7 Σεπ 2020

Οι ιδιαιτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού και οι προοπτικές για την ανατροπή του


Πέτρος Λινάρδος - Ρυλμόν

Η αμφισβήτηση των πρακτικών του πελατειακού καθεστώτος και του νεοφιλελευθερισμού, περνάει μέσα από την εγκαθίδρυση νέων...


πρακτικών με το συνδυασμό της λειτουργίας νέων εκπαιδευτικών θεσμών και της υιοθέτησης θεσμικών καινοτομιών που υπηρετούν το δημοκρατικό αναπτυξιακό σχεδιασμό.

Το βάθος και η ιδιαιτερότητα της κρίσης του καπιταλιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλεται στο γεγονός, ότι η στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό συνδυάστηκε με τη διατήρηση του πελατειακού συστήματος διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα αυτός ο συνδυασμός να δυσκολέψει περισσότερο από αλλού την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην παγκοσμιοποίηση. Το ελληνικό καπιταλιστικό καθεστώς δεν διέθετε χαρακτηριστικά και θεσμούς ενός φορντιστικού μοντέλου, που σε άλλες χώρες μπόρεσαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, να καθυστερήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού για το παραγωγικό δυναμικό και την κοινωνική πολιτική, χωρίς όμως να τις αναστείλουν.

Διαιώνιση αποτυχημένων μοντέλων

Σε όλο το διάστημα από τη δεκαετία του ‘90 ως την περίοδο των μνημονίων, και κατά τη θητεία της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ, η διακυβέρνηση του καπιταλιστικού καθεστώτος βασιζόταν και βασίζεται στην αντιμετώπιση της απώλειας παραγωγικού δυναμικού με τη διεύρυνση των ανισοτήτων, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και της πολιτικής μείωσης των αμοιβών της εργασίας, που ισχυρίζονται, ότι ενισχύουν τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια. Τελικά όμως στήριξε την κερδοφορία των υπαρχουσών καπιταλιστικών επιχειρήσεων (και τραπεζών), χωρίς παράλληλα να αναστείλει την πτωτική τάση των κοινωνικών δεικτών.

Αυτή η μακροχρόνια δυναμική δεν διακόπηκε πραγματικά από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που αναγκάστηκε να διαχειριστεί το 3ο μνημόνιο και να αντιμετωπίσει το ισχυρό πελατειακό καθεστώς σε συνθήκες λιτότητας. Και δεν ανεστάλλει παρά την πρόσκαιρη ανάκαμψη λόγω μιας βραχυπρόθεσμης ευρωπαϊκής ανοδικής τάσης και λόγο της εγχώριας τουριστικής ανάπτυξης.

Η διαιώνιση των πελατειακών μεθόδων, και επομένως η αδυναμία υιοθέτησης ακόμα και μερικών σχεδίων για την αντιμετώπιση προφανών προβλημάτων, στρατηγικής σημασίας τις περισσότερες φορές, με σοβαρές τοπικές επιπτώσεις, οδηγεί σε στασιμότητα την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζητημάτων και παραγωγικών αναγκών. Οι πιέσεις των μνημονιακών πολιτικών, αλλά και η αδυναμία κατανόησης από την πλευρά της αριστερής διακυβέρνησης της αναπόφευκτης αρνητικής δυναμικής του υπάρχοντος καπιταλιστικού καθεστώτος, οδήγησαν τελικά στην επιστροφή μιας κυβέρνησης της δεξιάς, που επωμίζεται πλήρως τόσο την υποστήριξη με κάθε μέσο μιας παρακμασμένης καπιταλιστικής τάξης, όσο και την εγκαθίδρυση θεσμικών και κατασταλτικών μέσων για την αντιμετώπιση κοινωνικών κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών.

Για ένα μετα-καπιταλιστικό βιώσιμο πρότυπο

Ενώ είναι προφανές, ότι κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ ένας πολιτικός σχεδιασμός με βάση μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική, δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη, ότι από την πλευρά του κεφαλαίου έχει διαμορφωθεί έστω και μειοψηφικά μια μεταρρυθμιστική προσέγγιση, που να επιδέχεται μια σοσιαλδημοκρατική ερμηνεία και να υποστηρίζει τη μετάβαση σε ένα φορντιστικό πρότυπο, μετά τη σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου. Το κεφάλαιο, παραγωγικό και τραπεζικό, δεν εγκαταλείπει την επιθετικότητα απέναντι σε λαϊκές διεκδικήσεις, ούτε την υποστήριξη ειδικότερα των κατασταλτικών μεθόδων. Αλλά η όποια εκδοχή σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής απαιτεί μια μορφή συμφωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στο κεφάλαιο ως τάξη και τον κόσμο της εργασίας μέσω των θεσμών εκπροσώπησής του. Σήμερα είναι προφανής, τόσο η άρνηση του κεφαλαίου να εμπλακεί σε μια τέτοια συμφωνία, όσο και η συστηματική προσπάθεια των πολιτικών δυνάμεων, που επιδιώκουν να διατηρήσουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος, να αποδυναμώσουν οριστικά τη δυνατότητα του κόσμου της εργασίας και οργανωθεί, να εκπροσωπηθεί και να διαπραγματευτεί στρατηγικά ζητήματα της κοινωνίας.

Στην ιστορία της Αριστεράς υπήρξαν δύο κυρίως μορφές καθεστωτικής παρέμβασης της εργατικής τάξης: η κατάληψη της εξουσίας από την ίδια την τάξη, ή η διαμόρφωση ενός κοινωνικού συμβολαίου με την αστική τάξη, που οι διάφορες εκδοχές του αποτέλεσαν τις βάσεις των σοσιαλδημοκρατικών καθεστώτων, και των φορντιστικών προτύπων της μεταπολεμικής περιόδου. Σήμερα, μετά την οργανωτική και πολιτική αποδυνάμωση του κόσμου της εργασίας και την ανάδειξη μιας πολλαπλότητας κοινωνικών ομάδων και τάξεων (των λαϊκών τάξεων) (που συγκρούονται με τις κυρίαρχες τάξεις και πολιτικές δυνάμεις, αλλά και μετά την απώλεια λόγω της περιόδου των σοσιαλδημοκρατικών καθεστώτων) μιας τεχνογνωσίας διακυβέρνησης από τα κόμματα της Αριστεράς, είναι υποχρεωμένη η Αριστερά αυτή να εκφράσει πολιτικά, και επομένως προγραμματικά, μια συμμαχία των λαϊκών τάξεων που υιοθετεί στρατηγικές σε πλήρη ρήξη με την επιδίωξη της επιβίωσης των καπιταλιστικών καθεστώτων.

Αυτή η συμμαχία πρέπει να συγκροτηθεί με την ανάδειξη νέων θεσμών ως προς τη δημοκρατική οργάνωση της παραγωγής (εργατικός έλεγχος, αυτοδιαχείριση, συνεταιρισμοί, αλληλέγγυα οικονομία), αλλά και θεσμών σχεδιασμού παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιλογών. Με την αποδοχή με δημοκρατικά μέσα των προτάσεων από τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς, όπως και με την αντίστοιχη παρακολούθηση της υλοποίησης των επιμέρους σχεδίων και με την αξιολόγησή τους. Η οικοδόμηση τέτοιων θεσμών είναι ανάγκη να ξεκινήσει άμεσα μέσω της εγκαθίδρυσης αντίστοιχων κομματικών λειτουργιών. Είναι μια διαδικασία η οποία πρέπει να προσφέρει ταυτοχρόνως την επιλογή επιμέρους στόχων (στο πλαίσιο στρατηγικών επιλογών) την επεξεργασία των κατάλληλων δημόσιων πολιτικών και την εφεύρεση των διαδικασιών αξιολόγησης, έγκρισης και τροποποίησης των σχεδίων πολιτικών από τη βάση της κοινωνίας.

Γνωσιακό κεφάλαιο, σχεδιασμός και διακυβέρνηση

Για την “ιστορική” Αριστερά η επεξεργασία και εγκαθίδρυση ενός νέου προτύπου κοινωνίας περνούσε μέσα από την κατάληψη των εργαλείων διοίκησης του κληρονομημένου παραγωγικού δυναμικού, και τον σχεδιασμό της λειτουργίας τους με βάση τις απαιτήσεις του νέου καθεστώτος. Η αναγκαία γνώση ήταν σε καθοριστικό βαθμό η γνώση που ήταν ήδη ενσωματωμένη στους θεσμούς διακυβέρνησης και τις διοικήσεις των υπαρκτών παραγωγικών μονάδων. Η ανάδειξη από τον Γκράμσι του ζητήματος των “οργανικών διανοουμένων” σήμαινε, ότι όσοι διαχειρίζονται τη νέα εξουσία, θα πρέπει να αξιοποιήσουν το καθοριστικό κομμάτι αυτής της γνώσης και να το προσαρμόσουν στο νέο πρότυπο διακυβέρνησης. Το γεγονός ότι η ιδέα των “οργανικών διανοουμένων” ξεχάστηκε, ενώ αποτελούσε καθοριστική προϋπόθεση της εγκαθίδρυσης ενός μη καπιταλιστικού καθεστώτος, ήταν και είναι το αποτέλεσμα της κυριαρχίας στην Αριστερά του σταλινισμού, ή μιας σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής, και της επιβίωσης των ανατρεπτικών προσεγγίσεων σε μικρές περιθωριακές και σεκταριστικές ομάδες.

Σήμερα είναι αναγκαία η αντιμετώπιση της πολύπλευρης κρίσης των καπιταλιστικών καθεστώτων, ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων και η εγκαθίδρυση σχέσεων παραγωγής, που επιτρέπουν τον απεγκλωβισμό από τις καταστροφικές επιπτώσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Είναι επίσης αναγκαία η ενσωμάτωση στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της οικολογικής διάστασης και μιας νέας κοινωνικής διάστασης. Για έναν τέτοιο προσανατολισμό απαιτείται η εγκαθίδρυση γνωσιακών διαδικασιών, ικανών να επιτρέψουν τόσο τις πρακτικές του αναπτυξιακού σχεδιασμού, όσο και την κοινωνική νομιμοποίηση και υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου προσανατολισμού πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της προσαρμογής της πολιτικής Αριστεράς, αλλά και των ανεξάρτητων κινηματικών πρωτοβουλιών.

Η αμφισβήτηση των πρακτικών του πελατειακού καθεστώτος και του νεοφιλελευθερισμού, περνάει μέσα από την εγκαθίδρυση νέων πρακτικών με το συνδυασμό της λειτουργίας νέων εκπαιδευτικών θεσμών και της υιοθέτησης θεσμικών καινοτομιών που υπηρετούν το δημοκρατικό αναπτυξιακό σχεδιασμό. Μέσα από αυτό το συνδυασμό θα διαμορφωθεί ένα στελεχιακό δυναμικό και το παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό, που θα κατανοεί και θα υπηρετεί την αντιμετώπιση των καπιταλιστικών κρίσεων μέσω των συλλογικών μορφών επιλογής και διοίκησης στόχων και μεθόδων, προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.

Πηγή: Εποχή