2 Οκτ 2011

Τα παθήματα και τα μαθήματα


Tου Στάθη N. Kαλύβα*
Στα πράγματα που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση όταν πρωτοπήγα στην Αμερική πριν από κάμποσα χρόνια, συμπεριλαμβάνω και την «ανακάλυψη» μιας ευρύτατα διαδεδομένης αίσθησης που συνέδεε φόρους και δημόσιες δαπάνες...
 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν δημοτικό εργάτη, σε μια από τις πρώτες βόλτες που είχα κάνει στο πάρκο της γειτονιάς, να μου δηλώνει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «your tax dollars at work» (δηλαδή, δουλεύουν οι φόροι σου). 
Ηταν κάτι το καινούργιο για μένα, γιατί είχα ώς τότε αφελώς την αίσθηση, πως η σχέση φόρων και δαπανών δεν είχε πρακτική, καθημερινή υπόσταση. Ως φοιτητής π.χ. θεωρούσα πως ήταν δικαίωμά μου να αδιαφορώ για τις κτιριακές εγκαταστάσεις του ελληνικού πανεπιστημίου, γιατί το κράτος είχε την υποχρέωση να επισκευάζει τις φθορές που προκαλούσαμε. Τώρα, το πώς θα έβρισκε το κράτος τους αναγκαίους πόρους, δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε ιδιαίτερα.


Η αφέλεια αυτή ήταν εν μέρει προϊόν της ηλικίας: όταν δεν πληρώνεις φόρους, δύσκολα προβληματίζεσαι για τη διαχείριση των δημόσιων δαπανών. 
Αντανακλούσε, όμως, και μια ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη στη χώρα μας, σύμφωνα με την οποία το κράτος γίνεται αντιληπτό ως ένας αυτοδύναμος παροχέας αγαθών και υπηρεσιών. Πράγματι, μολονότι η κλοπή του δημοσίου χρήματος πάντοτε ενοχλούσε, δεν συνέβαινε το ίδιο με την απλόχερη διάθεσή του. Το παράδειγμα των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ίσως ακραίο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ρίζωσε, μ’ άλλα λόγια, στην κοινωνία μια αντίληψη, που αντιμετώπιζε τις δημόσιες δαπάνες ως ένα μέγεθος εντελώς αποκομμένο και άσχετο από την φορολόγηση των πολιτών.


Αναμφίβολα, η στάση αυτή δεν ήταν καθόλου άσχετη ούτε με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή ούτε με τις πηγές των πόρων. 
Δουλειά του κράτους ήταν ο εντοπισμός των πόρων (με έμφαση στα ευρωπαϊκά κονδύλια και τον φθηνό δανεισμό) και δουλειά των πολιτών η ατομική και συλλογική «απορρόφησή» τους - μια χαρακτηριστική λέξη της πρόσφατης περιόδου της Ιστορίας μας. Από κει ξεπήδησε και η λογική του «δώσε και μένα μπάρμπα», που κυριάρχησε ώς τώρα.


Να σημειώσω εδώ, πως η διεκδίκηση κρατικών πόρων δεν ενέχει κάτι το ασυνήθιστο. 
Μάλιστα, αρκετοί πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν, πως αποτελεί την ουσία της πολιτικής και πως βασική λειτουργία της δημοκρατίας είναι η οργάνωση της διεκδίκησης αυτής με ειρηνικό και οργανωμένο τρόπο. 
Εκείνο όμως που είναι ασυνήθιστο, είναι η αποσύνδεση, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική συνείδηση, της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στη συλλογή των πόρων και τη διανομή τους.
Η αποσύνδεση αυτή γίνεται ακόμα περισσότερο διακριτή αν συνδυαστεί με το σύνδρομο «του τρίτου πληθυντικού». Είτε έχει κανείς παράπονο για κάτι που δεν δουλεύει καλά, είτε εγείρει κάποια απαίτηση, συνηθίζει την αναφορά σε αόριστους τρίτους: 
«Γιατί δεν κάνουν τίποτα;» Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ποιοι είναι οι αόριστοι αυτοί τρίτοι που θεωρούνται υπόλογοι για μια τεράστια γκάμα δημόσιων ή ιδιωτικών, συλλογικών ή ατομικών δραστηριοτήτων: «Πού είναι το κράτος;» Η χρήση του τρίτου πληθυντικού είναι ιδιαίτερα βολική, γιατί μας αποσυνδέει εντελώς από οποιαδήποτε συμμετοχή ή ευθύνη. 
Είναι εύκολο π.χ. να διαμαρτύρεται κανείς γιατί το κράτος δεν ξοδεύει περισσότερα για τη συντήρηση ενός δημόσιου χώρου, την ίδια στιγμή που εμείς είτε συμβάλλουμε στην υποβάθμισή του είτε σφυρίζουμε αδιάφορα όταν τον βλέπουμε να υποβαθμίζεται. 
Ετσι καλλιεργήθηκε ο συνδυασμός μιας μαξιμαλιστικής και γενικευμένης (αλλά πάντοτε αόριστης) γκρίνιας με μια καθημερινή κριτική χαλαρότητα και αδράνεια που ουσιαστικά ενθάρρυνε και δικαιολογούσε τη δημόσια σπατάλη.


Η φορολογική επίθεση που εξαπέλυσε πρόσφατα η κυβέρνηση, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας ή απροθυμίας της να εφαρμόσει τις αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις, είναι δυσάρεστη και πιθανότατα θα αποδειχθεί αναποτελεσματική. 
Εχει όμως και μια αθέατη θετική πλευρά: συμβάλλει, με έναν ακραίο τρόπο, στη βελτίωση της οικονομικής παιδείας στην χώρα μας - μιας παιδείας που ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Από δω και μπρος, δύσκολα οι πολίτες θα αντιμετωπίζουν με την ίδια γαλαντομία τις παροχές του κράτους, ως, δηλαδή, κάτι το εντελώς μακρινό που δεν τους αφορά άμεσα. 
Σιγά σιγά, θα μάθουν να λειτουργούν πολύ πιο κριτικά και όχι μόνο με αοριστολογίες τρίτου πληθυντικού. Εννοείται πως η αλλαγή αυτή δεν αρκεί. Είναι όμως ένα μεγάλο πρώτο βήμα.


Το να μαθαίνεις από τα παθήματά σου είναι μια στραβή μέθοδος, που θα επέλεγαν μόνον οι ανόητοι, ιδίως μάλιστα όταν η γνώση κάθε άλλο παρά στερνή είναι.
Γι’ αυτό έχουν τεράστια ευθύνη όσοι (δημοσιογράφοι και διανοούμενοι) όχι μόνο δεν την καλλιέργησαν, αλλά συχνά και ενσυνείδητα την απέκρυψαν. 
Τελικά, μπορεί να ξενίζει που χρειάστηκε το πάθημα της φοροεπιδρομής για να αρχίσει να εμπεδώνεται η αντίληψη πως οι δημόσιες δαπάνες είναι κάτι που αφορά όλους, και μάλιστα ατομικά.  
Ως πάθημα, πάντως, ωχριά μπροστά στις συνέπειες που θα είχε μια οικονομική κατάρρευση και επιστροφή στη δραχμή. Δυστυχώς, όμως, αυτό θα αποδειχθεί το σκληρότερο μάθημα, αν αναβάλουμε κι άλλο την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr