19 Δεκ 2010

Αν έλειπε απ΄ τον ουρανό μας το φεγγάρι...


Η Σελήνη συντροφεύει τη Γη εδώ και 4,5 δισ. χρόνια, από τα πρώτα στάδια της δημιουργίας της. Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για τη γέννησή της. Μια από αυτές υποστήριζε ότι σχηματίστηκε σε κάποια άλλη περιοχή και περνώντας από τη «γειτονιά» μας συνελήφθη....

βαρυτικά σε τροχιά γύρω από τη Γη. Αυτό όμως δεν είναι συμβατό με την παρατηρήσιμη τιμή της στροφορμής του συστήματος. Κάποια άλλη πρότεινε ότι αποκολλήθηκε από τη νεαρή Γη όταν αυτή ήταν ακόμη ρευστή.

Η «Θεία» της Σελήνης

Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι κάποιος μικρός πλανήτης, λίγο μικρότερος πιθανώς από τον Αρη, ίσος περίπου με το ένα δέκατο της μάζας της Γης,συγκρούστηκε με τη Γη, πράγμα το οποίο εκείνη την περίοδο δεν ήταν κάτι το ασύνηθες . Κατά τη σύγκρουση αυτή ένα πολύ μεγάλο μέρος της μάζας του «χαμένου» αυτού πλανήτη- ο οποίος έχει ονομαστεί Θεία από τη μητέρα τής Σελήνης στη μυθολογία - και ένα σημαντικό μέρος της μάζας των εξωτερικών στρωμάτων της Γης έλιωσαν και εκτοξεύτηκαν στο Διάστημα. Καθώς άρχισαν να ψύχονται, τα πιο βαριά κομμάτια μάζας έπεσαν ξανά στη Γη, ενώ τα υπόλοιπα συνέχισαν να περιστρέφονται γύρω της και, αλληλοσυγκρουόμενα, σχημάτισαν τελικά τη Σελήνη. Αυτό δικαιολογεί το γεγονός ότι η σύσταση της Γης και της Σελήνης μοιάζουν τόσο πολύ.

Χωρίς βουνά και ηφαίστεια

Η θεωρία αυτή δικαιολογεί επίσης τη μορφολογία των εξωτερικών στρωμάτων της Γης και το γεγονός ότι διαθέτει ευκίνητες λιθοσφαιρικές πλάκες. Μετά την πρόσκρουση με τη Θεία ο φλοιός της Γης, έχοντας χάσει ένα μεγάλο τμήμα του, ψύχθηκε και σχηματίστηκε ξανά. Ο νέος φλοιός υπολογίζεται ότι ήταν κατά 70% λεπτότερος από τον αρχικό με αποτέλεσμα να σπάει πιο εύκολα. Σύμφωνα με ορισμένους γεωλόγους, αυτή είναι η αιτία σχηματισμού των λιθοσφαιρικών πλακών, που με τις συγκρούσεις τους δημιούργησαν τις ηπείρους και τις μεγάλες οροσειρές της Γης.
 
Χωρίς ζωή;

Οι τεκτονικές πλάκες αποτελούν επιπλέον καθοριστικό παράγοντα για το κλίμα ενός πλανήτη και για την ανάπτυξη της ζωής σε αυτόν. Οταν οι πλανητολόγοι συζητούν για το κατά πόσον ένας πλανήτης μπορεί να φιλοξενήσει ζωή, λαμβάνουν υπόψη τους αν έχει ή όχι τεκτονική δραστηριότητα.
 
Χωρίς παλίρροια

Η παλίρροια ανακάτεψε τα νερά της Γης, ευνοώντας τη ζωή και βοήθησε την ημέρα μας να μεγαλώσει
Από τη στιγμή της δημιουργίας τους η Γη και η Σελήνη αποτελούν ένα ζευγάρι τόσο στενά συνδεδεμένο, ώστε ορισμένοι πλανητολόγοι μιλούν για «διπλό πλανήτη». Το κάθε σώμα περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του, ενώ ταυτόχρονα η Σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη και η Γη περιφέρεται γύρω από τον Ηλιο. Αυτός ο μόνιμος «χορός» κυβερνάται από τις βαρυτικές δυνάμεις που διέπουν ολόκληρο το Σύμπαν, με μια σειρά αποτελεσμάτων. Ενα από αυτά είναι οι παλίρροιες, ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται μόνο στο «φούσκωμα» των νερών που βλέπουμε στις θάλασσές μας, αλλά έχει πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις.
Eνώ όλα τα σημεία της Γης εξαναγκάζονται να περιφέρονται με την ίδια γωνιακή ταχύτητα γύρω από το κέντρο κίνησης, αυτά που βρίσκονται προς τη μεριά της Σελήνης δέχονται ισχυρότερη βαρυτική δύναμη,αφού είναι πιο κοντά στη Σελήνη, ενώ αυτά που βρίσκονται προς την αντίθετη πλευρά δέχονται μεγαλύτερη φυγόκεντρο δύναμη, αφού είναι πιο μακριά από το κέντρο μάζας». Το αποτέλεσμα είναι ότι η Γη παύει να έχει απολύτως σφαιρικό σχήμα, οι ωκεανοί της, αλλά σε ένα βαθμό και η στερεά της επιφάνεια, διογκώνονται τόσο προς τη Σελήνη όσο και προς την αντίθετη πλευρά, δημιουργώντας την παλίρροια.

