνσοφος καθοδηγητής μας!). Και τους γενναίους - ακούς Βαρβιτσιώτη; (ο Μιλτιάδης, που όσο γελοία πάτησε τα σκαρπίνια του πάνω στ’ αρχαία της Ακρόπολης για να φωτογραφηθεί, άλλο τόσο γελοία απάντησε). Αλλά και τους άλλους... όσους σιχαίνεστε - ακούς, κύριε οδηγέ, που σήκωσες τον Πακιστανό για να κάτσει η Ελληνίς κυρία, που σιχαινόταν κιόλας να κάτσει τελικά;
Μ’ αυτούς. Που σαν έρθει η ώρα, εκτός από τα οράματα, βάζουν μπροστά και τη ζωή τους.
Γιατί μόνο έτσι αλλάζει η Ιστορία.