Του Ναπολέοντος Μαραβέγια*
Η ελληνική οικονομία έχει μπει σε έναν βαθύ υφεσιακό κύκλο από τον οποίο πολύ δύσκολα θα βγει.
Η συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ τα τρία τελευταία χρόνια (2009 2%, 2010 4,2%, 2011 5,5%) αγγίζει το 12%. Οι προβλέψεις για το 2012 είναι...
στο -2,5%, αν όλα εξελιχθούν σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.
Τα περιθώρια άσκησης αντιυφεσιακής πολιτικής με αύξηση της δημόσιας δαπάνης είναι ανύπαρκτα (εκτός των πόρων του ΕΣΠΑ), η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων από το εξωτερικό ή το εσωτερικό είναι αμφίβολη μέσα σε υφεσιακό περιβάλλον αβεβαιότητας και, τέλος, η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται συνεχώς, λόγω των περικοπών των μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο και λόγω της μείωσης των μισθών και της αύξησης της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Η συρρίκνωση της οικονομίας οδηγεί σε απόγνωση τους πολίτες, ιδίως αυτούς που απολύονται ή που κλείνουν τις επιχειρήσεις τους, χωρίς ελπίδα να επαναπροσληφθούν ή να ανοίξουν νέα επιχείρηση, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης.
Ομως, πέρα από το καθημερινό πρόβλημα των περισσότερων πολιτών, καθώς μειώνεται το ύψος των εισοδημάτων και ο όγκος των συναλλαγών, μειώνεται και η απόδοση της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας και συρρικνώνονται έτσι τα δημόσια έσοδα.
Παράλληλα, η αύξηση τόσο της ανεργίας όσο και των συνταξιοδοτήσεων συρρικνώνει τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και αυξάνει τα επιδόματα.
Ετσι, παρά τη μείωση των συντάξεων, αυξάνονται οι δαπάνες του κράτους για τη στήριξη των ταμείων.
Οι στόχοι, συνεπώς, που τίθενται για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν, με αποτέλεσμα να απαιτείται νέα μείωση των δαπανών (μείωση μισθών-συντάξεων, δημόσιων επενδύσεων) και νέα αύξηση των εσόδων (αύξηση φόρων και τελών) που με τη σειρά τους συρρικνώνουν το διαθέσιμο εισόδημα εξοργίζοντας τους πολίτες, ενώ ο κύκλος της οικονομίας συρρικνώνεται και πάλι, περιορίζοντας τα φορολογικά έσοδα κ.ο.κ.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, που άρχισε τον Μάιο του 2010 στα πλαίσιο του μνημονίου, φαίνεται το 2011 να υστερεί σε σχέση με τους στόχους (παρά τη μείωση του ελλείμματος κατά επτά περίπου ποσοστιαίες μονάδες σε δύο χρόνια), ενώ το κοινωνικό κόστος είναι τεράστιο.
Από όλους, σχεδόν, αναγνωρίζεται, ότι το «απροσδόκητο» μέγεθος της ύφεσης οδήγησε στις αστοχίες. Οι ευθύνες όμως γι' αυτό το γεγονός δεν μπορούν εύκολα να κατανεμηθούν.
Πόσο ευθύνεται η «συνταγή» της τρόικας και πόσο ευθύνεται η χώρα, που δεν εφάρμοσε σωστά τα συμφωνηθέντα, παίρνοντας μόνο, διοικητικά εύκολα, εισπρακτικά μέτρα (μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση της φορολογίας) και καθυστερώντας τα, διοικητικά και πολιτικά δυσκολότερα, διαθρωτικά μέτρα (περιορισμός του δημόσιου τομέα, σύλληψη φοροδιαφυγής κ.ά.)
Φαίνεται ότι κατά την αρχική διαπραγμάτευση, μάλλον δεν εκτιμήθηκαν όσο χρειαζόταν ούτε η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας (μόνο 50% των εργαζομένων είναι μισθωτοί και άρα συνεπείς φορολογούμενοι), ούτε οι δυνατότητες (πολιτικές και διοικητικές) της χώρας να εφαρμόσει σε ελάχιστο χρόνο σύνθετα διαρθρωτικά μέτρα, ούτε ο τρόπος αντίδρασης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (αύξηση της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής, απότομη μείωση της κατανάλωσης, μαζική ανάληψη καταθέσεων, αντίσταση στη μείωση των τιμών σε συνθήκες ύφεσης κ.ά.).
Ετσι, οι στόχοι που συμφωνήθηκαν με την τρόικα από την αρχή, ήταν, ίσως, απραγματοποίητοι για τα δεδομένα της χώρα μας.
Δυστυχώς σήμερα, έπειτα από τόση προσπάθεια, τα περιθώρια αναθεώρησης των συμφωνηθέντων στόχων μοιάζουν ανύπαρκτα, ενώ η αξιοπιστία της χώρας μας και η βιωσιμότητα του χρέους της όλο και περισσότερο αμφισβητούνται διεθνώς, με απροσδιόριστες συνέπειες.
*Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών nmarav@pspa.uoa.gr
ΠΗΓΗ: enet.gr