17 Φεβ 2021

Δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για χιλιάδες συμβασιούχους του δημοσίου


Δικαίωση στον αγώνα χιλιάδων συμβασιούχων, έφερε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έκρινε τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Ελληνικού Συντάγματος, η οποία και απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ως ανίσχυρη.

Πλέον οι εργαζόμενοι όχι μόνο δικαιούνται αποζημίωση αλλά ανοίγει πια ο δρόμος και για τη μονιμοποίησή τους.

Μια σημαντική δικαστική εξέλιξη σημειώθηκε στο Λουξεμβούργο, αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε προ ημερών, ότι η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Ελληνικού Συντάγματος που ορίζει ζητήματα συμβάσεων των δημοσίων υπαλλήλων είναι ανίσχυρη, καθώς υπερισχύει η οδηγία της ΕΕ 1999/70.

Ειδικότερα η παράγραφος 8 του άρθρου 103 αναφέρει «νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».

Επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο απαγορεύεται η μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την υπ’αριθ. C-760/18/11-2-2021 απόφασή του, έκρινε αλλιώς. Αποτέλεσμα της απόφασης είναι, να δικαιωθεί ο αγώνας χιλιάδων συμβασιούχων στον δημόσιο τομέα ,που πλέον δικαιούνται αποζημίωση αλλά ανοίγει και ο δρόμος για τη μονιμοποίησή τους.


Διαβάστε αναλυτικά την απόφαση


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

 

της 11ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

 

«Προδικαστική παραπομπή –

 

Κοινωνική πολιτική –

 

Οδηγία 1999/70/ΕΚ –

 

Συμφωνία

-

πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το

CEEP

 –

 

Ρήτρα 5 –

 

Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων από τη χρησιμοποίησηδιαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου –

 

Συμβάσεις εργασίαςορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα –

 

Διαδοχικές συμβάσεις ή παράταση της πρώτηςσύμβασης –

 

Ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο –

 

Απόλυτη συνταγματική απαγόρευση τηςμετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου –

 

Υποχρέωσησύμφωνης ερμηνείας»

 

Στην υπόθεση C

760/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πουυπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

 

Μ.Β. κ.λπ.

 

κατά

 

Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου»,

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα

),

συγκείμενο από τους A. Kumin (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και P. G.Xuereb, δικαστές,

 

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

 

γραμματέας: A. Calot Escobar

 

 

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

 

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν

:

 –

 

ο Μ.Β. κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από την Ε. Χαφνάβη, δικηγόρο,

 

 –

 

ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου»,εκπροσωπούμενος από την Κ. Ζαχαράκη, δικηγόρο,

 

 –

 

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Ε.

-

Μ. Μαμούνα και E. Τσαούση,καθώς και από τον Κ. Γεωργιάδη,

 

 –

 

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Α. Μπουχάγιαρ και M.van Beek, στη συνέχεια, από τον Α. Μπουχάγιαρ,

 

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει τηνυπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

 

εκδίδει την ακόλουθη

 

Απόφαση

 

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 1 και τηςρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας

-

πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, πουσυνήφθη

 

στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία

-

πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στοπαράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τησυμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICEκαι το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

 

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Μ.Β.και άλλων εργαζομένων και, αφετέρου, του εργοδότη τους, ήτοι του Οργανισμού ΤοπικήςΑυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Νικολάου» (στο εξής: Δήμος ΑγίουΝικολάου), με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας τους ωςαπασχολούμενων με σχέση αορίστου χρόνου στην υπηρεσία καθαριότητας του εν λόγωδήμου.

 

 

 

Το νομικό πλαίσιο

 

Το δίκαιο της Ένωσης

 

3 Η ρήτρα 1 της συμφωνίας

-

πλαισίου έχει ως εξής:

 

«Σκοπός της παρούσας συμφωνίας

-

πλαισίου είναι:

 

α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση τηςεφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

 

β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τηχρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

 

4 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας

-

πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

 

«1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου”νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσααπευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται απόαντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωσησυγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.

 [...]»

5 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης»,ορίζει τα εξής:

 

«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίησηδιαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερααπό διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουνισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόποπου να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ήπερισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

 

 

α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ήσχέσεων εργασίας·

 

β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένουχρόνου·

 

γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

 

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οικοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ήσχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

 

α) θεωρούνται “διαδοχικές”·

 

β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

 6

Η ρήτρα 8 της συμφωνίας

-

πλαισίου, με τίτλο «Διατάξεις εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

 

«1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουνευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας

 

συμφωνίας.

 [...]»

Το ελληνικό δίκαιο

 

Οι συνταγματικές διατάξεις

 

7 Το 2001 προστέθηκαν στο άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος οι παράγραφοι 7και 8 οι οποίες έχουν ως εξής:

 

«7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα [...] γίνεταιείτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικάκριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. [...]

 

 

8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικούδικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά,για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιοτης παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά τοδεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί ναασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμομονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή τωνσυμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν καιως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου.»

