Μεγάλη Εβδομάδα του 2016. Άγιο Όρος. Μονή Ιβήρων. «Μόνος». Με μόνο το Μάρκελλο ως την πλησίον οικογένεια μου και με μία άλλης ποιότητας εγγύτητα να με συνδέει πόρρωθεν με τη σύζυγο και τα παιδιά μου. Άλλο πρόγραμμα. Άλλος βιορυθμός. Μέσα σ’ ένα κλίμα ελευθερίας και μη καταπιεστικής..
φιλοξενίας. Στην «ποδιά» της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Με γρηγορούσα ηρεμία και καταλλαγή και με την αγχώδη διαταραχή σε αναστολή. Με βαθιές ανάσες οξυγόνωσης μες το καταστάλαγμα της δροσιάς των Αγίων. Με το χρόνο να μετριέται με τις ακολουθίες. Χωρίς έθιμα, ειθισμένα δεδομένα, αγορές, συναισθηματικά αναβολικά, μικρόφωνα και φιλαρμονικές. Χωρίς διαγγέλματα, επιτηδεύσεις και αυτοματοποιημένες συνήθειες και έξεις. Με τα λίγα ως πολλά και τα μέχρι τότε άγνωστα να δίδουν άλλο περιεχόμενο στα θεωρούμενα γνωστά. Με παύσεις γεμάτες ρυθμό και εσωτερικό καρδιακό παλμό. Σ΄ έναν ψυχικό σαββατισμό. Με το καθετί να εμπνέει σιωπηλά και να σου μιλά διακριτικά.Μέχρι και τη Μεγάλη Πέμπτη η έναρξη της ακολουθίας είναι στις τρεισήμισι το πρωΐ. Με το φακό από το δωμάτιο στο Ναό. Φωτοσκιάσεις Μοναχών στα στασίδια. Σταδιακή δια κηρών η φωταυγία. Προοδευτικά, γίνεται το σκοτάδι ήμερο φώς. Μέσα σε μία ατμόσφαιρα προετοιμασίας και υπαρξιακής αναμονής. Μέχρι τη μεγάλη έκρηξη, την πασχαλινή. Όπως αυτό εκφράζεται κατανυκτικά με το ,πριν το Ιδού ο Νυμφίος ή το Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, ψαλλόμενο σε αργό, αλλά όχι ράθυμο και μακρόσυρτο, μέλος, αλληλούια. Το ακούς και νιώθεις, λέει κάπου ο Γέροντας Βασίλειος ο Ιβηρίτης, σαν να βρίσκεσαι στην πρώτη ημέρα της Δημιουργίας, τότε που το Πνεύμα του Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Συντονίζεσαι σε έναν κυματοειδή ρυθμό, σαν παφλασμό, συμπαντικής κοσμογένεσης και εξανάστασης. Άλλωστε στο Όρος όλα τα αργά μουσικά μαθήματα, όπως τα λένε, αποδίδονται τόσο ρυθμικά που η μελωδία δεν κουράζει, αλλά ρέει σε μία αβίαστη δραστηριότητα μεταφοράς του λόγου και της προσμονής γι’ αυτό το πολύ μεγάλο που είναι κιόλας εγγύς.
Με το «Δι ‘ευχών», μόλις που έχει αρχίσει να φέγγει. Επιστροφή στο «κελλί». Πώς όμως να συνηθίσεις τόσο σύντομα την αλλαγή των ωραρίων; Στον ξενώνα υπάρχει ένα μπαλκονάκι που βλέπει στο Αιγαίο. Δεν είναι απλά η εκπληκτική θέα. Είναι αυτό με τις σταλαγματιές της αγάπης του Θεού σ’ όλη την κτίση που ψηλαφείς από εκεί κατά την του Αγίου Πορφυρίου ποιητική. Σταλάγματα αυτής της αγάπης δέχεσαι παντού: Στο Καθολικό, στην αυλή, στον περίπατο με το Μάρκελλο στα περιβόλια και τους αγρούς της Μονής, σε κάθε νοερό «ευλόγησον», όπου και δη, σαν από μία αείροη αρτεσιανή πηγή.
Προς το μεσημέρι τελείται ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Κατόπιν παρατίθεται τράπεζα με ανάλαδο, μα μόνο για μας τους λαϊκούς. Άφαντοι οι Μοναχοί. Άλλωστε τη Μεγάλη Εβδομάδα ο λόγος δίδεται στην εύγλωττη σιωπή. Και όποιος χρείαν έχει περισσεύματος προς ξηροφαγία, λειτουργεί δίπλα από την τελούσα σε αργία κουζίνα το λεγόμενο παξιμαδιό. Και πόσο γλυκό είναι το παξιμάδι αυτό ειδικά αν το βουτήξεις από το παρατηρητήριο εκείνου του μπαλκονιού στου Αιγαίου το νερό!
Τα απογεύματα, Απόδειπνο και Παράκληση στην Παναγία την Πορταΐτισσα. Και να οι εδαφιαίες μετάνοιες των Μοναχών στο εικόνισμα της! Εκδηλώσεις σεβασμού μα και άμεσης ζεστής σχέσης του κάθε μοναχογιού μετά της Γερόντισσας της Μονής, Μητέρας και Τροφού.
Κλείνοντας μέσα σου όλα αυτά και αφού ο ήλιος έχει δύσει πιά, αποσύρεσαι χωρίς κουβέντες και ερωτήσεις, όχι για να τα σκεφτείς και να τα εξηγήσεις, αλλά για να τα εγκολπωθείς και να τα (ξανα)ζήσεις…
Το Μυστήριο του Ευχελαίου τελείται Μεγάλη Πέμπτη πρωΐ. Σε μυρώνουν όλοι οι Ιερείς που λαμβάνουν μέρος. Ίστανται στον δεξιό χορό και περνά ο καθένας μας από όλους τους με τη σειρά, σε μία κίνηση κυκλοτερή που θα επαναληφθεί το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, στης Ανάστασης το χοροστάσι.
Ακολουθεί ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Οι χοροί των ψαλτών συνεχίζουν να εναλλάσσονται . Τούτη τη φορά ο αριστερός χορός εκτελεί χρέη δεξιού και γι’ αυτό θα πεί αντί Χερουβικού το του Δείπνου Σου του Μυστικού. Ψαλτική «δημοκρατία» εδώ.
Τράπεζα λιτή και εν συνεχεία σιγή. Αγνάντι από του μπαλκονιού τη βίγλα. Κεράσματα ευωδιών από τη φύση και ημεροφαή περπατήματα.
Η επόμενη σύναξη είναι για τις δωδεκάμισι τη νύχτα. Κυριολεκτικά εν τω μέσω της νυκτός. Ακολουθία των Παθών. Οι χοροί των ψαλτών έχουν ενισχυθεί. Έχουν φθάσει Κελλιώτες Μοναχοί για να εορτάσουν το Πάσχα στη Μονή. Κάποιοι από αυτούς ,όπως ο Γέροντας Αντύπας, είναι ξακουστοί ψάλτες. Και αρχίζει η Παννυχίδα. Τα αντίφωνα, δηλαδή τα τροπάρια μέχρι το Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, λέγονται όλα από δυό φορές. Ψάλλονται όμως τόσο ρυθμικά που δεν καταλαβαίνεις για πότε η ακολουθία έχει φθάσει κιόλας στα μισά. Ύμνοι συντόνως τεθηγμένοι. Συνεχής διαδοχή ψαλτών στα αναλόγια. Ανάγνωση των ευαγγελικών περικοπών από τους Ιερείς κατά την τάξη με πρώτο τον Ηγούμενο και δεύτερο τον και (Προ)ηγούμενο Γέροντα Βασίλειο. Έξοδος του Σταυρού. Και μετά την προσκύνηση, είναι ο Ηγούμενος, ο απλούς και ευλαβής πατήρ Ναθαναήλ, που αναλαμβάνει τους Μακαρισμούς: «Δια ξύλου ο Αδάμ παραδείσου γέγονεν άποικος…».
