28 Οκτ 2010
Πως οι ΗΠΑ εξαπολύουν εναν νέο χρηματοπιστωτικό παγκόσμιο πόλεμο,του Μ. Χάντσον
Τι θα εμποδίσει τις τράπεζες των ΗΠΑ και τους πελάτες τους να δημιουργήσουν 1 τρισ., 10 τρισ. ή ακόμα και 50 τρισ. δολάρια μέσα από τα πληκτρολόγια των υπολογιστών τους, για να αγοράσουν όλα τα ομόλογα και μετοχές στον κόσμο, μαζί με όλη τη γη και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία προς πώληση, με την ελπίδα να αποκομίσουν κεφαλαιακά κέρδη και...
να τσεπώσουν τη διαφορά των επιτοκίων (τα σπρεντς), χρησιμοποιώντας δανεικά με κόστος επιτοκίου μικρότερο από 1%;
Αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται σήμερα.
Η δημοσιονομία αποτελεί τη νέα μορφή εχθροπραξιών. [...] Είναι ένας ανταγωνισμός δημιουργίας πίστωσης για να εξαγοραστούν ξένοι πόροι, ακίνητα, δημόσιες και ιδιωτικοποιημένες υποδομές, χρεόγραφα και εταιρικές μετοχές. Ποιος χρειάζεται έναν στρατό, όταν είναι σε θέση να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό (νομισματικό πλούτο και ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων) απλά με οικονομικά μέσα; Το μόνο που χρειάζεται είναι οι κεντρικές τράπεζες να δεχτούν πίστωση σε δολάρια υποτιμημένης διεθνούς αξίας ως πληρωμή για τοπικά περιουσιακά στοιχεία. […]
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δαιμονοποιούν ξένες χώρες, λέγοντας ότι «χειραγωγούν τα νομίσματα» επιθετικά, κρατώντας χαμηλά την τιμή τους. Όμως, το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν τα νομίσματά τους για να μην υπερτιμηθούν έναντι του δολαρίου από τους κερδοσκόπους που χρησιμοποιούν το αρμπιτράζ και τους κερδοσκόπους του χρηματιστηρίου που πλημμυρίζουν τις χρηματιστηριακές αγορές τους με δολάρια. Οι ξένες κεντρικές τράπεζες είναι αναγκασμένες ή να επιτρέψουν παθητικά στα εισρέοντα δολάρια να οδηγήσουν σε υπερτίμηση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους -πετώντας τις εξαγωγές τους εκτός των παγκόσμιων αγορών- ή να ανακυκλώσουν αυτή την εισροή δολαρίων σε βραχυπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα που αποδίδουν μόνο 1% και των οποίων η ανταλλακτική αξία συνεχώς μειώνεται. [...]
Η «ποσοτική διευκόλυνση» («Quantitative easing -έκδοση χρήματος) αποτελεί έναν ευφημισμό για το πλημμύρισμα των οικονομιών με πίστωση, που σημαίνει χρέος, στην άλλη πλευρά του ισολογισμού. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διοχετεύει ρευστό και αποθεματικά στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μειώσει τα επιτόκια, ώστε να δώσει «διέξοδο» στις τράπεζες που κατέχουν υποθήκες πολύ υψηλότερης αξίας από τα σπίτια που αποτελούν εμπράγματες εγγυήσεις τους, ως αποτέλεσμα των επισφαλών δανείων της φούσκας των ακινήτων του 2008. Αλλά γιατί οι τράπεζες να δώσουν δάνεια, όταν το ένα τρίτο των σπιτιών στις ΗΠΑ είναι φθηνότερα από τις υποθήκες και ως αποτέλεσμα του αποπληθωρισμού του χρέους η οικονομία συρρικνώνεται;
Το πρόβλημα είναι ότι η ποσοτική διευκόλυνση των ΗΠΑ οδηγεί το δολάριο προς τα κάτω και τα άλλα νομίσματα προς τα επάνω, προς μεγάλη ικανοποίηση των κερδοσκόπων, που απολαμβάνουν γρήγορα και εύκολα κέρδη. Για να υπερασπιστούν αυτό το σύστημα οι Αμερικανοί διπλωμάτες απειλούν να βυθίσουν την παγκόσμια οικονομία σε χρηματοπιστωτική αναρχία, εάν άλλες χώρες δεν συμφωνήσουν σε μια επανάληψη της συμφωνίας Πλάζα του 1985 (1) «ως ένα πιθανό πλαίσιο για την μεθόδευση μιας πτώσης του δολαρίου και την αποφυγή ενδεχόμενων αποσταθεροποιητικών εμπορικών ανταγωνισμών». [...]
Αλλά ο κόσμος έχει την εμπειρία της συμφωνίας Πλάζα που εκτροχίασε την ιαπωνική οικονομία, υποχρεώνοντάς την να ανατιμήσει το νόμισμά της, ενώ ταυτόχρονα έπεφταν τα επιτόκια λόγω της τεράστιας πίστωσης που διόγκωσε τη φούσκα των ακινήτων. Η εναλλακτική λύση έναντι ενός νέου νομισματικού πολέμου «εκτός κάθε ελέγχου», όπως υπέδειξαν οι ομάδες πίεσης των τραπεζών, είναι «να φτάσουμε σε μια ευρύτερη κατανόηση για το πού θα έπρεπε να κατευθυνθούν τα νομίσματα». Εντούτοις, ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντ. Στρος-Καν ήταν πιο ρεαλιστής: «Δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχει διάθεση για μια νέα συμφωνία σαν εκείνη του Πλάζα ή του Λούβρου», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου. «Ζούμε σε άλλες εποχές». […](Currency war fears dominate IMF talks, Financial Times, 9/10/2010, and, Easy Money Churns Emerging Markets, Wall Street Journal, 8/10/ 2010).
Την παραμονή των συνεδριάσεων του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον πρόσθεσε:: «Κατανοούμε πως πρέπει να ισχύσουν κάποια στοιχεία κεφαλαιακών ελέγχων».
Έτσι, το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι πόσο καιρό θα ενδίδουν οι άλλες χώρες, καθώς το συσσωρευμένο κόστος αυξάνεται σε τεράστιο βαθμό; Ο κόσμος αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα στην χρηματοπιστωτική αναρχία και στην υπαγωγή σε έναν νέο οικονομικό εθνικισμό των ΗΠΑ. Αυτό είναι που ωθεί τις άλλες (καπιταλιστικές) χώρες να δημιουργήσουν ένα άλλο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήδη έχει ζήσει ένα μακροχρόνιο και ανεπιτυχές πείραμα «ποσοτικής διευκόλυνσης» με το ιαπωνικό carry trade [δανεισμός σε νόμισμα με χαμηλά επιτόκια για τοποθέτηση σε άλλα νομίσματα με υψηλότερα] που εμφανίστηκε αμέσως μετά την οικονομική φούσκα του 1990. Το ρευστό που διοχέτευσε στις τράπεζες η Τράπεζα της Ιαπωνίας τους επέτρεψε να δανείζουν γιεν σε κερδοσκόπους με χαμηλό επιτόκιο προκειμένου να αγοράσουν υψηλής απόδοσης τίτλους. Η Ισλανδία, για παράδειγμα, πλήρωνε 15%. Έτσι, τα ιαπωνικά γιεν μετατράπηκαν σε ξένα νομίσματα και η συναλλαγματική ισοτιμία τους έτεινε να μειώνεται.
Το 2006 οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είχαν αναπτύξει μια ίδιου τύπου φούσκα, στα χρηματιστήρια και στα ακίνητα. Αφού έσκασε το 2008, έκαναν το ίδιο με τις ιαπωνικές τράπεζες. Επιδιώκοντας να βοηθήσει τις αμερικανικές τράπεζες να αυξήσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχαν στα χέρια τους, η Fed πλημμύρισε την οικονομία με πίστωση. Στόχος ήταν να παράσχει στις τράπεζες μεγαλύτερη ρευστότητα, με την ελπίδα πως θα έδιναν περισσότερα δάνεια σε εγχώριους οφειλέτες. Η οικονομία «θα δανειζόταν για να βγει από το χρέος», προκαλώντας τεχνητή αύξηση τιμών στα ακίνητα, τις μετοχές και τα χρεόγραφα, ώστε να αποφευχθούν οι κατασχέσεις κατοικιών και ο επακόλουθος αφανισμός των εγγυήσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Αυτό εκδηλώνεται, σήμερα, καθώς η ρευστότητα των ΗΠΑ μετακυλίεται στις ξένες οικονομίες, αυξάνοντας τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Πρόσφατα ο Τζ. Στίγκλιτς εξήγησε πως αντί να βοηθήσει την παγκόσμια ανάκαμψη, η «πλημμυρίδα ρευστότητας» από την Fed και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί «χάος» στις ξένες αγορές συναλλάγματος. [...]
Η ποσοτική διευκόλυνση επιδοτεί τη φυγή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ, ανεβάζοντας τις ισοτιμίες άλλων νομισμάτων
Πιθανώς, η ποσοτική διευκόλυνση του διοικητή της Fed Μ. Μπερνάνκι να μην υιοθετήθηκε με σκοπό να αποδιοργανώσει το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή να πυροδοτήσει έναν κερδοσκοπικό συναλλαγματικό κύκλο που να αναγκάσει άλλες χώρες να υπερασπιστούν τις οικονομίες τους απορρίπτοντας το δολάριο ως νόμισμα-παρία. Ωστόσο, αυτό είναι το αποτέλεσμα της απόφασης της Fed το 2008 να διατηρηθούν μεγάλα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν, ώστε να αποκτήσουν ξανά τη χαμένη αξία τους οι αγορές ακινήτων και οι χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ. Ο στόχος είναι να αποκτήσουν την παλιά τους αξία τα σπίτια, να σωθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών και έτσι να σωθεί η κυβέρνηση από την αγορά άχρηστων χαρτιών, κάτι που φαίνεται πολιτικά αδύνατο δεδομένης της διάθεσης των πλειοψηφίας των Αμερικανών.
Ο στόχος, όμως, δεν υλοποιείται. Η νέα δημιουργία πίστωσης από την Fed δεν αυξάνει τα τραπεζικά δάνεια για την κτηματαγορά, τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις. Οι τράπεζες δεν δανείζουν μέσα στη χώρα. Εισπράττουν τα προηγούμενα δάνεια. Γι’ αυτό η αποταμίευση στις ΗΠΑ αυξήθηκε απότομα. H «αποταμίευση» που εμφανίζεται (από 0 στο 3% του ΑΕΠ) παίρνει τη μορφή πληρωμής του χρέους με μετρητά και όχι δημιουργίας ρευστών κεφαλαίων. Ακριβώς όπως ο αποθησαυρισμός εκτρέπει έσοδα από την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, έτσι και η πληρωμή του χρέους συρρικνώνει το, προς δαπάνη, εισόδημα.
Έτσι, ο Μπερνάνκι δημιούργησε 2 τρισ. νέας πίστωσης στην Fed. Και τώρα (Οκτώβρης 2010) η Fed προτείνει την αύξηση έκδοσης χρήματος κατά ακόμα 1 τρισ. δολάρια μέσα στο επόμενο έτος. Αυτό είναι που εκτόξευσε την τιμή του χρυσού και έκανε τους επενδυτές να δραπετεύσουν από τα αδύναμα «χάρτινα νομίσματα» από τις αρχές του Σεπτέμβρη, αυτό ώθησε τις άλλες χώρες να προστατέψουν αναλόγως τις δικές τους οικονομίες.
Κανέναν δεν εκπλήσσει το ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν σε μια οικονομία που συρρικνώνεται από τον αποπληθωρισμό του χρέους. Το σύνολο της ποσοτικής διευκόλυνσης έχει φύγει στο εξωτερικό, κυρίως σε Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. [...]
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε πώς όλα αυτά αποτελούν την ουσία της ελεύθερης αγοράς. «Δεν είναι καλό για τον κόσμο, για την επίλυση αυτού του ευρύτερου προβλήματος να βασίζεται στις ΗΠΑ», είπε ο Τ. Γκάιτνερ (υπ. Οικονομικών).
Έτσι, οι άλλες χώρες λύνουν το πρόβλημα μόνες τους. Η Ιαπωνία προσπαθεί να κρατήσει χαμηλά την ισοτιμία της πουλώντας γιεν και αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα, προκειμένου να διατηρήσει αλώβητο το carry trade, καθώς αυτοί που κάνουν αρμπιτράζ πληρώνουν ξανά με γιεν που δανείστηκαν νωρίτερα για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης, αλλά όλο και πιο ριψοκίνδυνο, κρατικό χρέος από χώρες όπως η Ελλάδα. Η αποπληρωμή αυτών των δανείων ώθησε προς τα πάνω την ισοτιμία του γιεν κατά 12% έναντι του δολαρίου, μέχρι στιγμής. Στις 5 Οκτωβρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας Μασαάκι Σιρακάβα ανήγγειλε πως η Ιαπωνία δεν «είχε άλλη επιλογή» παρά να «δαπανήσει 5 τρισ. γιεν (60 δισ. δολάρια) για να αγοράσει κρατικά ομόλογα, εταιρικά συμβόλαια δανεισμού, επενδυτικά αμοιβαία κεφάλαια σε ακίνητα και κεφάλαια που εμπορεύονται ισοτιμίες - τα δύο τελευταία κατά παράβαση παλαιότερων πρακτικών».
Αυτή η «στείρωση» της μη επιθυμητής χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας είναι ακριβώς η πρακτική για την οποία επέκριναν οι ΗΠΑ την Κίνα. Η Κίνα επιχείρησε να ανακυκλώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με πιο «φυσιολογικούς» τρόπους, επιδιώκοντας να αγοράσει αμερικανικές εταιρίες. Όμως το Κογκρέσο δεν άφησε την CNOOC να αγοράσει διυλιστήρια πετρελαίου πριν από λίγα χρόνια και η καναδική κυβέρνηση πιέζεται τώρα να μπλοκάρει την προσπάθεια της Κίνας να αγοράσει την καναδική ποτάσα. Έτσι, η Κίνα και άλλες χώρες δεν έχουν επιλογές πλην του να κρατούν τα νομίσματά τους σταθερά αγοράζοντας αμερικανικά και ευρωπαϊκά ομόλογα.
Κερδοσκοπία: Δομικό στοιχείο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος
Αυτό είναι το πρόβλημα όλων των χωρών σήμερα. Όπως έχει οικοδομηθεί, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ανταμείβει την κερδοσκοπία και δυσκολεύει τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τη σταθερότητα χωρίς αναγκαστικά δάνεια προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που έχει επί πολύ καιρό το μονοπώλιο σχεδόν στην παροχή αποθεματικών προς την κεντρική τράπεζα. Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, οι έμποροι αρμπιτράζ πετυχαίνουν διπλό κέρδος: το περιθώριο αρμπιτράζ ανάμεσα στην απόδοση της Βραζιλίας που είναι σχεδόν 12%, όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, και στο κόστος της αμερικανικής πίστωσης (1%) συν το κέρδος ισοτιμίας που προκύπτει από το γεγονός ότι η εκροή από δολάρια σε ρεάλ έχει ανεβάσει την ισοτιμία του ρεάλ περίπου κατά 30% -από 2,50 δολάρια στις αρχές του 2009 στο 1,75 την περασμένη εβδομάδα. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και την ικανότητα χρησιμοποίησης της μόχλευσης, δηλ. με 1 εκατ. ιδίων κεφαλαίων (εγγύηση) μπορεί κανείς να αγοράσει ξένα χρεόγραφα αξίας 100 εκατ., ο ρυθμός απόδοσης είναι 3.000% από τον Ιανουάριο του 2009. Η Βραζιλία είναι περισσότερο θύμα παρά ωφελημένη αυτού που κατ’ ευφημισμό λέγεται «εισροή κεφαλαίου». Η εισροή ξένου χρήματος έχει αυξήσει την αξία του ρεάλ κατά 4% μέσα σε ένα μήνα μόνο (από την 1/9 ως τις αρχές Οκτωβρίου). Η αύξηση του περασμένου έτους έχει διαβρώσει την ανταγωνιστικότητα των βραζιλιάνικων εξαγωγών, ωθώντας την κυβέρνηση να επιβάλει φόρο 4% στις ξένες αγορές των ομολόγων της, στις 4/10, για να αποτρέψει την άνοδο του νομίσματος. «Δεν είναι απλώς ένας νομισματικός πόλεμος», είπε ο υπουργός Οικονομικών τη Δευτέρα. «Τείνει να γίνει εμπορικός πόλεμος και αυτό μας ανησυχεί». Και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ταϊλάνδης Βόνγκβατου Πότιρατ προειδοποίησε πως η χώρα του μελετούσε την επιβολή παρόμοιων φόρων και περιορισμών στο εμπόριο του νομίσματος, για να αποτρέψει την άνοδο του μπατ, ο δε Σουμπίρ Γκόκαρν, αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Ινδίας, ανήγγειλε ότι η χώρα του εξετάζει επίσης τις άμυνές της ενάντια στη «δυνητική απειλή» των εισροών κεφαλαίων.
Αυτά τα κεφάλαια δεν παρέχουν χρήματα για απτές επενδύσεις. Είναι αρπακτικά και προκαλούν διακύμανση του νομίσματος που διαταράσσει τα εμπορικά πρότυπα, ενώ δημιουργεί τεράστια εμπορικά κέρδη για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους πελάτες τους. [...]
Το δυνητικά μεγαλύτερο κερδοσκοπικό βραβείο απ’ όλα είναι μια ανατίμηση του κινεζικού ρενμίμπι. Η Επιτροπή Εσόδων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στηρίζει αυτό τον τζόγο ζητώντας από την Κίνα να αυξήσει την ισοτιμία της κατά 20% όπως υποδεικνύουν το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Μια ανατίμηση αυτής της τάξης μεγέθους θα επέτρεπε στους κερδοσκόπους να βάλουν 1 εκατ. δολάρια για να δανειστούν 99 και να αγοράσουν κινεζικά ρενμίμπι σε μελλοντικό χρόνο. Η ζητούμενη ανατίμηση θα παρήγαγε ένας κέρδος 2.000% ή 20 εκατ., μετατρέποντας το στοίχημα των 100 εκατ. δολαρίων (από τα οποία μόνο το 1 είναι «σοβαρό χρήμα») σε 120 εκατ. δολάρια. Οι τράπεζες μπορούν να εμπορεύονται με πολύ μεγαλύτερα, σχεδόν άπειρα περιθώρια μόχλευσης.
Αυτά τα χρήματα τα έχουν ήδη αρπάξει κερδοσκοπώντας με βραζιλιάνικα, ινδικά και κινεζικά χρεόγραφα και χρεόγραφα άλλων χωρών των οποίων οι ισοτιμίες ωθήθηκαν προς τα πάνω λόγω της φυγής της πίστωσης από το δολάριο, το οποίο έχει πέσει 7% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων από τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε την προοπτική της «ποσοτικής διευκόλυνσης». Την εβδομάδα πριν από τη σύνοδο του ΔΝΤ [8-11/9] το ταϊλανδέζικο μπατ και η ινδική ρουπία εκτοξεύτηκαν εν όψει του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπλόκαραν κάθε προσπάθεια από ξένες χώρες να αλλάξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να κάμψουν τον αποδιοργανωτικό νομισματικό τζόγο.
Από τον κανόνα του χρυσού, στον κανόνα των αμερικανικών ομολόγων και στην αναρχία της «ελεύθερης πίστωσης»
Πράγματι, η απόκλιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες στη σύνοδο του ΔΝΤ απειλεί να προκαλέσει την πιο σοβαρή ρήξη από την κατάρρευση της Νομισματικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, το 1933. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται για άλλη μια φορά με διάλυση, εκτροχιάζοντας τις σχέσεις εμπορίου και επενδύσεων σ’ όλο τον κόσμο – ή μπορεί να πάρει μια νέα μορφή όπου οι ΗΠΑ θα είναι απομονωμένες εν όψει του διαρθρωτικού μακροχρόνιου ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών τους. [...]
Τον Αύγουστο του 1971, οι πολεμικές δαπάνες στο Βιετνάμ και σε άλλες ξένες χώρες ανάγκασαν τις ΗΠΑ να αναστείλουν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Ως επί το πλείστον από αδράνεια, οι κεντρικές τράπεζες συνέχισαν να ρυθμίζουν τα ισοζύγια πληρωμών τους με ομολογίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Δεν υπήρχε άλλο περιουσιακό στοιχείο σε επαρκή προσφορά για να σχηματίσει τη βάση αποθεματικού των κεντρικών τραπεζών. Όμως, η αντικατάσταση του χρυσού -ενός καθαρού περιουσιακού στοιχείου- με το αμερικανικό χρέος σε δολάρια μετασχημάτισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα βασίστηκε στο χρέος και όχι σε περιουσιακά στοιχεία. Και γεωπολιτικά, ο κανόνας των ομολόγων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών κατέστησε τις ΗΠΑ άτρωτες από τους παραδοσιακούς περιορισμούς του ισοζυγίου πληρωμών και χρηματοπίστωσης, επιτρέποντας στις κεφαλαιαγορές τους να γίνουν όλο και πιο εξαρτώμενες από τη μόχλευση και «καινοτομικές». Επέτρεψε, επίσης, στην αμερικανική κυβέρνηση να διεξάγει εξωτερική πολιτική και στρατιωτικές εκστρατείες χωρίς να νοιάζεται για το ισοζύγιο πληρωμών.
Το πρόβλημα είναι ότι η προσφορά πίστωσης σε δολάρια είναι δυνητικά άπειρη. Η «πληθώρα δολαρίων» έχει αυξηθεί αναλογικά με το έλλειμμα πληρωμών των ΗΠΑ. Η αύξηση αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία έχουν πάρει τη μορφή της ανακύκλωσης εισροών δολαρίων σε νέες αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων – κάτι που καθιστά τις ξένες κεντρικές τράπεζες (και τους φορολογούμενους) υπεύθυνες να χρηματοδοτούν το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος του αμερικανικού προϋπολογισμού. Το γεγονός ότι αυτό το έλλειμμα είναι κυρίως στρατιωτικό εκ φύσεως -και χρησιμοποιείται για σκοπούς που πολλοί ξένοι ψηφοφόροι καθόλου δεν εγκρίνουν- καθιστά αυτή τη παγίδευση ιδιαίτερα ενοχλητική. Έτσι δεν εκπλήσσει κανέναν το ότι οι ξένες χώρες αναζητούν εναλλακτική λύση. Σε αντίθεση με τα όσα λένε τα ΜΜΕ, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ -και συνεπώς τα πλεονάσματα άλλων χωρών- δεν είναι κατά πρώτο λόγο εμπορικό. Οι στρατιωτικές δαπάνες στο εξωτερικό έχουν επιταχυνθεί μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σ. Ένωσης το 1991. Ακόμη πιο σημαντική ήταν η αύξηση των εκροών κεφαλαίου από τις ΗΠΑ. Οι τράπεζες δάνειζαν στις ξένες κυβερνήσεις χωρών του Τρίτου Κόσμου, σε άλλες ελλειμματικές χώρες για να καλύψουν τα ελλείμματα των εθνικών πληρωμών, σε ιδιώτες δανειστές για να αγοράσουν ξένες υποδομές που ιδιωτικοποιούνταν, ξένες μετοχές και ομόλογα, σε εμπόρους αρμπιτράζ που δανείζονταν με χαμηλό επιτόκιο για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης ομόλογα στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι τα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών των άλλων χωρών να μην απορρέουν κυρίως από τις εμπορικές σχέσεις, αλλά από τη χρηματιστική κερδοσκοπία και τα έμμεσα αποτελέσματα των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ.
(1) Η Συμφωνία που έγινε στο ξενοδοχείο Πλάζα της Ν. Υόρκης (1985) μεταξύ της Γαλλίας, της Δ. Γερμανίας, της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου αφορούσε την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το γιεν με παρεμβάσεις στις νομισματικές αγορές. Ο λόγος ήταν διπλός: μείωση του αμερικανικού ελλείμματος και βοήθεια προς την αμερικανική οικονομία που είχε εισέλθει σε σοβαρή ύφεση.
Οι επερχόμενοι έλεγχοι κεφαλαίου
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα καταρρέει επειδή οι νομισματικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ αλλάζουν τους κανόνες που είχαν τεθεί πριν από μισό αιώνα. Πριν να αποσυνδεθεί το δολάριο από τον χρυσό το 1971, ουδείς φανταζόταν πως μια οικονομία -ιδίως των ΗΠΑ- θα δημιουργούσε απεριόριστη πίστωση μέσω πληκτρολογίων ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς να βλέπει ότι το νόμισμά της καταβυθίζεται. Αυτό όμως συμβαίνει τώρα που κυριαρχεί ο κανόνας των αμερικανικών ομολόγων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ξένες χώρες μπορούν να εμποδίσουν την άνοδο των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου (και συνεπώς το πέταγμα της εργασίας και των εξαγωγών τους από τις ξένες αγορές) μόνο (1) με την ανακύκλωση των εισροών δολαρίου σε ομόλογα των ΗΠΑ, (2) με την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων ή (3) με την αποφυγή χρήσης του δολαρίου ή άλλων νομισμάτων που χρησιμοποιούν οι κερδοσκόποι στις οικονομίες που προωθούν την «ποσοτική διευκόλυνση». [...] Η Βραζιλία έκανε ένα μετριοπαθές βήμα χρησιμοποιώντας τη φορολογική πολιτική αντί των άμεσων ελέγχων κεφαλαίου, όταν φορολόγησε τους ξένους αγοραστές των ομολόγων της, την περασμένη εβδομάδα.
Αν και άλλες χώρες ακολουθήσουν, αυτό θα αναστρέψει την πολιτική των ανοικτών και απροστάτευτων αγορών κεφαλαίου που υιοθετήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η τάση απειλεί να οδηγήσει στο είδος της νομισματικής πρακτικής που βρίσκουμε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1950: διπλές ισοτιμίες, μία για τις χρηματοπιστωτικές κινήσεις και άλλη μία για το εμπόριο. Αυτό θα σήμαινε, πιθανώς, την αντικατάσταση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με μια νέα ομάδα θεσμών στην οποία οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ευρωζώνη θα ήταν απομονωμένες.
Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, το ΔΝΤ προτείνει να λειτουργήσει σαν «κεντρική τράπεζα» δημιουργώντας τον επονομαζόμενο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, «χάρτινο χρυσό» - τεχνητή πίστωση με τη μορφή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων. Ωστόσο, άλλες χώρες παραπονούνται ήδη ότι οι μεγάλοι προωθητές του κερδοσκοπικού αμπιτράζ -ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωζώνη- διατηρούν τον έλεγχο των ψήφων. Και τα άρθρα της Συμφωνίας του ΔΝΤ εμποδίζουν τις χώρες να προστατευτούν, χαρακτηρίζοντας την αυτοπροστασία «παρέμβαση» στις «ανοικτές κεφαλαιαγορές». Έτσι, το αδιέξοδο φαίνεται πως θα είναι μόνιμο. [...] Οι χώρες του BRIC δημιουργούν το δικό τους παράλληλο σύστημα. Τον Σεπτέμβριο η Κίνα υποστήριξε μια ρωσική πρόταση να αρχίσουν άμεσο εμπόριο μεταξύ γουάν και ρουβλιού. Έκανε μια ίδια συμφωνία με τη Βραζιλία. Και στις παραμονές της συνόδου του ΔΝΤ, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν σταμάτησε στην Ιστανμπούλ για να συνάψει συμφωνία με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν, με αντικείμενο τη χρήση των νομισμάτων τους για τον τριπλασιασμό του τουρκο-κινεζικού εμπορίου σε 50 δισ. δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια, ουσιαστικά, αποκλείοντας το δολάριο. «Προχωρούμε σε στρατηγική οικονομική συνεργασία... Σε όλες μας τις σχέσεις, συμφωνήσαμε να χρησιμοποιούμε τη λίρα και το γουάν», είπε ο κ. Ερντογάν.
Η παρούσα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση αποτελεί μέρος του τιμήματος που θα πληρωθεί εξαιτίας της άρνησης της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ να δεχθούν το πρωταρχικό αξίωμα της τραπεζικής: τα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν, δεν θα πληρωθούν. Προσπάθησαν να «σώσουν» το τραπεζικό σύστημα από τις διαγραφές χρεών το 2008 διατηρώντας το χρέος στις λειτουργικές δαπάνες.
Το βάρος της αποπληρωμής συνεχίζει να συρρικνώνει την αμερικανική οικονομία, ενώ ο τρόπος που η Κεντρική Τράπεζα βοηθάει τις άλλες τράπεζες τροφοδότησε μια πλημμυρίδα διεθνούς χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Αντιμέτωπες με το δίλημμα ή να εξομαλύνουν το παγκόσμιο εμπόριο ή να δώσουν ευκαιρίες στο αρπακτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ΗΠΑ και η Βρετανία έριξαν το βάρος τους στο δεύτερο. Οι οικονομίες που πλήττονται δικαίως αναζητούν εναλλακτικές διευθετήσεις.
*Ο Μ. Χάντσον είναι διακεκριμένος ερευνητικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, στο Κάνσας Σίτι.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr