6 Αυγ 2011

Η επανεκκίνηση του λαϊκισμού


Του Ηλια Κατσικα
Ας δεχθούμε, ότι, όλοι οι διεθνείς φορείς και οργανισμοί που ασχολούνται με το ελληνικό πρόβλημα, έχουν κάνει λάθος και δεν είδαν έγκαιρα αυτό που στη Ν. Δ. διέβλεψαν, ήδη, από πέρυσι:
ότι το Μνημόνιο ήταν «ολέθριο σφάλμα», γιατί βύθισε την οικονομία σε ύφεση το...
δε Μεσοπρόθεσμο είναι, επίσης, καταδικασμένο να αποτύχει, επειδή παραβλέπει μια σημαντική προϋπόθεση: την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Τι θα σήμαινε, στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, μια τέτοια παραδοχή; Οχι και πολλά πράγματα, αν δεν έχουμε την απάντηση στο εξής ερώτημα: με τι εργαλεία πολιτικής μπορούμε να την επιδιώξουμε;

Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.) ο στόχος αυτός υπηρετείται με τη βοήθεια της παλιά δοκιμασμένης συνταγής, δηλαδή τη διατήρηση της ζήτησης σε υψηλά επίπεδα. Το βασικό σημείο κριτικής της Ν.Δ. στο Μνημόνιο εστιάστηκε στην περικοπή μισθών και εισοδημάτων και την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, οι οποίες από κοινού περιόρισαν τη ζήτηση και δημιούργησαν, κατά την προσφιλή τους έκφραση, ασφυξία στην αγορά. Το ενδεχόμενο ανάληψης επενδύσεων για την ανάκαμψη της αγοράς θεωρείται, εν μέσω ύφεσης, στόχος ανεδαφικός.

Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν την καλύτερη ευκαιρία για οικονομική αναδιάρθρωση και ο αποτελεσματικότερος τρόπος υλοποίησής της είναι η αλλαγή στη δομή των επενδύσεων. Μόνο μέσα σε ένα περιβάλλον γενικής απραξίας οι νέες επενδύσεις αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και δίνουν τον δικό τους τόνο στην οικονομία.
Η προσέγγιση των δύο σταδίων την οποία ευαγγελίζεται η Ν.Δ., πρώτα ανάκαμψη και μετά επενδύσεις και αναδιάρθρωση, αν και ευλογοφανής, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Για την ελληνική οικονομία η πραγματοποίηση επενδύσεων, που θα ικανοποιούν υφιστάμενη ζήτηση, αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης και ευημερίας.

Το επίδικο, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στη στρατηγική της ανάκαμψης, αλλά και στον προσανατολισμό της οικονομίας.
Τα προγράμματα όλων των διεθνών οργανισμών δίνουν έμφαση στο ριζικό αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος θα στηρίζεται στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την προώθηση των εξαγωγών.
Η στρατηγική αυτή συνδέεται και με την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού, από παραδοσιακούς, αποτελματωμένους τομείς, με χαμηλή παραγωγικότητα, σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας. Σ’ αυτό το σχέδιο πολιτικής, η μείωση της εσωτερικής ζήτησης που προκαλείται από την εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας, όχι μόνο δεν βλάπτει την ανάπτυξη αλλά την ωφελεί, ενισχύοντας περαιτέρω τις εξαγωγές. Στην προσέγγιση της τρόικας, η μείωση του βιοτικού επιπέδου δεν συνιστά απλώς έναν όρο δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά και ένα αναγκαίο στάδιο για το πέρασμα σε μια άλλη αναπτυξιακή στρατηγική.


Στη Ν.Δ., αντίθετα, αυτό που κατανοούν ως επανεκκίνηση, είναι της οικονομίας που ξέραμε.
Δηλαδή, της οικονομίας της οποίας η συμμετοχή του τριτογενούς τομέα στο ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο και που στο πεδίο της υλικής παραγωγής, έξω από ένα περιορισμένο αριθμό προϊόντων, τα μόνα που ξέρει να παράγει, είναι η κύρια και η εξοχική κατοικία, της οικονομίας της οποίας το 30% του εργατικού της δυναμικού είναι αυτοαπασχολούμενοι σε μικροσκοπικές, συχνά παρασιτικές, μονάδες του εμπορίου με μηδαμινή παραγωγικότητα.

Η επιβίωση μιας τέτοιας οικονομίας είναι εφικτή μόνο με περαιτέρω δανεισμό. Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει, είναι ποιες πολιτικές σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από την εμμονή της Ν.Δ. για επανεκκίνηση της οικονομίας.

Μέσα από την επανεκκίνηση της οικονομίας η Ν. Δ. επιχειρεί τον προσεταιρισμό μερίδας των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία η κρίση απειλεί με εξαφάνιση. Οι κλαυθμοί για τη μεσαία τάξη που συρρικνώνεται, για τα λουκέτα που πολλαπλασιάζονται, για την αγορά που στεγνώνει, έχουν ένα κοινό μοτίβο. Τη λήψη μέτρων για τη διάσωση μιας τάξης που χάνεται.
Επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο, παρά πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, για τη διάσωση επαγγελμάτων, τα οποία φυτοζωούν στις παρυφές του καπιταλισμού και επιβιώνουν χάριν της σπατάλης, που συνοδεύει την πλαστή ευημερία του πληθυσμού, αλλά και χάριν της παρουσίας ενός σύμμαχου αναποτελεσματικού κράτους, που τα επιδοτεί ανεχόμενο τη φοροδιαφυγή και άλλες παρατυπίες.

Αναμφίβολα, η ανασυγκρότηση της οικονομίας θα έχει ως επακόλουθο εκτεταμένη ανεργία.
Η ιδέα της εισφοράς αλληλεγγύης για τη στήριξη των ανέργων (να μην ξεχάσουμε τους μακροχρόνια άνεργους) είναι λαμπρή για δύο λόγους: πρώτον, επειδή θα ανακουφίσει τα περισσότερο δοκιμαζόμενα τμήματα του πληθυσμού και δεύτερον επειδή μπορεί να αντιστρέψει την εικόνα αλληλοεξόντωσης και κυνισμού που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων μέχρι σήμερα. Τότε, δηλαδή, που η κάθε μία επιχειρούσε να αποσπάσει προνόμια για λογαριασμό της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της δράσης της πάνω στις άλλες. 
Είναι καιρός να αποδείξουμε, ότι παραμένουμε οργανωμένη και πολιτισμένη κοινωνία, στην οποία η αλληλεγγύη και η συνεννόηση υπερισχύουν της ιδιοτέλειας και του διχασμού. 

Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η ελληνική οικονομία θα βγει από την ύφεση. Τα σημαντικά ερωτήματα είναι πρώτον, πόσο γρήγορα αυτό θα συμβεί και δεύτερο, πώς θα διασφαλίσουμε ότι θα είναι ανθεκτικότερη από τη σημερινή.

* Ο κ. Ηλίας Κατσίκας, είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr