4 Φεβ 2016

Οι αιτίες για την κατάρρευση της κοινωνικής ασφάλισης


Του Άρι Καζάκου*
    Στην κρίση του ασφαλιστικού αντανακλάται ευθέως η κρίση της εργασίας. 
Η αιτία της κατάρρευσης του Ασφαλιστικού: Στο σύστημα δεν μπαίνουν επαρκείς πόροι.

 Σε μια σπάνια ομοφωνία για τις αιτίες της κατάρρευσης της κοινωνικής ασφάλισης, αυτές εντοπίζονται στο λεγόμενο πρωτογενές έλλειμμα, στο ότι δεν μπαίνουν επαρκείς πόροι στο σύστημα (μαζική ανεργία, μαύρη εργασία, δραστική μείωση μισθών, δημογραφικό κ.ο.κ.). Συγχρόνως με τη λεηλασία των αποθεματικών των Ταμείων, με τα οποία χρηματοδοτήθηκε με θαλασσοδάνεια από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η μετεμφυλιακή κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη, με την εξαέρωση των αποθεματικών στο Χρηματιστήριο, με τα δομημένα ομόλογα, με δήμευσή τους με το PSI, καθώς και με τα βάρη που φόρτωσε στο σύστημα η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, π.χ. η μείωση και η ανανέωση του προσωπικού των τραπεζών με νεότερους και φθηνότερους εργαζομένους μέσω προγραμμάτων «εθελούσιας» εξόδου σε βάρος των Ταμείων (πρόωρη συνταξιοδότηση με πλασματικά χρόνια ασφάλισης κ.ο.κ.) το ασφαλιστικό σύστημα απογυμνώθηκε από κεφάλαια, με τα οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αντέξει περισσότερο χρόνο στην παρούσα καπιταλιστική κρίση.

Όλα τα κυβερνητικά σχέδια για την αντιμετώπιση της κρίσης του Ασφαλιστικού, από την εποχή Γιαννίτση και εδώ, εστίαζαν πάντοτε στην περικοπή των, κατά κανόνα, λυμφατικών παροχών των Ταμείων. Όμως, η κρίση της κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί την άμεση αντανάκλαση της κατάστασης της εργασίας, της ανατροπής του λόγου εργαζομένων/ανέργων/συνταξιούχων και κυρίως της δραστικής μείωσης των μισθών εν ευρεία εννοία, βασικό θέμα πάντοτε της πολιτικής οικονομίας. Στις ρίζες του προβλήματος, για χώρες όπως η δική μας, βρίσκει κανείς και τη φονική πολιτική εναντίον της εργασίας και του μισθού, με άλλα λόγια την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης διά της δραστικής μείωσης των μισθών, περίπου κατά 40% μεσοσταθμικά, αν συνυπολογίσουμε και τις μειώσεις μισθών που δεν «συλλαμβάνουν» οι στατιστικές. Η αποδόμηση των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας με το 2ο Μνημόνιο και το εφαρμοστικό του νομοθέτημα (ΠΥΣ 6/2012) οδήγησε στη, σχεδόν, απόλυτη κυριαρχία της βίας στις εργασιακές σχέσεις και ακόμη στην κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης (σε συνδυασμό με τις μειώσεις των συντάξεων) και στον φαύλο κύκλο της ύφεσης, των επισφαλών και τοξικών εργασιακών σχέσεων με «συμβάσεις- σκουπίδια» και τη μαζική ανεργία. 
Στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν μπαίνουν επαρκείς πόροι και όσοι μπαίνουν, είναι πόροι από κακοπληρωμένη εργασία, άρα εξ ορισμού ανεπαρκείς για να στηρίξουν τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος. 
Σε μια χώρα όπου η λειτουργία του καπιταλισμού στηρίζεται κυριότατα στην εσωτερική ζήτηση, οι διαλυτικές επιπτώσεις της συντριβής μισθών και συντάξεων φτάνουν αλυσιδωτά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

    Το μοντέλο καπιταλισμού στις χώρες του Νότου αντιμέτωπο με το μοντέλο καπιταλισμού στις χώρες του Βορρά.

Γιατί, πράγματι, το μοντέλο του ελληνικού, του ισπανικού, του πορτογαλικού, του ιταλικού κ.λπ. καπιταλισμού στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση (που ρημάζουν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές), οι οποίες όμως την ίδια στιγμή αποτελούν βασικό δομικό στοιχείο στο μοντέλο του εξαγωγικού καπιταλισμού των χωρών του Βορρά. Η κυρίαρχη πολιτική ρημάζοντας την εσωτερική ζήτηση με δρακόντειες μειώσεις μισθών και συντάξεων ρημάζει συγχρόνως και την κοινωνική ασφάλιση. Ο μύθος της Ε.Ε. ως ένωσης κοινών συμφερόντων, ειρήνης, ευημερίας και αξιών ξεφτίζει.

    Το σχέδιο της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις αιτίες της κατάρρευσής του, απλώς δίνει ανάσες στο σύστημα, κόβοντας όμως ζωτικής σημασίας ανάσες από τους πολίτες.

