9 Οκτ 2011

Οι Γερμανοί ζητούν γην και ύδωρ για... ψίχουλα επενδύσεων


«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατόν οι έλληνες επιχειρηματίες να βγάζουν τα κεφάλαιά τους έξω, αντί να επενδύουν στη χώρα τους, και να ζητούν από τους Γερμανούς να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα».
 Αυτή ήταν η απάντηση-καρφί του...

Χανς Πίτερ Καϊτέλ, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Βιομηχανιών (DBI), στην πρόσκληση που έκανε ο Γ. Παπανδρέου, να έρθουν οι Γερμανοί για επενδύσεις στη διάρκεια της ομιλίας του έλληνα πρωθυπουργού σε εκδήλωση του Συνδέσμου.

Ανάλογη δήλωση έγινε και από τον γερμανό υπουργό Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ που την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκε στην Αθήνα επικεφαλής ομάδας επιχειρηματιών.

Ο πρόεδρος του DBI έριξε το καρφί του στους έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι τα χρόνια της κρίσης έχουν αναγάγει σε νέο εθνικό άθλημα τη μεταφορά σημαντικών κεφαλαίων σε τράπεζες του εξωτερικού (κυρίως της Ελβετίας), την ίδια περίοδο που άλλοι επενδύουν σημαντικά κεφάλαια σε αγορές γειτονικών χωρών.


Αποτελούσε, ωστόσο, και προειδοποίηση του γερμανού επιχειρηματία προς τον έλληνα πρωθυπουργό για το υψηλό - κατ' αυτούς - εργατικό κόστος, το οποίο καθιστά μη ανταγωνιστική την ελληνική αγορά έναντι της βουλγαρικής, ρουμανικής ή χωρών της κεντρικής Ευρώπης.

Είναι η δεύτερη φορά που η γερμανική πλευρά θέτει το ζήτημα των αμοιβών (είχε προηγηθεί πρόσφατα το Γερμανοελληνικό Βιομηχανικό-Εμπορικό Επιμελητήριο). Τους τελευταίους μήνες έχει τεθεί διακριτικά και η πρόταση για τη δημιουργία Επιχειρηματικών Ζωνών Ειδικών Χαρακτηριστικών (εργασιακών, φορολογικών, χρηματοδότησης κ.ά.).

Και αν οι Γερμανοί πιέζουν για τη συρρίκνωση του εργατικού κόστους και τη διαμόρφωση αγοράς στα πρότυπα των ανατολικών χωρών και της Βαλκανικής, οι έλληνες επιχειρηματίες παραμένουν απόντες από την - υποτιθέμενη - εθνική προσπάθεια για την ανάταξη της χώρας.  

Αποτελεί κοινό μυστικό στην επιχειρηματική πιάτσα πως ο ένας στους δύο επιχειρηματίες (και όχι μόνο) έχει φροντίσει να μεταφέρει σημαντικό μέρος της περιουσίας του στο εξωτερικό.

Η συμμετοχή των ελλήνων εφοπλιστών, για παράδειγμα, ελάχιστα έλαβε ουσιαστική επενδυτική μορφή, με τη δημιουργία νέων μονάδων, θέσεων εργασίας ή ακόμη με τον επαναπατρισμό κεφαλαίων. Οι όποιες κινήσεις περιορίστηκαν στον τομέα των ΜΜΕ, του αθλητισμού, της αγοράς ακινήτων ή της μόχλευσης χρηματιστηριακής υπεραξίας. Αδιάψευστος μάρτυρας η μηδαμινή ναυπηγική δραστηριότητα στην Ελλάδα.

Τη στιγμή που η χώρα καυχάται για την, πάνω από 5.000 χρόνια, ναυτική παράδοσή της, το εφοπλιστικό λόμπι επαίρεται για την πρωτοκαθεδρία του στις διεθνείς θάλασσες, τα 2-3 ελληνικά ναυπηγεία φυτοζωούν. Είναι ενδεικτικό πως μόνο το 2010 δόθηκαν παραγγελίες για 490 πλοία (κάθε κατηγορίας) συνολικής χωρητικότητας 49,5 τόνων DWT, ενώ στο πρώτο εξάμηνο (2011) παραγγέλθηκαν άλλα 88 μεταφορικά πλοία αξίας 5,8 δισ. δολαρίων σε κορεατικά και κινεζικά ναυπηγεία, στα ελληνικά δεν επιδιορθωνόταν ούτε καν μία... προπέλα κάποιου μικρού σκάφους.

Βέβαια, ο αντίλογος παραπέμπει στη διαχρονική αδυναμία των κυβερνήσεων να διαμορφώσουν ένα ελκυστικό επενδυτικό πρόγραμμα, να συγκροτήσουν ενιαία φορολογική πολιτική και να προσφέρουν κίνητρα για να μην φύγουν ελληνικά κεφάλαια στο εξωτερικό.

Η ουσία είναι πως τα κέρδη των ελλήνων εφοπλιστών, οι οποίοι θεωρούνται από τους ισχυρότερους του κόσμου, έχουν επενδυθεί ως επί το πλείστον στο εξωτερικό και ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., η ναυτιλία της Ελλάδας είναι μια «απόκρυφη» οικονομική δύναμη. 

Θα ήταν λοιπόν σωτήριο, αν ένα μέρος των κεφαλαίων αυτών μπορούσε να διατεθεί σε παραγωγικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Του Μ. ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ gel@enet.gr
ΠΗΓΗ: enet.gr