Χωρίς 24ωρο

Ο άξονας του σχεδόν ελλειπτικού σχήματος των ωκεανών που δημιουργείται- του λεγόμενου παλιρροϊκού εξογκώματος- δεν συμπίπτει ακριβώς με την ευθεία που ενώνει τα κέντρα της Γης και της Σελήνης. Εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς ανάμεσα στην περίοδο περιστροφής της Γης (24 ώρες) και την περίοδο περιφοράς της Σελήνης (περίπου 28 ημέρες) και λόγω της τριβής μεταξύ του νερού και του στερεού πυθμένα των ωκεανών, ο άξονας του εξογκώματος μετατοπίζεται και δεν «κοιτάζει» τη Σελήνη ακριβώς σε ευθεία αλλά με απόκλιση περίπου 10 μοιρών. Λόγω αυτής της απόκλισης, το παλιρροϊκό εξόγκωμα ασκεί ροπή τόσο στη Γη όσο και στη Σελήνη, προσπαθώντας έτσι να αλλάξει τον ρυθμό περιστροφής και περιφοράς των δύο σωμάτων. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι,επειδή η συνολική στροφορμή διατηρείται σταθερή καθώς η συνολική ενέργεια του συστήματος μειώνεται,η Σελήνη απομακρύνεται σιγά-σιγά από τη Γη δηλαδή η ακτίνα της τροχιάς της μεγαλώνει- και η συχνότητα περιστροφής της Γης μειώνεται.

Το φρενάρισμα που επιφέρει η Σελήνη του πλανήτη, έχει οδηγήσει στην ημέρα των 24 ωρών που γνωρίζει η ζωή στη Γη. Υπολογίζεται ότι η διάρκεια της περιστροφής της Γης όταν πρωτοσχηματίστηκε ήταν γύρω στις εννέα ώρες.
 
Χωρίς δέντρα

Μια τόσο γρήγορη περιστροφή του πλανήτη σημαίνει ότι η ατμόσφαιρά του θα περιστρεφόταν και αυτή με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω από την επιφάνειά του δημιουργώντας μόνιμες θύελλες με ανέμους που κινούνται με ταχύτητες 200 χιλιομέτρων την ώρα. Σε τέτοιες συνθήκες μάλλον δεν θα μπορούσε να φυτρώσει ούτε χορτάρι,πόσω μάλλον τα δέντρα.
 
Θάλασσες χωρίς αλάτι

Το σεληνόφως βοήθησε τους προγόνους των σημερινών θηλαστικών να επιβιώσουν στην εποχή των δεινοσαύρων
Πριν από 4,5 δισ. χρόνια, όταν όλα στο ηλιακό μας σύστημα βρίσκονταν στα πρώτα στάδια του σχηματισμού τους, η Γη περιστρεφόταν πολύ πιο γρήγορα, ενώ η Σελήνη βρισκόταν πολύ πιο κοντά της με αποτέλεσμα οι παλίρροιες να είναι περισσότερο συχνές και πολύ πιο έντονες- δέκα φορές μεγαλύτερες απ΄ ό,τι σήμερα. Την περίοδο εκείνη έχουμε τεράστια τσουνάμι, τα οποία χτυπάνε τις ηπείρους και διαβρώνουν το έδαφος με αποτέλεσμα να μεταφέρουν μέσα στο θαλασσινό νερό άλατα και οργανική ύλη. Αυτά τα υλικά, που έπεφταν στο νερό και ανακατεύονταν διαρκώς, κατέληξαν τελικά να δημιουργήσουν ένα μείγμα με τις κατάλληλες χημικές ενώσεις για να αναπτυχθεί η ζωή.