 

Οι νομοθετικές διατάξεις

 

8 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου 2112/1920, περί υποχρεωτικήςκαταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Αʹ 67/18.3.1920), οοποίος προβλέπει προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις όσον αφορά τηνκαταγγελία των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, ορίζει τα εξής:

 

«1. Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναιμάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον. [...]

 [...]

3. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίαςμε ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δενδικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιντων περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντοςνόμου.»

 

9 Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ελληνικά δικαστήριαεφάρμοζαν διαχρονικά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, σε συνδυασμό,ιδίως, με τα άρθρα 281 και 671 του Αστικού Κώδικα και τις γενικές αρχές του ελληνικούΣυντάγματος, ιδίως το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 3, για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμότων σχέσεων εργασίας και προέβαιναν βάσει του ως άνω άρθρου 8, παράγραφος 3, στοννομικό χαρακτηρισμό ως «συμβάσεων αορίστου χρόνου» των συμβάσεων πουεμφανίζονταν ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα η ανανέωσήτους απέβλεπε στην εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη.

 

10 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατόπιν της αναθεωρήσεως του ελληνικούΣυντάγματος, τα ελληνικά δικαστήρια δεν δέχονται πλέον τη μετατροπή, βάσει του άρθρου8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που

 

συνάπτονται με εργοδότες του δημοσίου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Έκρινανότι η μετατροπή αυτή προσκρούει στην απαγόρευση μονιμοποίησης του προσωπικού τουδημοσίου τομέα την οποία προβλέπει το άρθρο 103 του αναθεωρημένου Συντάγματος,ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση ορισμένου χρόνου καλύπτει πάγιες και διαρκείςανάγκες του εργοδότη.

 

Οι διατάξεις σχετικά με τις παρατάσεις των συμβάσεων ορισμένου χρόνου τουπροσωπικού καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης

 

11 Κατά το άρθρο 205, παράγραφος 1, του κώδικα κατάστασης δημοτικών καικοινοτικών υπαλλήλων, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης επιτρέπεται να απασχολούνπροσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για τηναντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών.

 

12 Το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994, Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογήπροσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης (ΦΕΚ Aʹ 28/3.3.1994), ορίζει τα εξής:

 

«1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα […] επιτρέπεται να απασχολούνπροσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπισηεποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τηδιαδικασία των επόμενων παραγράφων.

 

2. Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παραγράφου 1 δεν μπορεί ναυπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στιςπεριπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσεςδιατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, ηδιάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιοάτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπήσε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες.

»

13 Το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012 (ΦΕΚ Αʹ 250/20.12.2012), όπως ίσχυε κατά τονχρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

 

«Οι ισχύουσες ατομικές συμβάσεις και όσες ατομικές συμβάσεις έχουν λήξει μέχρι καιενενήντα (90) ημέρες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την καθαριότητα τωνκτιρίων των δημοσίων υπηρεσιών, των ανεξάρτητων αρχών, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ν.Π.Ι.Δ. καιτων Ο.Τ.Α., όπως επίσης για κάθε είδους Υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. αρμόδιες για τηνκαθαριότητα, καθώς και για την εξυπηρέτηση αναγκών καθαριότητας σε άλλες Υπηρεσίεςτων Ο.Τ.Α., παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι και τις 31.12.2017, κατά παρέκκλιση κάθεάλλης διάταξης. Στην ως άνω παράταση δεν εμπίπτουν οι ατομικές συμβάσεις που

 

συνήφθησαν για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στοντομέα της καθαριότητας, η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες εντόςσυνολικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, και οι οποίες έχουν συναφθεί από την1.1.2016 και μετά.»

 

14 Με το άρθρο

 

76 του νόμου 4386/2016 (ΦΕΚ Aʹ 83/11.5.2016) προστέθηκε μετά τοπρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως ίσχυε, νέοεδάφιο, με το οποίο προβλέφθηκε ότι η αυτοδίκαιη παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου2016 των ατομικών συμβάσεων

 

εργασίας, περί των οποίων διαλαμβάνει το προηγούμενοεδάφιο του άρθρου, εφαρμόζεται από την ισχύ του νόμου 4325/2015 (δηλαδή από τις 11Μαΐου 2015) και για τις συμβάσεις του προσωπικού που προσλήφθηκε για τηναντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στον τομέα τηςκαθαριότητας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η διάρκεια τηςοποίας δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες εντός συνολικού διαστήματος δώδεκα μηνών.

 

Οι κανονιστικές διατάξεις

 

15 Το προεδρικό διάταγμα 164/2004, Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσειςορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα (ΦΕΚ Aʹ 134/19.7.2004), το οποίο μετέφερε τηνοδηγία 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίουκαι του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τα εξής:

 

«Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα[...] καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίοεργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργουή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. [...]»

 

16 Το άρθρο 4 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

 

«1. Όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοιορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβασή τους είναιορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχουςεργαζόμενους αορίστου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετικήαντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν.

 

2. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκεςαπασχόλησης είναι η ίδια τόσο για τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου όσο και για τουςεργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία γιααντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται διαφορετική διάρκεια της περιόδουπροϋπηρεσίας.»