Έπος και μέλος; Ραψωδία; Καλύτερα ακόμη: Μυσταγωγία.
Πόσο δίκιο έχει ο Γέροντας Βασίλειος που λέει ότι όλα στην Εκκλησία είναι Μεγάλη Εβδομάδα και Θεία Λειτουργία!
Τελειώνει η ακολουθία. Σε λίγο θα αρχίζει να προβάλλει η ημέρα. Είναι η ώρα που μεταφέρουν τον Ιησού από του Καϊάφα εις το Πραιτώριο. Μεγάλη Παρασκευή…
«Εδώ δεν παρακολουθούμε μαθήματα θεολογίας και ιστορίας. Μετέχουμε στο δράμα της ανθρωπίνης ιστορίας που δεν είναι η αρχαία τραγωδία όπου δρα η ανθρώπινη ευφυΐα και καλλιτεχνία, αλλά είναι η θεία μυσταγωγία όπου όλα θεοπρεπώς ιερουργούνται, και γνωρίζεται ο Θεάνθρωπος Κύριος ως “ο προσφέρων και προσφερόμενος”, “υπέρ της του κόσμου ζωής” και σωτηρίας»(Γέροντας Βασίλειος για τη Μεγάλη Εβδομάδα)
Μεγάλες Ώρες. Δεήσεις και ικεσίες ενώπιον του Βασιλέως της Δόξης. Και τι περίεργο αλήθεια: Το «ο Βασιλεύς της Δόξης» δεν αναγράφεται στην παράσταση της Μεταμόρφωσης του Χριστού στο Θαβώρ ή της Ανάστασης Του, που θα ήταν με τη δική μας λογική πιο ταιριαστό, αλλά επιγράφεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ορθόδοξης εικονογραφίας, επί του Σταυρού. Γιατί ο Σταυρωθείς δεν ήταν απλά ο Ιησούς ο Ναζωραίος που ο Πιλάτος υποβίβασε σε «Βασιλιά των Ιουδαίων», ούτε το αθώο θύμα μιας σκευωρίας, αλλά ο ενανθρωπήσας Θεός πάνω στη δόξα Του που είναι η εκούσια θυσία και ο Σταυρός. Και γι’ αυτό τον αντικρίζεις στο Σταυρό να μην «κρεμιέται», να μην μορφάζει από τον πόνο και να μην συσπάται, αλλά σαν να κοιμάται, με τα χέρια ανοιχτά, σε αγκαλιά, και απολύτως, ως προς τον ηθελημένο θάνατο, κυριαρχικά.
Τελειώνοντας οι Μεγάλες Ώρες άρχεται ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής. Αποκαθήλωση. Και μετά, «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν ο Αριμαθείας καθείλε, την των απάντων ζωήν». Σχεδόν γονατιστοί λιτανεύουν επιτάφια το Σώμα του Χριστού. Μία από τις κεντρικότερες στιγμές του λειτουργικού χρόνου. Το τροπάριο σε μέλος αργό, αλλά όχι λυπητερό. Επειδή όμως η μελωδία είναι η ίδια με το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», το συναίσθημα σου ζητά να εκφραστεί και αυτό στο χαρτογραφημένο καμβά του πένθους και της θλίψης. Και ας μην είναι αυτό το νόημα και το πνεύμα του ύμνων και της ημέρας. Είναι εξάλλου πιο εύκολο να κλάψεις από το να κατανυγείς πνευματικά και να αλλάξεις μυαλά….
«Θα μπορούσε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο να κάνει τους πάντες να πιστέψουν. Δεν το έκανε, αλλά σήκωσε όλο το φορτίο και πέθανε.“Και πάντα υπομείνας άπαντας έσωσεν”. Και εδώ μπροστά τον βλέπουμε δολοφονημένο.“Πάντα ο αναμάρτητος εκουσίως καταδέχεται ίνα πάσι δωρήσηται την εκ νεκρών ανάστασιν”. Και τον νιώθουν κάποιες διαλυμένες και εξουθενωμένες υπάρξεις, σαν την αιμορροούσα και όχι οι σοφοί και επιστήμονες…». Γέροντας Βασίλειος στο προσκέφαλο του Επιταφίου της Ιβήρων, Μεγάλη Παρασκευή του 2016…
Τρεις με τέσσερις η ώρα. Ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Ψιλοβρέχει. Η μεγάλη καμπάνα χτυπά αργά. Το μόνο που ακούς είναι το «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας» και τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας να ζητά από τον Πιλάτο, κατά τον υμνογράφο, να του δώσει «τούτον τον ξένον». «Δώσε μου τούτο τον ξένο, του λέει, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον αποξένωσαν από τον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω».
Ψαλλομένου σε αργό μέλος του τροπαρίου αυτού, περιφέρουμε τον Επιτάφιο γύρω από το Ναό. Στις στάσεις που γίνονται μνημονεύονται οι κοιμηθέντες το προηγούμενο έτος Μοναχοί. Δεν σου βγαίνει λυγμός σ’ αυτή την περιφορά και το συναίσθημα ψάχνεται προς τα πού θα κινηθεί. Εν τέλει κάθεται ήσυχο και μιά άλλου είδους αίσθηση αναδύεται: Όλους και όλα τώρα, τους εγγύς και τους μακράν, τους ζώντες και όσους έχουν φύγει από τούτη τη ζωή, τους νιώθεις ενωμένους και αγκαλιασμένους . Δεν είναι άραγε αιωνιότητα αυτό;
Το επόμενο πρωινό, Μεγάλο Σάββατο το, εν αναμονή τελούν, σιωπηλό, με το που τελειώνει η ακολουθία των Ωρών, γίνεται μια διακοπή. Τι συμβαίνει ρωτάς, πάμε να φέρουμε την Παναγία σου απαντούν. Και πάμε όλοι μαζί στο Παρεκκλήσι που βρίσκεται πλησίον της θύρας της Μονής, όπου η Εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας και, άδοντας και ψάλλοντας, μεταφέρουμε την Εικόνα στον κεντρικό Ναό (στο λεγόμενο Καθολικό).Είναι σαν να της λέμε: «Λόγω του δεινού άλγους και του μεγάλου πόνου που ως μητέρα ένιωσες τότε που το γλυκύ σου έαρ έπασχε και σταυρωνόταν, δικαιούσαι να ακούσεις πρώτη το “Χριστός Ανέστη” και να προεξάρξεις στην Πανήγυρη»
Με την Πορταΐτισσα στο μέσον, ο Εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου και το «Ανάστα ο Θεός» δίνουν το παράγγελμα: Ετοιμαστείτε το βράδυ για ψυχικό χορό..
«Είναι κάποιοι σαν μεγάλα αεροπλάνα γεμάτα με πολλά εφόδια (γνώσεις, σπουδές, επιστημονικούς τίτλους, διαβάσματα, εμπειρίες, περγαμηνές), αλλά με μηχανή για μοτοσακό. Πώς να απογειωθεί ένα αεροπλάνο και μάλιστα τόσο πολύ φορτωμένο αν έχει μηχανή για μοτοσακό; Και είναι και κάποιοι άλλοι που δεν έχουν τις παραπάνω προϋποθέσεις και τα φορτώματα, γίνονται όμως πύραυλοι και απογειώνονται από το πουθενά…. »,ακούμε τον πατέρα Βασίλειο να μας λέγει στην αυλή ενώ κρατάμε τα βάγια της πρώτης Ανάστασης. Η συνέχεια προβλέπεται συναρπαστικά απογειωτική. Αρκεί να μην σε καθηλώσει το εγωιστικό και πολύξερο «μοτοσακό»..