Του Paul Krugman
Πείτε με περίεργο, αλλά στ΄ αλήθεια απολαμβάνω το ξεγύμνωμα του Μιτ Ρόμνι, καθώς χορεύει τον Χορό των Επτά Πέπλων.
Το τελετουργικό «στριπ-τιζ» του υποψήφιου για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, αν δεν το έχετε προσέξει, είναι οι φόροι - οι δικοί του φόροι...
Αν και η δημοσιοποίηση των φορολογικών δηλώσεων είναι συνήθης πρακτική για όλους τους πολιτικούς στις ΗΠΑ, ο κ.Ρόμνι δεν την ακολούθησε ποτέ, και μάλιστα προσπάθησε να μπλοκάρει το όλο θέμα, ακόμη και μετά την κάθοδο του στην προεδρική κούρσα. Μετά, όταν πιέστηκε, ομολόγησε ότι πιθανότατα πληρώνει μόλις το 15% των εισοδημάτων του σε φόρους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως αποκαλύψει μελλοντικά την δήλωση του γiα το 2011.
Ακόμη και έτσι, ωστόσο, ο Ρόμνι θα δεχθεί πίεση για να δημοσιοποιήσει και τις παλαιότερες δηλώσεις του - όπως αναγκάστηκε να κάνει και ο πατέρας του, που δημοσίευσε μαζεμένες 12 δηλώσεις όταν είχε κατέβει και εκείνος για το χρίσμα - παρεμπιπτόντως, ο πατήρ Ρόμνι πλήρωνε φόρο εισοδήματος 37%.
Η κοινή γνώμη έχει δικαίωμα να ξέρει τι γινόταν στο παρελθόν: ενόψει της προεκλογικής του εκστρατείας, δεν αποκλείεται ο Ρόμνι να προχώρησε σε αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου του προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τη πιθανή ζημιά από «ενοχλητικά» ζητήματα όπως οι offshore λογαριασμοί που διατηρούσε στα νησιά Κέϊμαν ή την συστηματική χρήση απεχθών στο ευρύ κοινό φορολογικών παραθύρων.
Όμως το πραγματικό πρόβλημα με τις φόρο-δηλώσεις του Μιτ Ρόμνι δεν είναι τί μπορεί να αποκαλυφθεί για τον ίδιο, αλλά τί αποκαλύπτουν για την αμερικανική φορολογική πολιτική. Υπάρχει έστω κι ένας καλός λόγος για τον οποίο οι πλούσιοι πρέπει να πληρώνουν τόσο εκπληκτικά χαμηλό φορολογικό φορτίο;
Διότι, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Αν ο Ρομνι λέει την αλήθεια για το πόσο λίγους φόρους πληρώνει, τότε επιδεικνύει σε τελική ανάλυση μια συμπεριφορά τυπική για τους πολύ πλούσιους. Από το 1992 και μετά, η αμερικανική εφορία (I.R.S.) δημοσιεύει τα φορολογικά στοιχεία των 400 φορολογουμένων με τα υψηλότερα εισοδήματα στην χώρα. Για το 2008, το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο υπάρχουν στοιχεία, αυτοί οι 400 υπέρ-πλούσιοι πλήρωσαν μόνο το 18,1% του εισοδήματος τους σε ομοσπονδιακούς φόρους: το 2007, πλήρωσαν ακόμη λιγότερα, μόλις 16,6%.
Αν σκεφτείτε ότι οι πλούσιοι πληρώνουν ελάχιστα και σε επίπεδο τοπικών ή πολιτειακών φόρων - ένα πολύ σοβαρό φορτίο για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης-, αυτό σημαίνει πως αυτοί οι 400 πληρώνουν αναλογικά λιγότερους φόρους από τον μέσο αμερικανό εργαζόμενο.
Ο βασικός λόγος που οι πλούσιοι πληρώνουν τόσο λίγα είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους προέρχεται από κέρδη κεφαλαίου, που φορολογούνται με μάξιμουμ συντελεστή 15% - πολύ κάτω από το μέγιστο συντελεστή για μισθούς και μεροκάματα. Η ερώτηση λοιπόν είναι γιατί τα κέρδη κεφαλαίου - εκ των οποίων τα τρία τέταρτα πηγαίνουν στο πλουσιότερο 1% - δικαιούνται τέτοιας ειδικής μεταχείρισης.
Οι υπερασπιστές της χαμηλής φορολογίας για τους πλούσιους έχουν δύο βασικά επιχειρήματα: πρώτον, ότι οι χαμηλοί φόροι στα κέρδη κεφαλαίου είναι μια πατροπαράδοτη αρχή, και, δεύτερον, πως είναι απαραίτητοι διότι προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Ομως και τα δύο επιχειρήματα είναι ψευδή.
Πρέπει να ξέρετε ότι οι τύποι σαν τον Ρόμνι δεν πλήρωναν πάντα τόσο χαμηλούς φόρους στις ΗΠΑ. Το 1986, ο Ρόναλντ Ρίγκαν (ναι, ο Ρόναλντ Ρίγκαν!) υπέγραψε φορολογική μεταρρύθμιση που εξίσωνε τους ανώτατους συντελεστές εισοδήματος και κερδών κεφαλαίου στο 28%. Ο συντελεστής έγινε 29% στην πρώτη θητεία του Μπιλ Κλίντον. Μόλις το 1997, όταν ο πρόεδρος Κλίντον συμφώνησε με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο να κόψει τη φορολογία των πλουσίων, με αντάλλαγμα την δημιουργία ειδικού ασφαλιστικού προγράμματος για ανασφάλιστα παιδιά (CHIP). Όσο για τους σημερινούς υπέρ-χαμηλούς συντελεστές, τους χαμηλότερους από τις μέρες του Χέρμπερτ Χούβερ, αυτοί χρονολογούνται από το 2003, όταν ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους πέρασε μειώσεις των φόρων τόσο στα κέρδη κεφαλαίου όσο και στα εταιρικά μερίσματα - εκμεταλλευόμενος, την ψευδαίσθηση του «θριάμβου» στο Ιράκ.
Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι οι πολύ χαμηλοί φόροι στους υπέρ-πλούσιους δεν είναι το κλειδί για την ευημερία. Κατά την πρώτη θητεία Κλίντον, όταν. όπως είδαμε, οι πολύ πλούσιοι πλήρωναν πολύ περισσότερα χρήματα από ότι πληρώνουν σήμερα, προστέθηκαν στην αγορά εργασίας 11,5 εκατομμύρια νέες θέσεις - απείρως περισσότερες απ΄ όσες δημιουργήθηκαν ακόμη και στις καλύτερες χρονιές της κυβέρνησης Μπους.
Από αυτή την άποψη, το φορολογικό «στριπ-τιζ» του Ρόμνι μας εξυπηρετεί όλους, γιατί υπογραμμίζει πόσο άδικο και πανάκριβο είναι το να χαρίζουμε τέτοια προνόμια στην οικονομικά ανώτατη τάξη. Σε μια στιγμή που όλοι οι αυτοαποκαλούμενοι «σοβαροί άνθρωποι» μας λένε πως οι φτωχοί και η μεσαία τάξη πρέπει να υποφέρουν ακόμη περισσότερο στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τέτοιους χαμηλού επιπέδου φόρους στους υπέρ-πλούσιους, απλά δεν μπορεί κανείς να τους υπερασπιστεί.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times