Το σχέδιο του Ασφαλιστικού, ακόμη και αν διορθωθούν οι πιο εξόφθαλμες αδικίες του, και υπό την αίρεση πάντοτε της έγκρισης των δανειστών, φέρνει μειώσεις κυρίως στις νέες συντάξεις, ενώ η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς για τους παλαιούς συνταξιούχους θα εξαρτηθεί από την πλήρωση της αίρεσης για ανάπτυξη μετά το 2018. Οι επόμενες γενιές συνταξιούχων θα πρέπει να αρκεστούν σε προνοιακού τύπου παροχές. Η εφαρμογή του σχεδίου θα φέρει, επομένως, πρόσθετη ασφυξία στην εσωτερική ζήτηση και οι συνθήκες θα γίνουν ακόμη δραματικότερες, αν συνεχιστεί, όπως θέλουν οι δανειστές, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης διά της μείωσης των μισθών.

Η κυβέρνηση στο θέμα του Ασφαλιστικού κάνει μια πολιτική μετάθεση: Αντιπαραθέτει το σχέδιό της στον αντίστοιχο προγραμματισμό της Νέας Δημοκρατίας και εκεί έχει ένα σχετικά εύκολο έργο. Τα σχέδια της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως μετά το καθαρά νεοφιλελεύθερο στίγμα που έδωσε ο νέος αρχηγός της Κυρ. Μητσοτάκης στην τελευταία προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή (26/1/2016), θα οδηγούσαν πράγματι σε επαχθέστερα μέτρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση θα πρέπει να μετρηθεί όχι με κριτήριο τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας αλλά με βάση το αρχικό απελευθερωτικό πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων.

   Και τώρα τι κάνουμε;

Ποιανού ιδιοκτησία είναι το πρόγραμμα του τρίτου μνημονίου και το σχέδιο του ασφαλιστικού; Αν πιστέψουμε το μνημόνιο, την ιδιοκτησία την έχει η χώρα μας διά της κυβέρνησης. Η υπογραφή, ωστόσο, της κυβέρνησης κάτω από ένα τέτοιο κείμενο, έχει την ίδια αξία, με τη συμφωνία που υπογράφει κανείς με το μαχαίρι στον λαιμό. Το 3ο Μνημόνιο και τα εφαρμοστικά του μέτρα, σ’ αυτά και το σχέδιο του ασφαλιστικού, είναι συνέπειες της ήττας στις 13 Ιουλίου 2015. Κανένας δήμος, ούτε ο ελληνικός με το μεγαλειώδες «όχι» του στο δημοψήφισμα της 5/7/2015 σε συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής τρομοκρατίας, δεν μπορεί να αποτρέψει μια ήττα. Υπήρξε, επομένως, ήττα και όχι προδοσία ή μετάλλαξη, όπως επιμένει μια πολιτική ανάλυση, που παρά τα πατριωτικά και απελευθερωτικά της προτάγματα παραμένει ρηχή. Η ανάλυση αυτή συγχέει τις αιτίες και την ευθύνη για την ήττα (λάθη μεγάλα και μικρά, συσχετισμός δυνάμεων, φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με το αντικειμενικό γεγονός της ήττας.

Τις συνέπειες αυτής της ήττας πληρώνουμε σήμερα. Η κρεατομηχανή των μνημονίων εξακολουθεί να αλέθει ανθρώπους και το θέμα δεν είναι, αν αλέθει με πιο αργούς ρυθμούς. Στο ερώτημα και τώρα τι κάνουμε για να ανατρέψουμε την αποικιοκρατική και φονική συνθήκη, υπό την οποία τελεί η χώρα, έχουν επιχειρηθεί απαντήσεις από διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον διαφορετικό βαθμό πειστικότητας αυτών των προτάσεων, αυτό που κυρίως τους λείπει, είναι η δυνατότητα στερέωσής τους σε υλικούς όρους που είναι αναγκαίοι για οποιαδήποτε επιλογή πέρα από τη μνημονιακή συνθήκη. Εξ αντικειμένου τέτοιους υλικούς όρους μόνο η κυβέρνηση και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δημιουργήσει κι αυτό, παρά τα λάθη και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στη διακυβέρνηση και στο κόμμα. 
Εδώ χρειάζεται εναλλακτικό σχέδιο, που θα συνδεθεί με το αρχικό απελευθερωτικό πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων. Χρειάζονται γι’ αυτό ενεργητικές πολιτικές, που για τα διάφορα εναλλακτικά σχέδια θα συνυπολογίζουν την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στην Ε.Ε. και συγχρόνως θα την ενισχύουν και δεν θα την περιμένουν απλώς. 
Θα πρέπει, συγχρόνως, να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος για ένα θέμα ταμπού, για το τι ακριβώς συνεπάγεται η παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Για την αποκατάσταση με πολιτικούς όρους μιας ιστορικά και όχι μεταφυσικά θεμελιωμένης υπαρκτής ελπίδας χρειάζεται όχι μόνο αποφασιστικότητα αλλά και ταχύτητα. Το μεγαλειώδες «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5/7/2015 δεν αποτελεί μόνο πολιτική παρακαταθήκη και ισχυρό πολιτικό όπλο, αλλά και πολιτική εντολή. Αν δεν υπάρξει ανταπόκριση, έστω με τους σημερινούς όρους ήττας, η επικράτηση στους πολίτες μιας μοιραίας αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, θα εξαλείψει στους πολλούς και τα τελευταία υπολείμματα αντίστασης. Σε μια τέτοια περίπτωση το μέλλον μας θα έχει ακόμη περισσότερη ξηρασία, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τους χρόνιους κατακερματισμούς με τους μικρούς ή μεγάλους εμφυλίους στην Αριστερά.

* Ο Άρις Καζάκος είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: e-dromos.gr