29 Μαΐ 2020

Η νέα κανονικότητα της φτώχειας


Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Για πρώτη φορά από την ίδρυσή τους, το 1971, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έστειλαν συνεργεία ανθρωπιστικής βοήθειας σε Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία, όπου ο πληθυσμός των αστέγων διογκώθηκε απότομα[1]. Από τα μέσα Απριλίου, τα εστιατόρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε...


Βρυξέλλες και Στρασβούργο μοιράζουν από 1.000 γεύματα την ημέρα σε φτωχούς. Οι ουρές ανθρώπων με κουπόνια σίτισης μακραίνουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. 
Σε πανηπειρωτική κλίμακα, οι αιτήσεις για επισιτιστική βοήθεια αυξήθηκαν κατά 25% τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών Τροφίμων (FEBA).

Τα χειρότερα έπονται, καθώς η οικονομική ύφεση, που έφεραν τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του Covid-19, αποδείχθηκε βαθύτερη, από ότι περίμεναν οι περισσότεροι και οι κοινωνικές επιπτώσεις της απέχουν πολύ από το να έχουν κορυφωθεί. Το ΔΝΤ προβλέπει, ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς η ανεργία θα φτάσει το 10,4% στη Γαλλία, το 12,7% στην Ιταλία, το 14,1% στην Ισπανία και το 22,3% στην Ελλάδα. Τα συστημικά ΜΜΕ (που λιβανίζουν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη) ανακαλύπτουν τώρα, ότι το ΔΝΤ έγινε διαβόητο για τις αποτυχημένες προβλέψεις του, αποσιωπώντας ότι επρόκειτο για υπεραισιόδοξες προβλέψεις, οι οποίες είχαν στόχο να δικαιώσουν τα Μνημόνια, που τα ίδια συστημικά μέσα και κόμματα τότε εξυμνούσαν.

Ακόμη κι αν η πανδημία δεν γνωρίσει ένα δεύτερο, φονικό κύμα το φθινόπωρο, ακόμη κι αν οι οικονομικοί δείκτες επανέλθουν, την επόμενη χρονιά, στα προηγούμενα επίπεδα (δύο τεράστια ΑΝ για τα οποία ουδείς μπορεί να στοιχηματίσει), δεν θα συμβεί το ίδιο με τις ζωές των ανθρώπων. Για πολλούς εργαζόμενους, συνταξιούχους και ανέργους, η φτώχεια θα είναι η «νέα κανονικότητα» των επόμενων χρόνων, αν δεν υπάρξουν μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές. 
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει τις διαστάσεις της επικείμενης θύελλας, αλλά οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν από την 1η Ιουνίου, καθώς θα εκπνεύσουν τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων σε αναστολή λειτουργίας και εργαζομένων με προσωρινή αναστολή σύμβασης.

Δεν περιμέναμε βέβαια τον Τάκη Θεοδωρικάκο, για να μάθουμε, ότι έχουμε καπιταλισμό κι ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να καταργήσει με διάταγμα τις απολύσεις. Εκείνο που υπονοεί η κοινοτοπία του υπουργού Εσωτερικών, είναι ότι η κυβέρνησή του δεν εννοεί να προχωρήσει σε δυναμικά μέτρα έκτακτης ανάγκης για την προστασία της εργασίας και ότι εναποθέτει τις όποιες ελπίδες της για απορρόφηση της ανεργίας στις τυφλές δυνάμεις της αγοράς. Το πόσο βάσιμες είναι αυτές οι ελπίδες, το γνωρίζουμε ήδη: ύστερα από εννέα χρόνια Μνημονίων και τρία χρόνια αναιμικής οικονομικής ανάκαμψης, η ανεργία στα τέλη του 2019 παρέμενε στο 17,4% του ενεργού πληθυσμού.

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση διαθέτει μια πιο συγκροτημένη και πιο κυνική στρατηγική διαχείρισης της κοινωνικής κρίσης, από ότι υπονόησε ο κ. Θεοδωρικάκος. Στρατηγική της είναι η γενίκευση της εκ περιτροπής εργασίας (δύο εβδομάδες το μήνα) με επιδότηση μέρους των μισθολογικών απωλειών από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE, κατά το πρότυπο του γερμανικού συστήματος Kurzarbeit. Αυτό σημαίνει μείωση των μισθών μεγάλου μέρους των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατά 20-25% από τον επόμενο κιόλας μήνα.

Παράλληλα, η κυβέρνηση μελετά ανάλογο κούρεμα μισθών για τους δημοσίους υπαλλήλους όπως αποκάλυψαν ΤΑ ΝΕΑ, μια συστημική, φιλοκυβερνητική εφημερίδα, προετοιμάζοντας ψυχολογικά την κοινή γνώμη. Βεβαίως ο κ. Σταϊκούρας δηλώνει, ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται «επί του παρόντος» να κάνει κάτι τέτοιο, όλα δείχνουν, όμως, ότι η κυβέρνηση σφυγμομετρεί αντιδράσεις και ότι το ερώτημα δεν είναι το «αν», αλλά το «πότε». Η μείωση του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα είναι κεντρικό μέλημα της κυβέρνησης για την μετα-κορωνοϊό εποχή κι αυτόν, πρωτίστως, τον στόχο εξυπηρετούσε το αντιδραστικό νομοσχέδιο της κ. Κεραμέως για την Παιδεία, που προωθήθηκε με προκλητικά συνοπτικές διαδικασίες μεσούσης της πανδημίας. Στο μεταξύ, η προϊούσα κατάρρευση των Ταμείων (την οποία θα επιταχύνει η γενίκευση της εκ περιτροπής εργασίας) θα χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση, για να νομιμοποιεί νέους γύρους ακρωτηριασμού των συντάξεων και των ασφαλιστικών παροχών.

Για να αποτραπεί η επαπειλούμενη κοινωνική καταστροφή απαιτούνται πραγματικά ριζοσπαστικά μέτρα έκτακτης ανάγκης. 
Η καθιέρωση βασικού κοινωνικού εισοδήματος αξιοπρεπούς διαβίωσης τίθεται από τα ίδια τα πράγματα στην ημερήσια διάταξη (η κυβέρνηση Σάντσεθ στην Ισπανία το έχει ήδη εξαγγείλει, αν και μένει να δούμε, πως και για πόσο θα εφαρμοστεί). Το κράτος οφείλει, να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας με μεγάλα προγράμματα βελτίωσης των υποδομών, με κριτήρια οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης. 
Το να περιμένει κανείς κάτι τέτοιο από τον ιδιωτικό τομέα στις συνθήκες της βαθύτατης ύφεσης είναι καθαρή ουτοπία: όλα τα στοιχεία σε πανευρωπαϊκή κλίμακα δείχνουν κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς οι εταιρείες προτιμούν να χρησιμοποιούν τα δάνεια και τις επιδοτήσεις, για να σωρεύουν μαξιλαράκια ρευστότητας, για τους δύσκολους μήνες που έρχονται. Επιπλέον, αντί να δίνει λευκές επιταγές σε τράπεζες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, που διασώζει για μία ακόμη φορά από την επαπειλούμενη χρεωκοπία, το κράτος οφείλει, να τις θέσει υπό τον έλεγχό του, επιβάλλοντας πολιτικές στήριξης των πιο αδύναμων στρωμάτων και παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.

Ασφαλώς, η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για τη στήριξη παρόμοιων, φιλόδοξων προγραμμάτων θα αποτελέσει πεδίο σκληρών συγκρούσεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι έκτακτες συνθήκες επιβάλλουν την έκτακτη, επιλεκτική φορολόγηση πάνω στη μεγάλη περιουσία και στα μη επενδυόμενα κέρδη όσων επιχειρήσεων όχι μόνο δεν πλήττονται, αλλά θησαυρίζουν μέσα στις συνθήκες της πανδημίας. Παράλληλα, πέρα από τη διάθεση μέρους των κονδυλίων από το περίφημο «μαξιλάρι» (ζήτημα στο οποίο επιμένει, μάλλον υπερβολικά, ο ΣΥΡΙΖΑ), το κράτος οφείλει να δανειστεί, όσο ακόμη το Σύμφωνο Σταθερότητας τελεί υπό αναστολή και τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, μια και αύριο θα είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο.

Σε δεύτερο χρόνο, η Ελλάδα, μαζί με άλλες πληττόμενες χώρες, κυρίως του Νότου, οφείλει να απαιτήσει από τη Γερμανία και τους συμμάχους της διαγραφή των χρεών που κατέχει η ΕΚΤ και άλλα μέτρα ελάφρυνσης και αμοιβαιοποίησης του χρέους, υπό την απειλή της στάσης πληρωμών. Επιτέλους, η Γερμανία μπήκε στην ύφεση με ανεργία μόλις 3,2% και προβλέπεται να μην ξεπεράσει το 3,9% μέχρι το τέλος της χρονιάς, ενώ συνεχίζει να δανείζεται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, δηλαδή την πληρώνουμε για να την δανείζουμε. Κι από πάνω έρχεται το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, να θέσει εαυτό υπεράνω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και να βάλει φρένο και σε αυτό το (ανεπαρκές) πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αυτή η εξοργιστική κατάσταση πραγμάτων δεν μπορεί να συνεχιστεί. 

Κάποια στιγμή η Γερμανία πρέπει να αποφασίσει, αν θα χρηματοδοτήσει τη στήριξη των δοκιμαζόμενων εταίρων της, από τους οποίους εξασφαλίζει μεγάλο μέρος των πλεονασμάτων της, ή αν θα αρκεστεί σε μια μικρή Χανσεατική Ένωση του πλούσιου Βορρά, με ένα νόμισμα που θα υπερτιμηθεί απότομα, βλάπτοντας καίρια τις εξαγωγές της.

[1] Isabelle Mandraud, “L’ Europe face a ses nouveaux pauvres”, Le Monde, 14 mai 2020.