 

 

 

17 Το άρθρο 5 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, με τίτλο «Διαδοχικές συμβάσεις»,προβλέπει τα εξής:

 

«1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύτου ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και μετους ίδιους [ή] παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτώνμεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.

 

2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείταιαπό αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικήςσυμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονταιευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

 

3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που τηνδικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως απόαυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης,λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη τουενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφοτης σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τηνέναρξη της απασχόλησής του.

 

4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναιμεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενουάρθρου.»

 

18 Το άρθρο 6 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, το οποίο αφορά την ανώτατηδιάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ορίζει τα εξής:

 

«1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότηκαι του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ήπαρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24)μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήντου προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων τηςκειμένης νομοθεσίας.

 

2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνώνεπιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους,κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως,

 

διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένουερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος,εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με τηνεκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.»

 

19 Το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, με τίτλο «Συνέπειεςπαραβάσεων», έχει ως εξής:

 «1.

Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.

 

2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονταιστον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεναναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρησύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχοςεργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οιάκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσηςλαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Ταχρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονταιστον υπαίτιο.

 

3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματοςτιμωρείται με φυλάκιση […]. Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιοςτιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα καισοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.»

 

20 Δυνάμει του άρθρου 10 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίστηκε ρητώς ότιαυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει, καθώς και για τουςεργαζομένους με αναπηρίες.

 

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

21 Σε διαφορετικά χρονικά σημεία του έτους 2015, ο Μ.Β. κ.λπ. απασχολήθηκαν από τονΔήμο Αγίου Νικολάου στις υπηρεσίες καθαριότητας, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικούδικαίου ορισμένου χρόνου, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και έναντι των νόμιμωνμηνιαίων αποδοχών.

 

22 Οι συμβάσεις αυτές, οι οποίες είχαν αρχικά συναφθεί για χρονικό διάστημα οκτώμηνών, παρατάθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, αναδρομικώς και χωρίς διακοπή, με

 

διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο απαριθμεί στιςσκέψεις 15 έως 22 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ενώ η συνολική τους διάρκειακυμάνθηκε μεταξύ 24 και 29 μηνών. Εν τέλει, ο Δήμος Αγίου Νικολάου κατήγγειλε τιςσυμβάσεις την ανωτέρω ημερομηνία. Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεωςπροκύπτει ότι η παράταση των συμβάσεων έγινε χωρίς να προηγηθεί εκτίμηση σχετικά μετο αν εξακολουθούσαν να υφίστανται οι εποχικές, περιοδικές ή πρόσκαιρες ανάγκες που εξαρχής επέβαλαν τη σύναψη των συμβάσεων αυτών.

 

23 Υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί κατάχρηση που προκύπτει από τηχρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι, κατάσυνέπεια, αντιβαίνει στον σκοπό και στο πνεύμα της συμφωνίας

-

πλαισίου, οι ενάγοντες τηςκύριας δίκης ζήτησαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα), αφενός, νααναγνωριστεί ότι εξακολουθούν να συνδέονται με τον Δήμο Αγίου Νικολάου με σύμβασηεξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι είναι άκυρη η καταγγελία των συμβάσεωνεργασίας τους την 31η Δεκεμβρίου 2017 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, υπότην απειλή χρηματικής ποινής, να τους απασχολεί δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένηςεργασίας αορίστου χρόνου.

 

24 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει κατ’ αρχάς ότι η οδηγία 1999/70

 

μεταφέρθηκε στοελληνικό δίκαιο, όσον αφορά το προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως οι ενάγοντες τηςκύριας δίκης, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, το οποίο προβλέπει μέτρα για τηνπρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίαςορισμένου χρόνου.

 

25 Παράλληλα, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ο νόμος 2112/1920, ο οποίος ορίζει στοάρθρο 8 ότι μια σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι άκυρη αν ο καθορισμός της ορισμένηςδιάρκειας δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προςκαταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

 

26 Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι το ελληνικό δίκαιο επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τησύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον συντρέχουν ορισμένεςπροϋποθέσεις. Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004ορίζει, ιδίως, ότι η κατάρτιση τέτοιου είδους συμβάσεων επιτρέπεται όταν τούτοδικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και τηρούνται ορισμένες άλλες απαιτήσεις,όπως η έγγραφη σύναψη κάθε νέας συμβάσεως εργασίας, και εφόσον τηρείται το ανώτατοόριο των τριών παρατάσεων της διάρκειας των συμβάσεων. Αντικειμενικός λόγοςυφίσταται όταν οι συμβάσεις που έπονται της αρχικής συνάπτονται για την εξυπηρέτησηειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και άμεσα με τη μορφή ή το είδος ή τηδραστηριότητα της επιχείρησης.

