Tου Ντιν Μπέικερ
Ο μεγάλος ηττημένος των ελληνικών εκλογών της Κυριακής δεν ήταν άλλος από τη λιτότητα.
Τα δύο μεγαλύτερα ελληνικά κόμματα, που στήριξαν τα μέτρα λιτότητας της δανειακής συμφωνίας που υπεγράφη πέρσι, έλαβαν από...
κοινού μόλις το 1/3 των ψήφων.
Με δεδομένο πως τα δύο αυτά κόμματα εναλλάσσονταν αδιατάρακτα στην εξουσία από την πτώση της δικτατορίας, το 1974, πρόκειται περί απίστευτης ήττας.
Στο στρατόπεδο των αντιπάλων της λιτότητας, μια αριστερίζουσα συμμαχία κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 17% περίπου των ψήφων. Πιο δυσοίωνη ήταν η επίδοση ενός ακροδεξιού ξενόφοβου κόμματος, επίσης ενάντιου στη λιτότητα, που έλαβε σχεδόν 7%.
Είναι σημαντικό να κατανοήσει ο υπόλοιπος κόσμος και ιδίως η υπόλοιπη Ευρώπη, πως οι Έλληνες ψηφοφόροι δε είναι σαν κακομαθημένα παιδιά που αρνούνται να καταπιούν το φάρμακό τους.
Η κακοδιαχείριση της ελληνικής οικονομίας και του κράτους τα τελευταία χρόνια είναι αναντίρρητη, κι αυτή ήταν που μας οδήγησε στην κρίση.
Το πρόβλημα είναι, πως η σημερινή συνταγή της λιτότητας δεν οδηγεί τη χώρα σε καλύτερο μέλλον. Μοιάζει με μια αγωγή στην οποία ο πόνος είναι αυτοσκοπός.
Αυτό είναι φανερό από τα επίσημα στοιχεία. Σύμφωνα με το «διεθνές νομισματικό ταμείο» το 2012 θα είναι η πέμπτη συνεχόμενη χρονιά που θα συρρικνωθεί η ελληνική οικονομία, με το 2013 να προβλέπεται, πως θα είναι έτος στασιμότητας. Ακόμα κι αν η ελληνική οικονομία ανακάμψει το 2014, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας θα είναι κατά 8% χαμηλότερο από ότι μια δεκαετία πριν. Ο δείκτης ανεργίας, που σήμερα κυμαίνεται στο 20%, το 2017 θα συνεχίσει να βρίσκεται στο 17%. Όσο για το δημόσιο χρέος, σε πέντε χρόνια θα βρίσκεται στο 137% του ΑΕΠ, πολύ ψηλότερα από ότι στην αρχή της κρίσης.
Δύσκολα μπορεί να περιγραφεί κάτι τέτοιο ως πορεία εξυγίανσης της οικονομίας. Κι είναι σημαντικό να θυμόμαστε, πως ανάλογες προβλέψεις του ΔΝΤ και της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) αποδεικνύονται πάντοτε υπεραισιόδοξες.
Με αυτά τα οικονομικά δεδομένα, δύσκολα μπορεί να δει κανείς τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες θα όφειλαν να συνεχίσουν μια τόσο καταστροφική πορεία.
Το κυριότερο επιχείρημα είναι πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».
Αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Όσο ενοχλητική κι αν μας φαίνεται, η εγκατάλειψη της ευρωζώνης και η επιστροφή στη δραχμή είναι μια εναλλακτική λύση.
Τυχόν αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα πυροδοτούσε μια οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά τελικά είναι μάλλον βέβαιο, πως η Ελλάδα θα τα πήγαινε καλύτερα από ότι ακολουθώντας τη σημερινή παρακμιακή της πορεία. Με υποτιμημένο νόμισμα, η Ελλάδα θα ήταν πολύ ελκυστικότερος τουριστικός προορισμός. Τα αγροτικά της προϊόντα θα ήταν πολύ πιο ανταγωνιστικά στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και πέραν αυτής.
Η επαναδιαπραγμάτευση των χρεών θα ήταν υποχρεωτική. Όπου δεν πετύχαινε, θα είχαμε μια σειρά από χρεοκοπίες όσων είχαν μεγάλα δάνεια σε ευρώ. Δεν θα είναι μεν ευχάριστο να το βλέπει κανείς, αλλά έτσι που πάνε σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ακόμα κι έτσι, αυτός ο δρόμος θα ήταν καλύτερος από τον σημερινό.
Το μοντέλο εδώ είναι η Αργεντινή. Το 2001, αφού χρεοκόπησε και αποσυνέδεσε το νόμισμά της από το δολάριο, η οικονομία της κατέρρεε επί τρεις μήνες. Αλλά το δεύτερο τρίμηνο του 2002 σταθεροποιήθηκε και ξεκίνησαν εξίμισι χρόνια ρωμαλέας ανάπτυξης, που ανακόπηκαν μόνο από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2009.
Υπάρχουν πράγματι λόγοι που μας κάνουν να υποθέτουμε, πως η Ελλάδα θα δυσκολευτεί περισσότερο· κατ' αρχήν, η Αργεντινή ποτέ δεν απώλεσε το εθνικό της νόμισμα. Αλλά ακόμα κι αν η Ελλάδα πετύχει τα μισά από ότι η Αργεντινή, οι προοπτικές της θα είναι πολύ καλύτερες από ότι αν μείνει στο ευρώ.
Αλλά υπάρχει κι άλλη εναλλακτική λύση, ακόμα καλύτερη από την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη: αυτή είναι να εγκαταλείψει η ΕΚΤ όλως διόλου την επιβολή πολιτικών λιτότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ θα χρειαστεί να προσφέρει κάποιου είδους εγγυήσεις για το ελληνικό δημόσιο χρέος - κι εκείνο ορισμένων ακόμα υπερχρεωμένων κρατών-μελών - να χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην ευρωζώνη και, το σημαντικότερο, να συντηρήσει ψηλότερο πληθωρισμό στη Γερμανία και τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Αυτό το τελευταίο είναι κρίσιμο, καθώς είναι ο μόνος δρόμος για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και των υπόλοιπων περιφερειακών κρατών-μελών όντας εντός ευρωζώνης.
Εδώ και δύο μόλις εβδομάδες, οι πιθανότητες για μια τόσο ραγδαία στροφή έμοιαζαν μηδενικές. Σήμερα κάτι τέτοιο εξακολουθεί να μοιάζει απίθανο, αλλά μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και την ήττα του Σαρκοζί (Sarkozy) στη Γαλλία, σαν κάτι να άρχισε να αλλάζει.
Η ηγεσία της ΕΚΤ και της Γερμανίας οφείλουν να αναγνωρίσουν, πως η σημερινή πορεία διαχείρισης της κρίσης δεν είναι βιώσιμη. Το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι, αν μπορούν να την αλλάξουν, πριν οι θεσμοί της Ευρώπης αρχίσουν να καταρρέουν τριγύρω τους.
Την Κυριακή, οι Έλληνες ψηφοφόροι τους έστειλαν ένα μήνυμα, που δύσκολα θα μπορούσε να είναι σαφέστερο.
*Ο Dean Baker είναι συνιδρυτής της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης «κέντρο οικονομικών και πολιτικών ερευνών» (CEPR)
Προοδευτική Πολιτική
ΠΗΓΗ: tvxs.gr