12 Ιαν 2021

Η χαμένη ευκαιρία της κομμουνιστικής αριστεράς


Του Γιάννη Τόλη 

Την περίοδο 2010-2015 εξελίχθηκε η πιο δραματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης όλου του λαού για τα τελευταία 50 χρόνια. Εργατικά δικαιώματα στην κυριολεξία σαρώθηκαν, κατακτήσεις, που η εργατική τάξη και γενικότερα οι εργαζόμενοι είχαν κερδίσει με αγώνες...

τις προηγούμενες δεκαετίες, κατεδαφίστηκαν. Όλα αυτά, βέβαια, έγιναν μέσα σε κλίμα έντονης πολιτικής αστάθειας και πρωτόγνωρης λαϊκής αντίδρασης. Όχι όμως τόσης και τέτοιας που να οδηγήσουν στη ματαίωση τους.

Σήμερα ξέρουμε, ότι από αυτή την κρίση η αστική τάξη βγήκε νικήτρια. Ο λαός σήμερα είναι στο περιθώριο των εξελίξεων, απογοητευμένος. Ο «μονόδρομος» που επικαλούνταν οι κυρίαρχες δυνάμεις (TINA = Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) μοιάζει δικαιωμένος. 

Η αριστερά κομμουνιστικής αναφοράς βγήκε πιο αδύναμη και με λίγα διδάγματα από αυτήν την κρίσιμη περίοδο. Χιλιάδες αγωνιστές πορεύονται μόνοι τους, αυτοστοχαζόμενοι, λίγοι συμμετέχουν σε μικρές συλλογικότητες, ενώ το ΚΚΕ αρκείται ότι είναι εκεί.

Ο πολιτικός σχεδιασμός της αστικής τάξης

Η αστική τάξη κέρδισε, γιατί ο πολιτικός σχεδιασμός της ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένος, ευέλικτος και αποτελεσματικός σε σχέση με την πολιτική ετοιμότητα και ανταπόκριση στις νέες ανάγκες που επέδειξε η αριστερά όλων των αφηγήσεων. Είχε βέβαια την αμέριστη συμμετοχή και βοήθεια του ξένου παράγοντα, βαθαίνοντας την εξάρτηση και την υποταγή της σε αυτόν. Σε αυτή την ταραχώδη μετάβαση, η αστική τάξη κινήθηκε με σαφή στρατηγική, προτάσσοντας τα συλλογικά πολιτικά συμφέροντά της και την τελική επικράτησή της. 

Ας δούμε ορισμένους άξονες αυτής της πολιτικής: 

 – Τα υπάρχοντα κόμματα και οι ηγεσίες τους αντιμετωπίστηκαν ως αναλώσιμα (καθαίρεση ουσιαστικά Παπανδρέου και αργότερα του Σαμαρά, Βενιζέλου, εξαΰλωση ΠΑΣΟΚ, ενίσχυση και αργότερα εξαφάνιση του ΛΑΟΣ, της ΔΗΜΑΡ, του Ποταμιού κ.α.)

  - Στην ουσία συνέβαλε στη δημιουργία και γιγάντωση της Χρυσής Αυγής, με τα τάγματα θανάτου έτοιμα να θερίσουν αγωνιστές, αν οι εξελίξεις το απαιτούσαν.

 – Τα ισχυρά θεσμικά κέντρα εξουσίας (Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΥΠ, Στρατός, Προεδρία) είχαν επεξεργαστεί σχεδιασμούς ανεξάρτητα και αυτόνομα από την κοινοβουλευτική ρευστότητα.

 – Ένταξη και του ΣΥΡΙΖΑ στα σχέδια αυτά με στόχο την εκτόνωση και ενσωμάτωση των λαϊκών διαθέσεων και τελικά το τσάκισμά τους.

 - Τα διεθνή κέντρα δρούσαν συντονισμένα, με το καθένα στον ιδιαίτερο ρόλο του. Για παράδειγμα, έχει επιβεβαιωθεί πια, ότι ο Σόϊμπλε είχε ναρκοθετήσει από νωρίς την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενος να κλείσει το δεύτερο μνημόνιο με τον Σαμαρά. Και είναι πολύ πιθανό, να έπεισε και τον Σαμαρά γι’ αυτό, γιατί ενώ μπορούσε να προτείνει πρόεδρο που να ψήφιζε και η ΔΗΜΑΡ, ο Σαμαράς προτίμησε την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές. 

 – Από την άλλη, Αμερικανοί και Γάλλοι, που για τους δικούς τους λόγους εμφανίστηκαν ως σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ, τον οδηγούσαν σε συνεχείς υποχωρήσεις, τάζοντας διάφορα για το μέλλον και οδηγώντας τον βαθμιαία στην πλήρη υποταγή με το τρίτο μνημόνιο.

Η ενσωμάτωση και υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε δυναμικά στο προσκήνιο το 2012 δηλώνοντας τολμηρά ότι η Αριστερά είναι εδώ και για να κυβερνήσει.

Σε αυτό το κάλεσμα συμπαρατάχτηκαν μεγάλες λαϊκές μάζες που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και πολλοί αριστεροί ανιδιοτελείς αγωνιστές. Η ίδια η διάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα χαλαρό χωρίς συνεκτική εσωτερική δομή εξασφάλιζε σε ένα βαθμό ανοχή στην γενική διατύπωση απόψεων και τάσεων και συνθήκες ανοικτής ζύμωσης, αλλά όπως αποδείχτηκε αργότερα όχι όταν επρόκειτο να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις.

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσαν ομάδες (οι προεδρικοί, η αριστερή πλατφόρμα και άλλες) και αυτό δημιουργούσε αυταπάτες σε πολλούς αγωνιστές, ότι εφόσον ήταν αυτοί εκεί, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη δεξιά στροφή της ηγεσίας.

Αυτό διαψεύστηκε πανηγυρικά και τον Φλεβάρη του 2016 και στο δημοψήφισμα του Ιούλη και τελικά στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου, όταν σε αυτό το κόμμα, που υπερηφανευόταν ότι «ξεχείλιζε από δημοκρατία», δεν συνεδρίασε κανένα όργανο. Την πλειοψηφία που του έλειπε στη Βουλή την προσέφεραν πρόθυμα η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.

Αρκετοί κάνουν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν επέλεξε τον Ιούλιο την σύγκρουση, αντί να υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο. Στην πραγματικότητα τα περιθώρια τότε ήταν ελάχιστα , περισσότερα υπήρχαν το Φλεβάρη. Ωστόσο, πέραν αυτού η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στη πολιτική προετοιμασία του στην πορεία προς την διεκδίκηση της κυβέρνησης. Η ρήξη χωρίς σχέδιο και συνειδητή στράτευση της κοινωνικής πλειοψηφίας, όταν αποφασίζεται η τύχη μιας χώρας, μπορεί να οδηγήσει σε τραγωδίες, με τον λαό σε ρόλο πειραματόζωου.

Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ούτε ήθελε, ούτε ποτέ προετοίμασε πολιτικά και οργανωτικά το κόμμα του και τον λαό για τέτοιες συνθήκες σύγκρουσης. Αντίθετα προσάρμοζε το πρόγραμμα του με συνεχείς υποχωρήσεις, ώστε να είναι αρεστό ή ανεκτό από την ξένη και ντόπια αστική τάξη. Όλα υποτάχτηκαν στο μότο «να κερδίσουμε ψήφους, να πάρουμε την κυβέρνηση» . Οι επαφές του Τσίπρα με Ψυχάρη, Βαρδινογιάννη και άλλους στην Ελλάδα, με αμερικανούς και τον Ομπάμα πριν γίνει πρωθυπουργός, φάνηκε προς τα πού έψαχνε τα στηρίγματα.

Όταν λέγαμε σε συναγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ, ότι ο δρόμος που επέλεξε η ηγεσία του οδηγεί σε υποταγή χωρίς όρους, μας απαντούσαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να κάνει επανάσταση, «μια αριστερή κυβέρνηση θέλουμε, που μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση, να απομακρύνει αυτούς και τα μνημόνιά τους και να πάρει ορισμένα προοδευτικά μέτρα». Τελικά αυτό που δεν κατανοούσαν, ήταν ότι ακόμη και αυτά για την εποχή τους ήταν πολύ «επαναστατικά» απέναντι στην κυρία επιλογή της αστικής τάξης, ιδιαίτερα της ξένης. 

Ζήσαμε δραματικά σε τι κατέληξε το κούφιο «πρώτη φορά αριστερά». Ψήφισαν μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το τρίτο μνημόνιο, παρέδωσαν όλο το δημόσιο πλούτο της χώρας μέσω του «Υπερταμείου» στα ξένα και ντόπια κερδοσκοπικά συμφέροντα, έδωσαν γη και ύδωρ στους Αμερικανούς και κυρίως βοήθησαν να εδραιωθεί το μήνυμα, ότι η υποταγή και ο νεοφιλελευθερισμός είναι μονόδρομος.

Αξίζει να θυμίσουμε, τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη αγκάλιασε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ενέταξε πλήρως στην πλευρά της, προτάσσοντας στο συλλογικό συμφέρον της, όταν έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία . Ενώ για το πρώτο μνημόνιο θυσιάστηκε ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στην περίπτωση του τρίτου μνημονίου όχι μόνο δεν τέθηκε θέμα απομάκρυνσης του Τσίπρα, αλλά επέβαλαν την αλλαγή ηγεσίας στα άλλα κόμματα, στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, αφού πρώτα είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ κοινοβουλευτικά. Εδώ διαπιστώνουμε, ότι η κυρίαρχη προτεραιότητα γι’ αυτούς ήταν, η ήττα να περάσει στον λαό πρωτίστως. 

Τι μπορούσε να κάνει η κομμουνιστική αριστερά

Και τίθεται το ερώτημα: αφού ο ΣΥΡΙΖΑ διάλεξε αυτό το δρόμο, η υπόλοιπη αριστερά, η εξωκοινοβουλευτική , η αποσχισθείσα αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ γιατί δεν αύξησαν την επιρροή των ιδεών τους και τη δύναμη τους μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία δείχνοντας το δικό τους δρόμο, που σε γενικές γραμμές τον θεωρούν αλάνθαστο;

Είναι γεγονός, ότι την αριστερά με κομμουνιστική αναφορά πολύς κόσμος την ταυτίζει με τα καθεστώτα του Χόντζα ή του Τσαουσέσκου. Η Αριστερά έχει υποστεί τεράστια ήττα με την κατάρρευση του λεγομένου υπαρκτού σοσιαλισμού, με την οικοδόμηση στην Κίνα του πιο ακραίου καπιταλισμού και με την αποτυχία ακόμη και των ευρωκομμουνιστικών πειραμάτων σε Ιταλία και Γάλλια, όπου τα αντίστοιχα κόμματα έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί.

Επίσης, είναι κατανοητό, ότι η Αριστερά κινείται μέσα σε ένα νέο τοπίο, στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, στον οποίο συντελούνται επαναστατικές αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις και την επιστήμη. Αντικαθίσταται μεγάλο μέρος της σωματικής και πνευματικής εργασίας με την τεχνητή νοημοσύνη, την ρομποτική και την αυτοματοποίηση. Η εργατική τάξη είναι πολύ πιο μορφωμένη και τεχνικά καταρτισμένη και ένα μεγάλο μέρος της δουλεύει από παντού, με ένα λάπτοπ ή ένα κινητό. Η νεολαία, επίσης, ζει τον ψηφιακό κόσμο με τον τρόπο της και θέλει νέα προσέγγιση, όχι μόνο συνθήματα και λόγια παλιάς κοπής.

Ακόμη ξέρουμε, ότι το εγχείρημα που προτείνει η κομμουνιστική αριστερά, είναι άλλης κλίμακας από τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης και ότι υπάρχει παγκόσμια υστέρηση τόσο σε οραματικό επίπεδο όσο και στη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού προγράμματος ανάπτυξης χωρίς καπιταλισμό.

Τέλος, είναι σίγουρο, ότι ο διεθνής συσχετισμός, αν εξαιρέσουμε ορισμένα βήματα που γίνονται στη Λατινική Αμερική, είναι δυσμενής,

Σε αυτές τις συνθήκες, χωρίς να μειώνουμε τη συνεισφορά κάθε αγωνιστή ή μικρής και μεγάλης συλλογικότητας, αξίζει να θέσουμε το καίριο ερώτημα και να υπάρξουν απαντήσεις και διδάγματα για τη μελλοντική μας πορεία: Τι διαφορετικό μπορούσε να κάνει η κομμουνιστική αριστερά.

Παραθέτω ορισμένες σκέψεις σε αυτή την αναζήτηση:

Στην κρίσιμη περίοδο 2011-2012, κατά την οποία η πολύμορφη δράση του λαού έφτασε σε τέτοια δυναμική και έκταση που ήταν κοντά σε αυτό που λέμε «οι κάτω δεν θέλουν και οι πάνω δεν μπορούν», όταν κορυφώθηκε το κίνημα των πλατειών και είχε γίνει ολοφάνερος ο πολιτικός κορεσμός και τα αδιέξοδα, η Αριστερά και κυρίως οι ηγεσίες όλων των ρευμάτων έπρεπε να κάνουν ένα άλμα στον πολιτικό σχεδιασμό τους. Εδώ καταθέτουμε μερικές σκέψεις για συζήτηση.

   α) έπρεπε να προταχτεί η ανάγκη για σύγκλιση και συγκέντρωση όλων των αριστερών δυνάμεων για άμεση δράση στη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος. Το πρόγραμμα αυτό δεν θα είχε σχέση με τις κούφιες παροχολογίες του ΣΥΡΙΖΑ. Θα μιλούσε με ειλικρίνεια και με θετικό όραμα στους νέους, την εργατική τάξη και τους αγρότες. Να πείσουμε, ότι εκτός από τα συνθήματα και τα «ΟΧΙ» έχουμε υλοποιήσιμο πρόγραμμα για την οικονομία, για το πού και πώς θα έχουμε τα διεθνή στηρίγματα μας. 

Η μεγίστη στράτευση της αριστερής διανόησης ήταν ό,τι πιο απαραίτητο.

Το πρόγραμμα θα συνδιαμορφωνόταν με τις κοινωνικές δυνάμεις και τους εκπροσώπους τους και θα ήταν ξεκάθαρο, ότι αυτοί θα είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με σαφείς θεσμικές διαδικασίες θα κατοχυρωνόταν η επιλογή ότι η διεύθυνση των εξελίξεων περνάει σε αυτούς. Αυτό απαιτεί νέα κουλτούρα, που μας απομακρύνει από τον φετιχισμό των ηγεσιών .

Από αυτή την ειλικρινή συνδιαλλαγή με τις λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις θα εδραιώνονταν η πεποίθηση, ότι σε λίγα χρόνια μπορούμε να έχουμε ριζική αλλαγή πορείας και τα συμφέροντα τους θα βρουν δικαίωση. Θα τους δείχναμε ειλικρινά και ξεκάθαρα, ότι θα βρούμε απέναντι μας την ΕΕ και την ντόπια αστική τάξη που θα μας πολεμήσουν με κάθε μέσο, ώστε να έχουν επίγνωση των προκλήσεων και των δυσκολιών που θα βρίσκαμε μπροστά μας.

   β) Μετά από αυτή την πρώτη ανατροπή στα δεδομένα, θα μπορούσαν μέσα από τις πλατειές να προκύψουν συντονιστικές επιτροπές με πανελλαδική εκπροσώπηση. Αυτό θα έδινε άλλο αέρα κλιμάκωσης και προοπτικής στον αγωνιζόμενο λαό. Οι επιτροπές αυτές θα έπαιρναν στα χεριά τις επόμενες πρωτοβουλίες με άμεση συμμετοχή και αποδοχή από τον κόσμο.

   γ) Μια άμεση πρωτοβουλία θα ήταν, να καλέσουν όλο τον λαό να κατέβει στις πλατείες, να ζητήσει και να επιβάλει εκλογές με υποψηφίους που θα έβγαιναν από τις συνελεύσεις.

   δ) Οι επιτροπές αυτές θα έπαιρναν την πρωτοβουλία των πολιτικών εξελίξεων αλλά και των μορφών δράσης, που είναι ένα μεγάλο ζητούμενο για το κίνημα. Οι κινητοποιήσεις είχαν γίνει μια εντελώς προβλέψιμη ρουτίνα: συγκέντρωση, δράση μπαχαλάκηδων, μικροσυγκρούσεις με την αστυνομία και τέλος.

Οι επιτροπές θα μπορούσαν να κινηθούν με άλλο εντελώς πνεύμα, τα στοιχεία της κλιμάκωσης και του αιφνιδιασμού θα ήταν δικό τους όπλο. Οι μπαχαλάκηδες μπορούσαν να τεθούν εκτός με μέτρα περιφρούρησης και κάνοντας σαφές ότι την ευθύνη της όποιας κλιμάκωσης απέναντι στις δυνάμεις της καταστολής την έχουν μόνο οι λαϊκές επιτροπές και με τον κόσμο ενημερωμένο και συμμετέχοντα δεν μπορούσε να κουνηθεί κάνεις προβοκατόρικα, γιατί θα απομονωνόταν αμέσως. Τα ακροδεξιά κατακάθια της «πάνω πλατειάς» θα μπορούσαν επίσης να αποκαλυφτούν και να απομονωθούν. 

Τα ΜΑΤ δεν είναι παντοδύναμα απέναντι σε ένα λαό ενωμένο και οργανωμένο. Θυμίζ ότι δυο φορές έφυγαν σχεδόν πανικόβλητα (στην Κερατέα το 2010 και στη Λέσβο το 2019). 

Αυτό που θέλω να τονίσω, σε τελική ανάλυση, είναι ότι οι συνθήκες απαιτούσαν πρωτοβουλίες σαν αυτές (ή ακόμη άλλες δέκα καλύτερες) που θα έδιναν μια προοπτική, απέναντι στην κοινοβουλευτική εκτόνωση την οποία προωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί αυτό το κίνημα να μην έπαιρνε την πλειοψηφία, αλλά θα καθιστούσε παρούσα την κομμουνιστική αριστερά, θα εμπλούτιζε την ίδια με νέες εμπειρίες, θα εξασφάλιζε την επιβίωσή της στις νέες πρωτοφανείς συνθήκες του «καπιταλισμού χωρίς αντίπαλο» και θα έβαζε ένα λιθαράκι στην απελευθερωτική ιστορική προσπάθεια της εργατική τάξης και της νεολαίας.


Πηγή: kommon