 Χωρίς εποχές και σταθερό κλίμα

Φανταστείτε τη Γη σαν μια σβούρα. Με βάση τη γήινη εμπειρία μας, μας φαίνεται πολύ φυσικό ότι αυτή η σβούρα θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από έναν ελαφρώς κεκλιμένο, ίσως, αλλά σχεδόν κατακόρυφο άξονα. Στο Διάστημα όμως τα πράγματα δεν λειτουργούν ακριβώς έτσι. Εξαιτίας της βαρυτικής δύναμης που οι πλανήτες ασκούν ο ένας στον άλλο, οι άξονες περιστροφής τους δεν είναι πάντοτε κάθετοι στο επίπεδο της τροχιάς τους και κυρίως δεν είναι πάντοτε σταθεροί. Ο άξονας του Αρη π.χ. μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να έχει κλίση 24 μοιρών, περίπου όσο αυτός της Γης, αλλά ύστερα από μερικές χιλιάδες χρόνια να γυρίσει στις 60 μοίρες, αλλάζοντας εντελώς την οπτική γωνία του πλανήτη σε σχέση με τον Ηλιο. Η Γη έχει τη σπάνια τύχη να έχει έναν άξονα περιστροφής ο οποίος παραμένει σχεδόν σταθερός σε κλίση περίπου 23 μοιρών και αυτό το οφείλει αποκλειστικά και μόνο στην παρουσία της Σελήνης.

Γιατί αυτό είναι τύχη; Για δύο λόγους: Αν δεν υπήρχε αυτή η γωνία των περίπου 23 μοιρών, αν ο άξονας περιστροφής μας ήταν κατακόρυφος, δεν θα υπήρχε αυτό που ξέρουμε σαν φαινόμενο των εποχών - τουλάχιστον όχι με τη μορφή που το ξέρουμε.
Χωρίς τη βαρυτική επιρροή του δορυφόρου μας οι παρέλξεις που ασκούν ο Ηλιος και οι άλλοι πλανήτες, θα μπορούσαν να «περιστρέφουν» τον άξονά μας με ακανόνιστο τρόπο, με τη λόξωση να παίρνει όλες τις δυνατές τιμές από 0 ως 90 μοίρες. Αυτό σημαίνει ότι θα είχαμε ανά περιόδους δραματικές κλιματικές μεταβολές.
 
Χωρίς φως τη νύχτα, χωρίς θηλαστικά

Ο δορυφόρος μας έχει χαρακτηριστικά μοναδικά στο πλανητικό μας σύστημα. Η παρουσία του διατηρεί τον άξονα περιστροφής της Γης σε σχεδόν σταθερή κλίση, προσφέροντας ισορροπία στο κλίμα της
Αν δεν υπήρχε η Σελήνη οι νύχτες μας θα ήταν πολύ πιο σκοτεινές. Αυτό- θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος- είναι μεν δυσάρεστο αλλά σίγουρα δεν αποτελεί και τη συντέλεια του κόσμου, θα είχαμε βρει κάποιον τρόπο για να προσαρμοστούμε σε αυτή την πραγματικότητα. Ναι σίγουρα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα υπήρχαμε, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ίσχυε χωρίς το φως του φεγγαριού. Οταν οι δεινόσαυροι επικράτησαν στη Γη πριν από περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια, οι μακρινοί θερμόαιμοι πρόγονοι των σημερινών θηλαστικών έτρεξαν να κρυφτούν. Εξαναγκάστηκαν να βγαίνουν προς αναζήτηση της τροφής τους τη νύχτα. Αν και δεν ήταν νυκτόβια όντα, το ημίφως που η Σελήνη προσφέρει στον πλανήτη μας τις περισσότερες νύχτες του έτους βοήθησε οπωσδήποτε πολύ στην επιβίωσή τους. Σιγά-σιγά, με το πέρασμα των χρόνων, τα μάτια τους προσαρμόστηκαν στη «νυχτερινή όραση»: η ίρις απέκτησε την ικανότητα να διαστέλλεται περισσότερο για να αφήνει να περάσει μεγαλύτερη ποσότητα φωτός, ενώ ο αμφιβληστροειδής ενισχύθηκε με την παραγωγή της ροδοψίνης, μιας πρωτεΐνης που εμπλέκεται στην παραγωγή των φωτοευαίσθητων κυττάρων που «βλέπουν» στο αμυδρό φως.
Χωρίς το σεληνόφως κανείς δεν μπορεί να ξέρει, αν θα υπήρχαμε σήμερα. Και οπωσδήποτε θα είχαμε χειρότερη όραση.

ΠΗΓΗ: το βημα on-line