 

27 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει εντούτοις ότι, έπειτα από την έναρξη της ισχύος τηςοδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο ελληνικό

 

δίκαιο, το άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001 και προστέθηκεστο άρθρο αυτό παράγραφος 8 με την οποία απαγορεύθηκε η μετατροπή των συμβάσεωνορισμένου χρόνου του προσωπικού του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ως προς το ζήτημα αυτό ότι, μολονότι τα εθνικάδικαστήρια εφάρμοζαν τον νόμο 2112/1920 ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», κατά τηνέννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου, για τον επαναχαρακτηρισμό τωνσυμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, εντούτοις η συνταγματικήαυτή αναθεώρηση κατέστησε αδύνατη έκτοτε την εφαρμογή των εν λόγω προστατευτικώνδιατάξεων.

 

28 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου(Ελλάδα) με την οποία κρίθηκε ότι η παράταση των ως άνω συμβάσεων εργασίας ιδιωτικούδικαίου έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 1999/70, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικόδίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 164/2004. Ειδικότερα, με την παράταση αυτή επέρχεταιανεπίτρεπτη διαδοχικότητα συμβάσεων που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρουςεργασίας, χωρίς να τίθενται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να

 

ελεγχθείαν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, ανείναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προςτούτο, προεχόντως διότι ενέχει πραγματικό κίνδυνο κατάχρησης αυτού του είδους τωνσυμβάσεων.

 

29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ιδίως ως προς τοαν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερικήέννομη τάξη η συμφωνία

-

πλαίσιο είναι συμβατή με την εν λόγω συμφωνία, κατά το μέτροπου η νομοθεσία αυτή ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η αυτοδίκαιη παράταση τωνεπίμαχων συμβάσεων εργασίας εξαιρείται από τον ορισμό των «διαδοχικών συμβάσεωνεργασίας ορισμένου χρόνου», επειδή δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας συμβάσεωςεργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενηςσυμβάσεως εργασίας.

 

30 Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι καταφανές ότι οι συμβάσεις εργασίαςορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με τους ενάγοντες της κύριας δίκης αντιβαίνουν στοσύνολο των μέτρων πρόληψης της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τηχρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποίαπροέβλεψαν τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 κατ’ επιταγήν τηςρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνει ιδίωςότι μεταξύ των επιμέρους παρατάσεων των συμβάσεων δεν μεσολάβησε κανένα χρονικόδιάστημα και ότι αυτές δεν δικαιολογούνταν από οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο.Εξάλλου, επικρίνει τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη οι οποίες είχανως αποτέλεσμα, αφενός, ο αριθμός των ανανεώσεων να υπερβεί το προβλεπόμενοανώτατο όριο των τριών και, αφετέρου, η διάρκεια των συμβάσεων να υπερβεί τηνπροβλεπόμενη στο προεδρικό διάταγμα 164/2004

 

ανώτατη χρονική διάρκεια των 24μηνών.

 

 

 

31 Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το άρθρο 167 του νόμου4099/2012, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης,είχε ως αποτέλεσμα οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να δύνανται ναπαραταθούν αυτοδικαίως μόνο με την έκδοση σχετικών διαπιστωτικών πράξεων κάθεφορέα απασχόλησης, χωρίς καμία άλλη διαδικασία και απόφαση του αρμόδιου συλλογικούοργάνου διοίκησης του φορέα και χωρίς να προηγείται εκτίμηση σχετικά με το ανεξακολουθούν να υφίστανται οι ανάγκες που εξ αρχής επέβαλαν τη σύναψη τωνσυμβάσεων αυτών.

 

32 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι συμβάσειςεργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της καθαριότητας καταρτίστηκαν αρχικά γιαδιάστημα οκτώ μηνών, βάσει του άρθρου 205 του κώδικα κατάστασης δημοτικών καικοινοτικών υπαλλήλων, ανεξάρτητα και πέρα από τις αντίστοιχες πάγιες και διαρκείςανάγκες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η παράταση της ισχύος τους μέχρι την31η Δεκεμβρίου 2017, με ρυθμίσεις αναδρομικής ισχύος που καταλαμβάνουν αποκλειστικάτις συγκεκριμένες συμβάσεις εργασίας, καταδεικνύει ότι οι ανάγκες τις οποίες καλύπτουνδεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν χαρακτήρα πρόσκαιρο, εποχικό ή περιοδικό.

 3

3 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε διάφορεςσυμπληρωματικές διατάξεις με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κατέστησε σύννομες τις δημόσιεςδαπάνες που προκλήθηκαν από την απασχόληση των εργαζομένων στον τομέα τηςκαθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης καθ’ όλη τη διάρκεια τωνπαρατάσεων των συμβάσεων εργασίας τους δυνάμει του άρθρου 167 του νόμου4099/2012, εγκυροποιώντας την αιτία αυτών των δαπανών, οι οποίες θα ήταν κανονικάπαράνομες. Ωστόσο, με την παρέμβαση

 

αυτή, ο Έλληνας νομοθέτης καθιστά, κατά τοαιτούν δικαστήριο, αδύνατη τη λήψη από τους συγκεκριμένους εργαζομένους τηςαποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, καθώς ητελευταία προϋποθέτει την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας τους κατά παράβαση τωνάρθρων 5 και 6 του ως άνω διατάγματος. Παράλληλα, αποφασίστηκε η μη εφαρμογή τωνκυρώσεων του άρθρου 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 στους οργανισμούςτοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίοι απασχολούσαν προσωπικό στον τομέα της καθαριότηταςμε τις ως άνω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως αυτές παρατάθηκανεπανειλημμένα έως το τέλος του 2017. Εξάλλου, με άλλη νομοθετική διάταξη, η παράτασητων εν λόγω συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί από τουςοργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης δεν ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της ανώτατηςδιάρκειας των 24 μηνών την οποία προβλέπουν τα άρθρα 5 έως 7 του προεδρικούδιατάγματος 164/2004.

 

34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου αποφάσισε νααναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικάερωτήματα:

 

 

«1) Θα διακύβευε τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας

-

πλαισίου [...] μία ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου, που έχουν θεσπιστεί γιατην

 

ενσωμάτωση της συμφωνίας

-

πλαισίου στην εθνική έννομη τάξη, η οποία θα εξαιρούσεαπό τον ορισμό των “διαδοχικών” συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τηνέννοια των ρητρών 1 και 5, σημείο 2, της συμφωνίας

-

πλαισίου, την αυτοδίκαιη παράτασητων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα τηςκαθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δυνάμει μίας ρητής νομοθετικήςδιάταξης του εθνικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, με τηναιτιολογία ότι δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου,αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας;

 

2) Σε περίπτωση νομοθέτησης και εφαρμογής μίας πρακτικής, στον τομέα τηςαπασχόλησης των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας

 

των οργανισμών τοπικήςαυτοδιοίκησης, αντίθετα προς τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης, που μπορεί ναπροκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ταοποία προέβλεψε το μέτρο εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τη ρήτρα 5,

 

σημείο 1,της συμφωνίας

-

πλαισίου, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας τουεθνικού δικαίου από ένα εθνικό δικαστήριο θα περιελάμβανε και την εφαρμογή μίαςδιάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, ωςπροϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου, κατά την έννοια τηςρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον ορθόνομικό χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πουχρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικήςαυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου;

 

3) Σε περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, θασυνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της υποχρέωσης σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσηςερμηνείας του εθνικού δικαίου μία διάταξη συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή τουάρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, του ελληνικού Συντάγματος, έπειτα από την αναθεώρησητου έτους 2001, με την οποία απαγορεύεται απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπήτων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό το κράτος ισχύος τηςπιο πάνω διάταξης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογήενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικούδικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου, όπως είναι τοάρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, και αποστερώντας τη δυνατότηταεκτίμησης των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πουχρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικήςαυτοδιοίκησης στον τομέα της

 

καθαριότητας, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομηςσχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στηνπερίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες;»

 

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 

 

 

Επί του πρώτου ερωτήματος

 

35 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, ναδιευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, τηςσυμφωνίας

-

πλαισίου, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» κατάτις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίαςορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικήςαυτοδιοίκησης η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μητήρηση του

 

έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικώνσυμβάσεων εργασίας.

 

36 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 5 επιδιώκει την επίτευξη ενόςαπό τους σκοπούς της συμφωνίας

-

πλαισίου και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένουπλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένουχρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων,προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου νααποφευχθεί το

 

ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας(απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18,EU:C:2020:219,

σκέψη

 53

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

37 Συνεπώς, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ήσχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίουεπιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν, κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό, ένατουλάχιστον μέτρο εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιοδεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020,Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 55

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

38 Εντούτοις, η ως άνω ρήτρα της συμφωνίας

-

πλαισίου, όπως προκύπτει από το γράμματης και από πάγια νομολογία, έχει εφαρμογή μόνον όταν υπάρχουν διαδοχικές συμβάσεις ήσχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2020, Baldonedo

Martín, C

177/18, EU:C:2020:26,

σκέψη

 70,

και

 

της

 19

ης

 

Μαρτίου

 

2020, Sánchez Ruiz κ.λπ.,

C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 56

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

)

και

,

επομένως

,

η

 

πρώτη

 

ή

 

μοναδική

 

σύμβαση

 

εργασίας

 

ορισμένου

 

χρόνου

 

δεν

 

εμπίπτει

 

στο

 

πεδίο

 

εφαρμογής

 

της

 

εν

 

λόγω

 

ρήτρας

 5,

σημείο

 1,

της

 

συμφωνίας

-

πλαισίου (πρβλ.απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07,EU:C:2009:250,

σκέψη

 90

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

39 Πλην όμως, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για stricto sensu διαδοχή δύο ήπερισσότερων συμβάσεων εργασίας, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη και την τυπικήσύναψη δύο ή περισσότερων χωριστών συμβάσεων που η μία διαδέχεται την άλλη.Πρόκειται, ακριβέστερα, για αυτοδίκαιη παράταση της αρχικής σύμβασης ορισμένου

 

χρόνου, δυνάμει νομοθετικών πράξεων. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η περίπτωση αυτήεμπίπτει στην έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου»κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου.

 

40 Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία, η ρήτρα 5, σημείο 2, στοιχείο αʹ, τηςσυμφωνίας

-

πλαισίου καταλείπει κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη και/ή στους κοινωνικούςεταίρους τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσειςεργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» (πρβλ. αποφάσεις της 22αςΙανουαρίου 2020, Baldonedo Martín, C

177/18, EU:C:2020:26,

σκέψη

 71,

και

 

της

 19

ης

 

Μαρτίου

 2020, Sánchez Ruiz

κ

.

λπ

., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 57).

41 Ναι μεν η παραπομπή αυτή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένωνκανόνων εφαρμογής του όρου «διαδοχικές» κατά την έννοια της συμφωνίας

-

πλαισίουεξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στοντομέα αυτό, πλην όμως πρέπει να υπομνησθεί ότι το περιθώριο εκτιμήσεως πουκαταλείπεται έτσι στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμίαπερίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικήςαποτελεσματικότητας της συμφωνίας

-

πλαισίου. Ειδικότερα, η εν λόγω εξουσία εκτιμήσεωςδεν πρέπει να ασκείται από τις εθνικές αρχές κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε κατάστασηδυνάμενη να δώσει λαβή σε καταχρήσεις και να παρακωλύσει έτσι την επίτευξη του ενλόγω σκοπού (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C

212/04, EU:C:2006:443,

σκέψη

 82,

και

 

της

 19

ης

 

Μαρτίου

 2020, Sánchez Ruiz

κ

.

λπ

., C

103/18 και C

429/18,EU:C:2020:219,

σκέψη

 58).

42 Πράγματι, τα κράτη μέλη οφείλουν να εγγυώνται το αποτέλεσμα που επιβάλλει τοδίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ,αλλά και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενο υπό το φωςτης αιτιολογικής σκέψης 17 της οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερκ.λπ., C

212/04, EU:C:2006:443,

σκέψη

 68,

και

 

της

 19

ης

 

Μαρτίου

 2020, Sánchez Ruiz

κ

.

λπ

.,C

103/18

και

 C

429/18, EU:C

:2020:219, σκέψη 59).

 

43 Η εφαρμογή των εκτιθέμενων στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης ορίων τουπεριθωρίου εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρωςόσον αφορά μια έννοια

-

κλειδί, όπως είναι αυτή του διαδοχικού χαρακτήρα των σχέσεωνεργασίας, η οποία είναι καθοριστική για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής των εθνικώνδιατάξεων που θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία

-

πλαίσιο (απόφαση της 19ης Μαρτίου2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 60).44

Το αντικείμενο, ο σκοπός και η πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας

-

πλαισίου θα μπορούσαν να διακυβευθούν, αν γινόταν δεκτό ότι δεν υπάρχουν διαδοχικέςσχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου, για τον μοναδικό λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πρώτη σύμβαση εργασίας

 

ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικήςαυτοδιοίκησης παρατάθηκε αυτοδικαίως με νομοθετικές πράξεις, χωρίς την τυπικήέγγραφη σύναψη μίας ή περισσότερων νέων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

 

45 Πράγματι, μια τέτοια περιοριστική ερμηνεία της έννοιας των «διαδοχικών συμβάσεωνή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτηπροσωρινή απασχόληση των εργαζομένων (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερκ.λπ., C

212/04, EU:C:2006:443,

σκέψη

 85,

και

 

της

 19

ης

 

Μαρτίου

 2020, Sánchez Ruiz

κ

.

λπ

.,C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 62).

46 Επιπλέον, μια τέτοια περιοριστική ερμηνεία ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα όχιμόνον να αποκλειστεί στην πράξη ένας μεγάλος αριθμός σχέσεων εργασίας ορισμένουχρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων που επιδιώκουν η οδηγία1999/70 και η συμφωνία

-

πλαίσιο, καθιστώντας εν πολλοίς άνευ ουσίας τον σκοπό τους,αλλά

 

και να καταστεί δυνατή η καταχρηστική χρησιμοποίηση τέτοιων σχέσεων εργασίαςαπό τους εργοδότες για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών τους σε προσωπικό(απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18,EU:C:2020:219,

σκέψη

 63).

47 Στο ως άνω πλαίσιο, διαπιστώνεται επίσης ότι η έννοια της «διάρκειας» της σχέσηςεργασίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κάθε σύμβασης ορισμένου χρόνου. Κατά τη ρήτρα 3,σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου, «η λήξη της [σύμβασης ή σχέσης εργασίας] καθορίζεταιαπό αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωσησυγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». Η μεταβολή τηςημερομηνίας λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελεί συνεπώς ουσιώδητροποποίηση της σύμβασης αυτής, η οποία μπορεί ευλόγως να εξομοιωθεί με τη σύναψηνέας σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου που διαδέχεται την προηγούμενη και, ως εκτούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου.

 

48 Πράγματι, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου καθώς και από τασημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας

-

πλαισίου, η σταθερότητα τηςαπασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνον υπόορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ναανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση της19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 54

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).49

Στο ως άνω πλαίσιο, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η παράταση ή η ανανέωση τωνσυμβάσεων εργασίας προκύπτει από νομοθετικές πράξεις του ελληνικού Κοινοβουλίου.Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας

-

πλαισίου θαδιακυβευόταν από ερμηνεία η οποία θα επέτρεπε τη μονομερή παράταση της διάρκειαςτων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με νομοθετική παρέμβαση.

 

 

 

50 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μιαεθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόναπροβλεπόμενου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεωνεργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της ρήτρας 5,σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου. Πράγματι, μια τέτοια, αμιγώς τυπική, διάταξη δενκαθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου ναελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσιαανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναιαναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια διάταξη ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνοκαταχρηστικής χρησιμοποιήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων, οπότε δεν είναισυμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας

-

πλαισίου(απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18,EU:C:2020:219,

σκέψεις

 67

και

 68

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία).

 

51 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αυτοδίκαιη παράταση διά της νομοθετικής οδούμπορεί να εξομοιωθεί

 

με ανανέωση και, ως εκ τούτου, με σύναψη χωριστής σύμβασηςορισμένου χρόνου, συμβάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη μπορούν πράγματι ναχαρακτηρισθούν ως «διαδοχικές», κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου.Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από

 

το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός,δεν διαπιστώθηκε καμία διακοπή μεταξύ της πρώτης συμβάσεως εργασίας και τωνσυμβάσεων εργασίας που ακολούθησαν βάσει των αυτοδίκαιων παρατάσεων πουπροβλέφθηκαν με νομοθετικές πράξεις και, αφετέρου, οι ενάγοντες εξακολούθησαν ναεργάζονται, χωρίς διακοπή για τον εργοδότη τους, με τα ίδια καθήκοντα και υπό τις ίδιεςσυνθήκες εργασίας, με την εξαίρεση της διάρκειας της σχέσης εργασίας.

 

52 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί ηαπάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας

-

πλαισίου, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» κατά τις διατάξειςαυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνουτων εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ηοποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφουτύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας.

 

Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

 

53 Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούναπό κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, στην περίπτωσηκαταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν η ρήτρα 5, σημείο 1, τηςσυμφωνίας

-

πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίησηδιαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ηυποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτροτου δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να

 

επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες τηςπαραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εφαρμογή εθνικής διάταξης πουεπιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίαςαορίστου χρόνου, μολονότι άλλη εθνική διάταξη, ανώτερης τυπικής ισχύος λόγω τηςσυνταγματικής της φύσης, απαγορεύει απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τονδημόσιο τομέα.

 

54 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, τηςσυμφωνίας

-

πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς τον σκοπό της πρόληψης τηςκαταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένουχρόνου, την υποχρέωση να θεσπίσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικότουλάχιστον ένα από τα απαριθμούμενα σε αυτή μέτρα, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμανομοθετικά μέτρα στο εσωτερικό τους δίκαιο. Ως εκ τούτου, τα τρία συνολικώς μέτρα πουαπαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, αφορούν την ύπαρξηαντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεωνεργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεωνεργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, SánchezRuiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219, σκέψεις 83 και εκεί μνημονευόμενηνομολογία).

 

55 Ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώςέχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνταιστη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας

-

πλαισίου είτε, ακόμη, νααρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκεςσυγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020,Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 84 και εκείμνημονευόμενη νομολογία).

 

56 Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλητην επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της πρόληψης τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών,παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό τηνπροϋπόθεση ότι αυτά δεν θα διακυβεύουν τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητατης συμφωνίας

-

πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 

85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

57 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις για τηνπερίπτωση που διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές. Σε μια τέτοια περίπτωση,απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον σύμφωναπρος την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικάγια να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθείκατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας

-

πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruizκ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 86

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

 

 58

Συνεπώς, η ρήτρα 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στακράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σεσυμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτουςμέλους πρέπει

 

εντούτοις να προβλέπει έτερο αποτελεσματικό μέτρο για να αποτρέπεται ηκαταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αναπαιτείται, να επιβάλλονται κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή (απόφαση της 19ηςΜαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 87

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

59 Επομένως, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεωνή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρουπου να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία τωνεργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και ναεξαλείφονται οι συνέπειες της παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κατά τογράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να«λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σεθέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [ως άνω] οδηγία» (απόφαση της19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 88

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

60 Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί τηςερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο τωναρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσειςτις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας

-

πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις τηςεφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ.,

C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219,

σκέψη

 89

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

61 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσει εάν και κατάπόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των

 

σχετικώνδιατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη τηςκαταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνουκαι, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν

,

απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C

619/17, EU:C:2018:936,

σκέψη

 90

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

62 Πάντως το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως,δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο κατά την ωςάνω εκτίμηση (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C

103/18

και

 C

429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

 

63 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μετατροπήτων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δυνάμει τουάρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 θα μπορούσε, εφόσον η διάταξη αυτήεξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, όπερ εναπόκειται στοαιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, να συνιστά μέτρο που να παρέχει αποτελεσματικές καιισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων, προκειμένου να επιβάλλονται οιπροσήκουσες κυρώσεις για την τυχόν καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίαςορισμένου χρόνου και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 24ης Απριλίου 2009, Κούκου, C

519/08,

μη

 

δημοσιευθείσα

,EU:C:2009:269,

σκέψη

 

79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

64 Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, τηςσυμφωνίας

-

πλαισίου δεν μπορεί να θεωρηθεί, από την άποψη του περιεχομένου της, ωςαπαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να τηνεπικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής,απόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών να εφαρμόζουν, προς αποτροπή τηςκαταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ένα ή περισσότερα από ταμέτρα που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα ή ακόμα και ήδη ισχύοντα ισοδύναμανομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των επιμέρους τομέων και/ήκατηγοριών εργαζομένων. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επαρκώς τοελάχιστο όριο προστασίας που θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίζεται δυνάμειτης ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009,Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 196).

65 Από πάγια νομολογία προκύπτει πάντως ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικούδικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπότο φως του κειμένου και του σκοπού της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεταιτο αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και προκειμένου, κατά συνέπεια, νασυμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Αυτή η υποχρέωση σύμφωνηςερμηνείας αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερων όσοκαι μεταγενέστερων της οικείας οδηγίας (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκηκ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 197).

66 Η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίουείναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στα εθνικάδικαστήρια να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρηαποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών τωνοποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 198).

67 Βεβαίως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενομιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικούδικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου

 

και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legemερμηνεία του εθνικού δικαίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ.,

C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 199).

68 Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει εντούτοις στα εθνικά δικαστήρια ναπράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψητο σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιοαυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητατης οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει ηοδηγία αυτή (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07,

EU:C:2009:250, σκέψη 200).

 

69 Εν προκειμένω εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει και ναεφαρμόσει τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού καιεφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίαςορισμένου χρόνου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για τηνκαταχρηστική αυτή χρησιμοποίηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης τουδικαίου της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να κρίνει κατά πόσονοι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 μπορούν ενδεχομένως ναεφαρμοστούν κατόπιν ερμηνείας σύμφωνης προς την οδηγία (απόφαση της 23ης Απριλίου2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 203).

70 Σε περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μετατροπήτων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, βάσει τουάρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, δεν είναι δυνατή, επειδή θα οδηγούσε σεcontra legem ερμηνεία του άρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, του ελληνικού Συντάγματος,θα πρέπει να εξετάσει αν στο ελληνικό δίκαιο υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέτρα προςτούτο. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναιαρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να διασφαλίζουν την πλήρηαποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας

-

πλαισίου, ήτοι, εν προκειμένω, των άρθρων 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004,με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου.

 71

 Όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι το άρθρο 103, παράγραφος 8, τουελληνικού Συντάγματος τροποποιήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, με σκοπό νααπαγορευθεί απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίαςορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αρκεί η υπενθύμιση ότι μια οδηγίαπαράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους μέλους αποδέκτη και, συνεπώς, έναντιόλων των εθνικών αρχών είτε κατόπιν της δημοσίευσής της είτε, ανάλογα με τηνπερίπτωση, από την ημερομηνία της κοινοποίησής της (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009,

 

Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 204 και εκείμνημονευόμενη νομολογία).

 

72 Εν προκειμένω η οδηγία 1999/70 προβλέπει ρητά, στο άρθρο 3, ότι αρχίζει να ισχύειτην ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999.

 

73 Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, κατά τη διάρκεια της προθεσμίαςμεταφοράς μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη στα οποίααπευθύνεται η οδηγία οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουνσε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία(απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė, C

2/18,EU:C:2019:962,

σκέψη

 55

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

Δεν

 

έχει

 

σημασία

 

από

 

την

 

άποψη

 

αυτή

 

αν

 

η

 

επίμαχη

 

διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά τηνέναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικόδίκαιο (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07,EU:C:2009:250,

σκέψη

 206

και

 

εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

74 Κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών μελών, ακόμη και όταν προβαίνουν σεαναθεώρηση του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρηαποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 23ης Απριλίου2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C

378/07

έως

 C

380/07, EU:C:2009:250,

σκέψη

 207

και

 

εκεί

 

μνημονευόμενη

 

νομολογία

).

75 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημαπρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου έχει τηνέννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεωνεργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση τουαιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλεςτις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί ηπροσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασηςτου δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξειςπρογενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπήδιαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνουμπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας,μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοιαμετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.

 

Επί των δικαστικών εξόδων

 

 

76 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκηςτον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτόεναπόκειται να αποφανθεί επί

 

των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκανόσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεναποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1) Κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της

 

ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας

-

πλαισίουγια την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 καιπεριλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθηαπό τη CES, την UNICE και το CEEP, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένουχρόνου» κατά τις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεωνεργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας τωνοργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικώνδιατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τησύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας.

 

2) Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας

-

πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχειτην έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεωνεργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση τουαιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλεςτις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί ηπροσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασηςτου δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξειςπρογενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπήδιαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνουμπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας,

 

μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοιαμετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.