Tου Παντελή Mπουκάλα
Με πικρή την προίκα που παρέλαβε από το 2011, το νέο έτος προδιαγράφεται μέχρις εξουθενώσεως σκληρό - μια δυστοπία που είμαστε υποχρεωμένοι να τη διασχίσουμε, γιατί άλλος δρόμος δεν υπάρχει, ή έτσι τουλάχιστον...
μας λένε όσοι ξέρουν καλύτερα από μας, όσοι παίζουν στα δάχτυλά τους τα οικονομικά και τη μοίρα μας.
Και οι προειδοποιήσεις, ντυμένες το σχήμα των πρωτοχρονιάτικων μηνυμάτων, έπεσαν βροχή. Αίφνης οι πολιτικοί και οικονομικοί μας παράγοντες αποφάσισαν να παραμερίσουν την προσφιλή τους παραμυθητική ρητορική της αισιοδοξίας και να υιοθετήσουν έναν παραινετικού τόνου λόγο, που ξεκινάει με αναφορές σε υποχρεωτικές θυσίες και καταλήγει με αναφορές σε αναγκαίες θυσίες· το εν τω μεταξύ διάστημα θυσίες περιέχει και αυτό.
Εν ονόματι λέει του φωτός, που άρχισε ήδη ή θα αρχίσει αύριο - μεθαύριο, μπορεί και το 2020, να φαίνεται στο τέλος του τούνελ.
Ενα τέλος που έχει το γνώρισμα του ορίζοντα: απομακρύνεται όσο το πλησιάζουμε.
Το ξέραμε από παλιά, το βλέπουμε και τώρα. Μπορεί ο πολιτικός (ή μάλλον ο κομματικός) λόγος να εμφανίζεται όλο και περισσότερο πατριδοκεντρικός («κινδυνεύει η πατρίδα», «να σώσουμε την πατρίδα», «μας καλεί η πατρίδα»), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα κόμματα αποκήρυξαν τα ιδεολογικά τους γνωρίσματα, αυτά που τα τάσσουν στο πλευρό των μεν κοινωνικών στρωμάτων και τα θέτουν αντίπαλα στα δε.
Η πατρίδα, κι αυτό το ξέραμε αλλά το βλέπουμε και τώρα, δεν ήταν και δεν είναι ποτέ μία. Ακόμα και στους μείζονες εθνικούς κινδύνους και στους κορυφαίους εθνικούς αγώνες, ούτε όλοι κινδύνευαν ούτε όλοι πολεμούσαν.
Η «πανεθνική ενότητα» είναι ένα μύθευμα, που έρχεται πάντοτε εκ των υστέρων, για να καλύψει τους απόντες και τους τρέσαντες. Κάπως έτσι γεμίσαμε αντιστασιακούς είτε μετά τον πόλεμο κατά των Γερμανών είτε μετά τη χουντική επταετία.
Οσοι, λοιπόν, αυτόκλητοι κήνσορες εγκαλούν τους υπολοίπους καταλογίζοντάς τους μειωμένο ή κοιμώμενο πατριωτισμό, ας κάνουν τον κόπο να συνυπολογίσουν το εξής απλό: Οπως η πατρίδα δεν είναι μία (αφού αλλιώς την εννοεί ο καθένας, άρα και αλλιώς την υπηρετεί ή την εκμεταλλεύεται), έτσι και ο πατριωτισμός δεν είναι ένας και μοναδικός, με το ίδιο πάντοτε περιεχόμενο.
Είναι άλλωστε ιστορικά μαρτυρημένο, ότι οι υπερπατριώτες, όσοι ξοδεύουν σε πανηγυρικούς τα επιπόλαια έτσι κι αλλιώς αισθήματά τους, είναι συνήθως οι ευνοημένοι της πατρίδας και οι στυγνοί εκμεταλλευτές του πατριωτισμού. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς εδώ για τους μαυραγορίτες της Κατοχής, που αφού λευκάνθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από το μεταπολεμικό καθεστώς, ανέβηκαν ταχύτατα στα υψηλά της κοινωνικής κλίμακας, χάρη και στην περιουσία που είχαν σχηματίσει αδικώντας, κατέκτησαν πόστα (ή απλώς τα αγόρασαν) και, σιγουρεμένοι πια, βάλθηκαν να διδάσκουν πατριωτισμό σε όσους είχαν όντως πονέσει και ματώσει για τη δόλια την πατρίδα.
Και τώρα, τα τελευταία χρόνια δηλαδή, κάτι ανάλογο γίνεται.
Ο νέου τύπου μαυραγοριτισμός εκδηλώνεται ποικιλόμορφα: Αλλοι στέλνουν όσα τους περισσεύουν στην ασφαλή Ελβετία, άλλοι, λάτρεις των εξωτικών περιοχών του πλανήτη, προτιμούν τα νησιά Κέιμαν και στήνουν εκεί τις εξωχώριες εταιρειούλες τους, άλλοι δεν λένε να βγάλουν από πάνω τους τόσες δεκαετίες μετά εκείνο το αυτοκολλητάκι με το «δεν ξεχνώ» και επιλέγουν τις τράπεζες της Κύπρου. Σε όλες τις μορφές του, όμως, ο μοντέρνος μαυραγοριτισμός καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα πατριδοκαπηλικής ρητορείας και από ένα δεύτερο στρώμα σχηματισμένο από τα επιτιμητικά σχόλια εναντίον των υποτιθέμενων μη πατριδοφρόνων.
Τίποτα μέχρι στιγμής δεν βεβαιώνει ότι, πρώτον, οι θυσίες αφορούν τους πάντες, δεύτερον, ότι επιβάλλονται αναλογικά (σε αντιστοιχία δηλαδή με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του καθενός και τα πραγματικά οφέλη που έχει αντλήσει μέχρι τώρα από την πεφιλημένη πατρίδα, νομίμως ή παράτυπα και καταχρηστικά), και, τρίτον, ότι εντάσσονται σε ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο που κάπου θα οδηγήσει, σε κάτι καλύτερο και δικαιότερο, κι αν όχι αύριο-μεθαύριο, έστω το 2020.
Η δικαιοσύνη παραμένει μια εξαγγελία, που επανάληψη στην επανάληψη ρηχαίνει όλο και περισσότερο, για να καταντήσει στο τέλος σκέτη πρόκληση σε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ηδη, η κάστα των πολιτικών, καλά αυτοπροστατευόμενη με ποικίλους νόμους και διατάξεις, έχει φροντίσει να πετύχει την αυτοεξαίρεσή της απ' οποιονδήποτε πιθανό κολασμό. Τα σκάνδαλα ήλθαν και παρήλθαν, μαζί με τη νομότυπη παραγραφή τους, αφήνοντας πίσω τους δυο-τρία εξιλαστήρια θύματα για να σηκώσουν το βαρύτατο φορτίο των ανομημάτων της πολιτικής τάξης ή μάλλον των κομματικών ιερατείων.
Οσο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών μας, εντάξει, μπορεί να περνάμε εποχή κατάθλιψης, αλλά τέτοιας λογής ανέκδοτα δεν την ανακουφίζουν πια· χρειάζονται καινούργια, περισσότερο ευφάνταστα.
Από τον έλεγχο και την πιθανή τιμωρία έχουν φροντίσει επίσης να αυτοεξαιρεθούν οι οικονομικοί κυρίαρχοι, άνθρωποι ΣΕΒαστοί, που τους ακούς και αυτούς να επιδίδονται σε δακρύβρεκτες ή υφολογικά βίαιες παραινέσεις προς τους υπολοίπους και δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις: το ύψος του φαρισαϊσμού τους, τον όγκο της έπαρσής τους ή το βάθος της σκέψης και της γνώσης τους, έτσι όπως έχουν μάθει να κλίνουν άψογα το ρήμα «λαμβάνω» σε όλες τις φωνές, τους χρόνους και τις εγκλίσεις, αλλά με το «δίδωμι» έχουν ένα πρόβλημα άλυτο από τα γυμνασιακά τους χρόνια.
Και μένουν έτσι προς θυσίαν οι συνήθεις αμνοί.
Που ακούνε κι αυτοί γλυκόηχα ψέματα, όπως η Ιφιγένεια μια φορά κι έναν καιρό. Εκείνη την οδηγούσαν τάχα σε γάμο με τον Αχιλλέα, ενώ στους θυσιαζόμενους αμνούς τάζουν δικαιοσύνη και ισομοιρία στα καλά και στα κακά.
Κι αν η Ιφιγένεια σώθηκε εντέλει, μεταμορφούμενη σε αρκούδα ή ταύρο, σύμφωνα με ορισμένες μυθολογικές αφηγήσεις, οι αμνοί δεν έχουν τέτοια ελπίδα· δυστυχώς, η ικανότητα της μεταμόρφωσης χάθηκε από τα χρόνια τα παλιά.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr