Διακινείται σήμερα η άποψη, πως ο τρόπος που η αριστερά θα κατορθώσει να ξαναπάρει την ανιούσα, είναι, αν «κερδίσει το κέντρο».
Και επειδή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι, να είναι πιο φιλικοί προς την κυβέρνηση...
της ΝΔ και πιο εχθρικοί προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η κατεύθυνση που δίνουν οι δημοσιολόγοι είναι η ανάγκη απο-ριζοσπαστικοποίησης του λόγου των κομμάτων της αριστεράς (αν μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα πιο συναινετικά από τη συνθηκολόγηση του 2015), ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός και να προκύψει ξανά κυβερνητική εναλλαγή. Αυτό λίγο πολύ είναι το σχήμα (νομίζω πως δεν το αδικώ).Η άποψη αυτή, αν υιοθετηθεί, θα συνιστά αυτοχειριασμό της αριστεράς. Και αυτό γιατί το υποτιθέμενο «κέντρο» έχει ήδη κάνει την επιλογή του. Και η πολιτική του κατεύθυνση δεν είναι συγκυριακή: φτάνει πλέον να εκφράζεται σε ιστορικό αναθεωρητισμό, που αλλάζει την ιστορία αυτού που ήταν πολιτικά η παράταξη που συγκρούστηκε με τη Δεξιά, τουλάχιστον από τότε που η Αριστερά συγκροτήθηκε ως τέτοια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ιστορικού αναθεωρητισμού είναι το τελευταίο άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου για τις πλατείες των αγανακτισμένων (Η «πλατεία» ήταν γεμάτη, μα το νόημα είχε κάτι από τις φωνές;, Τα Νέα, 29/4/2021). Ο Βενιζέλος, πιστός στο αντιλαϊκιστικό αφήγημα, περιγράφει την «κλασική σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτική της ευθύνης που προκαλεί δυσαρέσκεια και παράγει κόστος και την πολιτική της αυτοαναφορικής και ανεξέλεγκτης «πεποίθησης» που διανέμει προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα».
Αλλά πάει ακόμα παραπέρα: “Η «πλατεία των αγανακτισμένων»”, γράφει, “ήταν το κάτοπτρο μιας κοινωνίας, που είχε δώσει το 2009 την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ” και μετέπειτα έγινε “το εκκολαπτήριο της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015”.
Γιατί όμως να φτάσουμε μόνο στο 2009; Ο Βενιζέλος τολμάει να γυρίσει πιο πίσω: «Ήταν κατά βάθος το «τύμπανο», που έβγαζε τους ύστατους ήχους μιας πολυσυλλεκτικής και ετερόκλητης κοινωνικής συμμαχίας, που στήριξε τις μεγάλες εκλογικές νίκες, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, των προηγούμενων δεκαετιών και τώρα έσπαζε τους δεσμούς της με την προηγούμενη κομματικής της έκφρασης και έψαχνε επειγόντως νέα, αρκεί αυτή να διατηρούσε το ίδιο επίπεδο κεκτημένων».
Όταν ο Βενιζέλος αναφέρεται στις μεγάλες εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ, εννοεί προφανώς και τη μεγαλύτερη τέτοια νίκη: αυτή του 1981. Και όταν αναφέρεται στην «πολυσυλλεκτική και ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία», εννοεί τη «συμμαχία των μη προνομιούχων», όπως την έλεγε τότε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, δηλαδή τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, όπως θα την περιέγραφε η Αριστερά.
Ας μην ασχοληθούμε εδώ, με το τί έκανε με αυτή τη συμμαχία η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (από την παραδοσιακή μέχρι την πιο εκσυγχρονισμένη). Το σημαντικό εδώ είναι, ότι ο Βενιζέλος φτάνει να υιοθετήσει το αντιλαϊκιστικό αφήγημα στην εξιστόρηση συνολικά του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή για να το πούμε απλά, να υιοθετήσει την κλασική επιχειρηματολογία της Δεξιάς για «τον Ανδρέα που καταχρέωσε τη χώρα», το «Τσοβόλα δώστα όλα» και ούτω καθεξής.
Γιατί όμως να σταματήσουμε εκεί; Αν φτάνει κανείς (και μάλιστα ο πρώην αρχηγός του ΠΑΣΟΚ) να νομιμοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την επιχειρηματολογία της Δεξιάς, γιατί να μείνουμε στα 80; Γιατί να μην γυρίσουμε στα 70, όταν χτίστηκε ο λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ σε ρήξη με το Κέντρο και απέναντι στη σύνεση του Εθνάρχη Καραμανλή; Αλλά, μήπως και στα 60 το ίδιο δεν έγινε; Όταν ο Γ. Παπανδρέου μοίραζε αυξήσεις στους μισθούς το 1963, όπως πάντοτε θυμάται στις συνεντεύξεις του ο μακαρίτης ο Μητσοτάκης; Και το «πεζοδρόμιο» διεκδικούσε να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις;
Η λογική κατάληξη του ιστορικού αναθεωρητισμού του σημερινού Κέντρου φτάνει, να απαρνηθεί ως ιστορικό δυστύχημα την πολιτική σύγκρουση με τη μετεμφυλιακή Δεξιά με όρους διακριτής παράταξης, μέσα στην οποία η Αριστερά έδρασε, επανανομιμοποιήθηκε και κάποιες φορές πρωταγωνίστησε. Πρόκειται (στην κυριολεξία) για την ιδεολογία της δυναστείας Μητσοτάκη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αυτήν εξέφρασε ο Βενιζέλος με το άρθρο του. Αυτήν δουλεύουν με βιβλία, εκδηλώσεις, άρθρα, σεμινάρια, κοκ, οι ιδεολογικοί ταγοί του σύγχρονου Μητσοτακισμού. Και αυτό το Κέντρο ζητάνε οι διάφοροι δημοσιολόγοι, να κατευνάσει η Αριστερά.
Απέναντι σε αυτόν τον ιστορικό αναθεωρητισμό, η Αριστερά πρέπει να αντισταθεί, ιδεολογικά και πολιτικά, πρώτα και κύρια υπερασπιζόμενη τις στιγμές που οι λαϊκές μάζες εισέβαλαν στο πολιτικό προσκήνιο, όπως το έκαναν με το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Όσοι διάλεξαν τον άλλο δρόμο, συνθηκολογώντας πολιτικά με την δεξιά παράταξη, μετέτρεψαν το ΠΑΣΟΚ από κόμμα του 40% (όταν έχανε) σε κόμμα του 4%. Και τώρα, φοράνε τον αντιλαϊκιστικό κορσέ στην ιστορία του τελευταίου μισού αιώνα, για να συγκαλύψουν τη συντριβή τους. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να τους ακολουθήσουμε.
Πηγή Θανάσης Καμπαγιάννης – f/b
vathikokkino.gr